α. Γενικά στοιχεία
Η κατοχή της Κρήτης από τους Βενετούς αρχίζει και τυπικά από το έτος 1211. Σύμφωνα με το νέο καθεστώς η γη ανήκε στο κράτος και τη διέθετε ανάλογα με τα συμφέροντα της αποικίας, αλλά και της ίδιας της Βενετίας. Το μεγαλύτερο μέρος της γης, που ήταν η κυριότερη πλουτοπαραγωγική πηγή του νησιού, παραχωρήθηκε στους Βενετούς αποίκους, που αποτέλεσαν την τάξη των φεουδαρχών – γαιοκτημόνων. Αποικισμοί έγιναν πολλοί και ξεκίνησαν από το έτος 1212. Η δεύτερη αποστολή αποίκων του έτους 1222 αφορούσε την περιοχή του Ρεθύμνου, ενώ το 1252 έγινε ο αποικισμός των Χανίων κλπ.
Το φέουδο περιελάμβανε τα χωριά με τους οικισμούς τους , τη κτηματική τους περιφέρεια και τους ανθρώπους που τα κατοικούσαν, ενώ οι κοινωνικές τάξεις που συνδεόταν με τη γη ήταν οι φεουδάρχες – γαιοκτήμονες και οι αγρότες – καλλιεργητές. Οι αγρότες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στους Βιλλάνους που είχαν προσωπική και οικονομική εξάρτηση από τους κυρίους τους και τους ελεύθερους αγρότες, οι οποίοι εργαζόταν ως ενοικιαστές, αλλά δεν είχαν προσωπική εξάρτηση. Οι ελεύθεροι αγρότες, ως ενοικιαστές, έπαιρναν το ένα τρίτο από την παραγόμενη ποσότητα προϊόντων κατ’ έτος, οι λεγόμενοι για τούτο «τριτάροι» και ο φεουδάρχης τη μερίδα του λέοντος, τα δύο τρίτα.
β. Οι άποικοι Νavaglaro και Mudazzo στο Σπήλι
Το Σπήλι με τα γειτονικά σε αυτό χωριά Μουρνέ και Επίζυγο φαίνεται να δέχονται Βενετούς αποίκους από τα πολύ πρώιμα χρόνια της Βενετοκρατίας , σε αντίθεση με τα υπόλοιπα χωριά της Κάτω Συβρίτου (Επαρχίας Αγίου Βασιλείου), τα οποία είχαν παραχωρηθεί με τη Συνθήκη των Δύο Συβρίτων από το έτος 1234 στις Βυζαντινές αριστοκρατικές οικογένειες των Σκορδίληδων, των Μελισσηνών και των Αρκολέων (1), για την οποία όμως θα μιλήσομε πιο αναλυτικά σε άλλη εργασία.
Στην εργασία του ο ιστορικός ερευνητής της περιόδου αυτής Χαράλαμπος Γάσπαρης «Η Τούρμα Κάτω Συβρίτου στα μεσαιωνικά χρόνια (13ος – 14ος αι.) (2) αναφέρει: «….. Το έτος 1285, ο Ιωάννης Navaglaro, του ποτέ Πέτρου και η Novella, χήρα του Μάρκου Κούρκουλου ( πρόκειται μάλλον για συγγενείς) κάτοικοι Χανίων, νοίκιασαν για 20 χρόνια και έναντι του συνολικού ενοικίου 24 υπερπύρων (ήταν Βυζαντινό χρυσό νόμισμα) στον Ιωάννη Πενταμοδίτη, κάτοικο στο Βούργο (στα περίχωρα) του Χάνδακα, το Βιλλάνο τους Νικόλαο Λούμπη, ο οποίος ανήκε σε φέουδό τους στο Σπήλι….» Εκτός από την αναφορά στο Σπήλι, που πρέπει να είναι η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη του χωριού αυτού, μας δίνεται μια ανάγλυφη εικόνα του κοινωνικο-οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου ήταν υποχρεωμένοι να πορεύονται οι υπόδουλοι πρόγονοί μας σ’ ολόκληρο το Νησί. Ωστόσο, ο άποικος Βενετός Navaglaro κατοικούσε στα Χανιά από το έτος 1252, είχε όμως το φέουδό του στο Σπήλι, γιατί εκεί φαίνεται να υπήρχαν αδιάθετα μερίδια γης, ενώ ο άτυχος Βιλλάνος Νικόλαος Λούμπης πρέπει να ήταν Σπηλιανός και ο οποίος πουλήθηκε ως αντικείμενο από τους κυρίους του.
Την ίδια περίοδο άλλη μία ισχυρή οικογένεια Βενετών αποίκων εγκαταστάθηκε στις περιοχές Σπηλίου, Μουρνέ κι Επίζυγου μάλλον με τον αποικισμό του έτους 1222. Πρόκειται για τη γνωστή οικογένεια των Μουδάτσων (Mudazzo), η οποία όμως κατοίκησε μόνιμα στην περιοχή αυτή και υφίσταται μέχρι σήμερα. Από την ιδιοκτησιακή σχέση των Μουδάτσων με τον έναν από τους δύο οικισμούς του Σπηλίου προέκυψε η γνωστή επωνυμία (Spili Mudazzo). Ωστόσο, με τις δύο αυτές αναφορές φαίνεται, ότι η περιοχή του Σπηλίου τότε αποτελούσε μια ιδιάζουσα περίπτωση.
γ. Οι επαναστάτες Νικολέτος Βλαστός και Γεώργιος Καππαδόκας από το Σπήλι
Άλλη μία αναφορά για το Σπήλι του έτους 1367 μας δίνεται από τον ίδιο ερευνητή Χ. Γάσπαρη (3), η οποία αναφέρεται σε δύο πατριώτες, οι οποίοι πολέμησαν και σκοτώθηκαν κατά την επανάσταση του Αγίου Τίτου (1363 -1366) εναντίων των Βενετών: «….Μετά την καταστολή της επανάστασης του Αγίου Τίτου εναντίων των Βενετών το 1367 εκδόθηκε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο δημευόταν η περιουσία όσων αρχοντόπουλων, όπως αναφέρονται (έτσι αποκαλούσαν τους απογόνους των Βυζαντινών αριστοκρατικών οικογενειών) και όσων άλλων Ελλήνων είχαν λάβει μέρος σε αυτήν και είχαν σκοτωθεί στις μάχες. Στον κατάλογο των αρχοντόπουλων της περιοχής του Ρεθύμνου περιλαμβάνονται και ο Νικολέτος Βλαστός του Αλεξίου και ο Γεώργιος Καππαδόκας κάτοικοι Σπηλίου…» Η αναφορά ωστόσο αυτή έχει κι άλλη μία ιστορική αξία, γιατί είναι η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία για την επέκταση της ιστορικής αρχοντικής οικογένειας των Βλαστών από τη Μεσαρά, που είχαν εγκατασταθεί αρχικά από τα Βυζαντινά χρόνια, προς την επαρχία Αγίου Βασιλείου.
δ. Δύο οικισμοί με κοινό όνομα
Την περίοδο της ύστερης Βενετοκρατίας το Σπήλι το αποτελούσαν δύο χωριστοί οικισμοί. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα σε όλες τις γνωστές απογραφές της περιόδου εκείνης. Στην απογραφή των οικισμών της Κρήτης του έτους 1577 από τον Francesco Barozzi αναφέρεται Spilipera (Σπήλι Πέρα) και Spiliepodes (Σπήλι Πώδε). Με τους ίδιους χαρακτηρισμούς αναγράφεται και στην πληθυσμιακή απογραφή του Πέτρου Καστροφύλακα το έτος 1583, Peraspili με 63 κατοίκους και Podespili με 49 κατοίκους (4), ενώ στην απογραφή του Fr. Basilikata Relazione του έτους 1630 διαφοροποιείται σε Spili Sanguinaco (Σπήλι Σαγκουϊνάτσο) και Srili Mudazzo αντίστοιχα. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε, εκτός από τα στοιχεία που δίνονται εκ πρώτης όψεως από τις απογραφές, ότι οι οικισμοί του Σπηλίου κατά την ύστερη Βενετοκρατία, λόγω του πληθυσμιακού τους μεγέθους δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Για παράδειγμα αναφέρω ότι οι Μέλαμπες είχαν τότε 338 κατοίκους, οι Ατσιπάδες 291, ο Κισσός 222, το ακατοίκητο σήμερα Ντιμπλοχώρι 186 κλπ. Ως πρώτος οικιστικός πυρήνας στην περιοχή πρέπει να θεωρείται ο οικισμός Πανωχώρι, ο οποίος διατήρησε την πρωτοκαθεδρία μέχρι και τα μέσα του περασμένου αιώνα. Ο οικισμός Πώδε Σπήλι, λόγω της επωνυμίας του ως Σπήλι Mudazzo πρέπει να δημιουργήθηκε κάποια χρόνια μετά την εγκατάσταση των Μουδάτσων στην περιοχή, επί της κτηματικής περιφέρειας, που ήταν το φέουδό τους. Οι δύο οικισμοί επειδή διατήρησαν το ίδιο όνομα ήταν σε κοντινή απόσταση και με κοινά στοιχεία. Οι άποικοι Σαγκουϊνάτσοι εκ Παδούης της Ιταλίας φαίνονται στην περιοχή κατά την ύστερη Βενετοκρατία, οπότε το Πανωχώρι στο Σπήλι υπήρχε προ πολλού και δεν δημιουργήθηκε από αυτούς. Ωστόσο, οι ίδιοι είχαν συγχρόνως στο φέουδό τους τον Κισσό, την Κρύα Βρύση και τις Μέλαμπες.
ε. Ο μνημειακός πλούτος του Σπηλίου
Από τη μακρινή αυτή εποχή, τη Βενετοκρατία, σώθηκε και είναι σε χρήση μέχρι σήμερα ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός μνημείων (ναών) στην επαρχία Αγίου Βασιλείου. Αυτό οφείλεται σε πολλές αιτίες και δεν είναι του παρόντος. Ωστόσο, εντός του ενιαίου σήμερα οικισμού του Σπηλίου υπάρχουν τέσσερις ναοί της εποχής εκείνης, που είναι εντυπωσιακό μέγεθος, δυσανάλογο με τα πληθυσμιακά δεδομένα της εποχής. Αυτό δείχνει, ότι οι δύο οικισμοί λειτουργούσαν τότε αυτοτελώς και ο καθένας από αυτούς είχε τον καθεδρικό και τον κοιμητηριακό του ναό. Αρχαιότερος όλων είναι ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Πανωχώρι, ο οποίος ανάγεται στο τέλος του 13ου, με αρχές του 14ου αι. (5) και ακολουθεί ο καθεδρικός ναός της Παναγίας, ενώ το παλαιότερο τμήμα του ναού του Αγίου θεοδώρου στο πώδε Σπήλι ανάγεται στο δεύτερο μισό του 14ου αι. και ακολουθεί ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Γεωργίου, εντός του περιβόλου του Γυμνασίου – Λυκείου.
Την εποχή αυτή η Κρήτη ζούσε ακρωτηριασμένη από τον εθνικό της κορμό, το Βυζάντιο, αλλά και από την πνευματική της ηγεσία, δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, γιατί η ανώτερη ορθόδοξη Ιεραρχία εκδιώχθηκε, οι Επισκοπές καταργήθηκαν, οι χειροτονίες απαγορεύτηκαν και η εκκλησιαστική περιουσία σφετερίστηκε. Στον Χάνδακα τοποθετήθηκε Λατίνος Αρχιεπίσκοπος και στις θέσεις των Ελλήνων Επισκόπων τοποθετήθηκαν λατινόφιλοι πρωτοπαπάδες, οι οποίοι μνημόνευαν τον Πάπα και το Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης. Ο ντόπιος πληθυσμός της Κρήτης συσπειρώθηκε τότε γύρω από τις βυζαντινές αριστοκρατικές οικογένειες και τον κατώτερο Κλήρο και η ανοικοδόμηση πολλών μικρών ναών μπορεί να θεωρηθεί ως συνειδητή πράξη αφοσίωσης στην Ορθόδοξη πίστη και δηλωτική στις εθνικές παραδόσεις. Υπόψη βέβαια, ότι η Κρήτη αποτέλεσε την περίοδο αυτή ένα από τα κυριότερα κέντρα της διαμάχης με την Καθολική Δύση και υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή και για την Κρητική Εκκλησία. (6)
στ. Νοταριακά έγγραφα και τα μετόχια Λάππας και Κουμεδιανά
Στα Πρωτόκολλα των Ρεθεμνιωτών νοταρίων (συμβολαιογράφων) Αντρέα Καλλέργη, Μαρίνου Αρκολέου, Τζώρτζη Τρωϊλου, Μανόλη Βαρούχα και Τζώρτζη Πάντιμου, οι οποίοι έζησαν κατά την ύστερη Βενετοκρατία αναφέρονται αρκετές δικαιοπραξίες (συμβολαιογραφικές πράξεις διαφόρου περιεχομένου), οι οποίες αφορούν την ευρύτερη περιοχή του κεντρικού τμήματος της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, δηλαδή του Σπηλίου και την περιοχή γύρω απ’ αυτό και νομίζω, ότι δίνουν στοιχεία ευρύτερου ενδιαφέροντος, όπως την ύπαρξη χωριών, οικισμών, τοπωνυμίων, ονοματεπώνυμα Ελλήνων και Βενετών και γενικότερα τον τρόπο ζωής της κοινωνίας τότε. Οι μεταφράσεις έγιναν από τον δρ. Γιάννη Γρυντάκη και υπάρχουν στη Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου, όμως, περιλήψεις των δικαιοπραξιών που αναφέρονται στην επαρχία Αγίου Βασιλείου έχουν δημοσιευτεί στο βιβλίο του Νίκου Φασατάκη(7) και μπορεί ο καθένας ν’ ανατρέξει σ’ αυτό.
Από το Πρωτόκολλο του νοτάριου Αντρέα Καλλέργη την περίοδο 1634 – 1646 αναφέρω την περίληψη μόνο τεσσάρων απ’ αυτές, γιατί παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Σπήλι, επειδή αναφέρονται στα μετόχια Λάππας και Κουμεδιανά και σε οικογενειακά ονόματα της εποχής, τα οποία υφίστανται και σήμερα. Δείχνουν όμως και κάτι άλλο! Δείχνουν την απόλυτη φτωχοποίηση και εξαθλίωση του ντόπιου πληθυσμού, ο οποίος ξεπουλά ότι έχει και δεν έχει προκειμένου να επιβιώσει. Αγοραστής φυσικά είναι πάντα ο φεουδάρχης της περιοχής Νικολό Μουδάτσος του Φραγκίσκου.
Στις δικαιοπραξίες αυτές αναφέρεται:
-“ Πράξη 93/20-4-1638. Ο παπά-Νικολό Βατιανός, γιος του μακαρίτη παπά-Γιώργη από το Σπήλι, πουλά όλες τις περιουσίες του στο Σπήλι, τη Μουρνέ και στα μετόχια Δαριβιανά, στου Λάππα και στα Κουμεδιανά, στο Νικολό Μουδάτσο.»
-«Πράξη 356/5-3-1644. Ο Μανόλης Κουμεντάς, από το μετόχι Κουμεδιανά, πουλά για
Δικό του και για την αδελφή του, της οποίας είναι πληρεξούσιος, το διαρκές ενοίκιό
τους στο Νικολό Μουδάτσο, ένα μουζούρι στάρι.»
-«Πράξη 357/8-3-1644. Η Αντριάνα Κουμεντοπούλα από τα Κουμεδιανά πουλά στο
Νικολό Μουδάτσο το σπίτι που έχει εκεί.»
-«Πράξη 387/14-12-1644. Ο Μιχελής Κουδουμνής, ο λεγόμενος Κουμεντάς, και ο
γιος του Μανόλης από τα Κουμεδιανά, πουλούν το σταθερό ετήσιο εισόδημά
τους ενός μουζουριού σταριού και άλλα δώρα, τα οποία έχουν από το σπίτι τους
στο ίδιο μετόχι, στο Νικολό Μουδάτσο.»
Ο Πρωταγωνιστής μας Νικολό Μουδάτσος του ενδοξότατου Φραγκίσκου ήταν ο καλύτερος πελάτης του νοτάριου Ανδρέα Καλλέργη, αφού εμφανίζεται σε 59 πράξεις παρόμοιου περιεχομένου ως συμβαλλόμενος, γιατί ανάγκες είχαν μόνο οι φτωχοί χωρικοί, οι οποίοι αναγκαζόταν να ξεπουλήσουν τα πάντα, ακόμα και την ελευθερία τους και όχι οι πλούσιοι φεουδάρχες.(8) Ωστόσο, η εικόνα αυτή που καταγράφεται στο Σπήλι και τη γύρω περιοχή είναι μικρογραφία της μεγάλης κοινωνικο – οικονομικής απεικόνισης σ’ ολόκληρη την Κρήτη.
Επίσης, ο ίδιος νοτάριος αναφέρει σε κάποιες δικαιοπραξίες του ως εκτιμητή τον Μανόλη Τρουλλινό από το μετόχι του Λάππα. Το αναφέρω αυτό για να δείξω, ότι και ο Λάππας και τα Κουμεδιανά ήταν τα χρόνια εκείνα οικισμοί κατοικημένοι, οι οποίοι δεν αναφέρονται σε καμία από τις επίσημες απογραφές της ύστερης Βενετοκρατίας.
(Σημ. Το Μουζούρι ήταν επίσημη μονάδα μέτρησης του όγκου των δημητριακών, που υπολογίζεται σήμερα σε 19-23 κιλά σιτάρι.)
ζ. Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου, το Σπήλι και η οικογένεια Πάντιμος.(9)
Αμέσως μετά την πτώση του χάνδακα το 1669, οι Οθωμανοί διενεργούν απογραφή προκειμένου να επιδικαστούν οι διάφοροι φόροι. Τότε συντάχθηκε το Κτηματολόγιο των φορολογουμένων γαιών. Ωστόσο στην απογραφή αυτή αποτυπώνεται η ανθρωπογεωγραφία της εποχής, για τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία. Η απογραφή βέβαια διενεργείται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά στην ουσία καταγράφεται η εικόνα της περιοχής κατά την ύστερη Βενετοκρατία, για τούτο και την αναφέρω.
Το Σπήλι τότε αναφέρεται ως ενιαίο σύνολο (Karye Ispili), δηλαδή το χωριό Σπήλι. ‘Εχει 62 οικογένειες – ιδιοκτήτες γης και η περιφέρειά του αποτελείται από 189 τσερίπια (είναι μονάδα μέτρησης επιφανειών) καλλιεργήσιμων εκτάσεων, με 609 ελαιόδεντρα, αμπέλια κλπ και πληρώνεται ετήσιος φόρος 12.804 άσπρα ( η κατώτερη μον΄’αδα ασημ΄’ενιου νομίσματος). Σε αριθμό ελαιοδέντρων το Σπήλι έρχεται δεύτερο στην Επαρχία τότε, ενώ πρώτες είναι οι Ατσιπάδες με 742 δέντρα.
Δεν αναφέρονται στην απογραφή αυτή τα μετόχια Λάππας και Κουμεδιανά, ούτε καταγράφεται καμία οικογένεια από τους Κουμεντάδες Φαίνεται η οικογένεια αυτή να μετατοπίστηκε στο Μιξόρρουμα. Υφίστανται τρεις οικογένειες από τους Μουδάτσους , ενώ ο εκτιμητής Μανόλης Τρουλλινός από τον Λάππα καταγράφεται πλέον να κατοικεί στο Σπήλι. Ενδιαφέρον, ωστόσο, στοιχείο αποτελεί η καταγραφή της οικογένειας με το επώνυμο Πάντιμος (Padimi, Padimopula, Padimo, Padinopula), η οποία καταγράφεται με 7 μέλη της (οικογένειες) να κατοικούν στο Σπήλι, ενώ ένας άλλος κλάδος της ίδιας οικογένειας αναφέρεται να κατοικεί τότε και στην περιοχή του χωριού Λούτρα Ρεθύμνης. Πιστεύω, ότι η οικογένεια Πάντιμος από το Σπήλι μετεξελίχθηκε και είναι η οικογένεια των Παντινάκηδων, που τη συναντούμε σήμερα στο ίδιο χωριό.
Τέλος, καταγράφονται και οι πρώτοι εξισλαμισμοί. Από τις 62 οικογένειες που κατοικούσαν στο Σπήλι το έτος 1670 είχαν ήδη εξισλαμισθεί οι 10.
η. Επίλογος
Οι Ενετοί απέβλεπαν από την αρχή στη μονιμοποίηση της κατοχής τους επί της Κρήτης, η οποία τους ενδιέφερε πολιτικά, οικονομικά, ναυτιλιακά και εμπορικά, για τούτο και δεν δίστασαν να πάρουν τα πιο σκληρά μέτρα πολιτικά και στρατιωτικά, που απέβλεπαν στην ολοκληρωτική υποταγή της Ρωμιοσύνης κάτω από τη Λατινική εξουσία.
Εκτός από το ασφυκτικό οικονομικό πλαίσιο, από τις πιο επαχθέστερες υπηρεσίες του αγροτικού πληθυσμού της Κρήτης εκείνη την περίοδο ήταν της γαλέρας. Κάθε άνδρας, ηλικίας 14-60 ετών, ήταν υποχρεωμένος κατά τακτά χρονικά διαστήματα, να υπηρετεί ως κωπηλάτης στις βενετικές γαλέρες που εξοπλίζονταν κάθε χρόνο στην Κρήτη. Για τον σκοπό αυτό περιόδευαν το νησί ειδικοί απογραφείς, που κατέγραφαν σε κάθε χωριό το όνομα, το επώνυμο, τα χαρακτηριστικά του προσώπου και το χρώμα των μαλλιών των αντρών, που ήταν κατάλληλοι να υπηρετήσουν ως κωπηλάτες. Κατά το διάστημα αυτό πραγματοποιούνταν μεγάλες αυθαιρεσίες από τους κρατικούς υπαλλήλους και τους ντόπιους ευγενείς (Βενετούς), οι οποίοι συχνά εκβίαζαν χωρικούς, από τους οποίους αποσπούσαν χρηματικά ποσά, ώστε να μην τους συμπεριλάβουν στον κατάλογο των κωπηλατών.(10) Οι συνθήκες εργασίας όσων υπηρετούσαν στις γαλέρες ήταν απάνθρωπες. Κάτω από τον ήλιο κωπηλατούσαν ασταμάτητα. Το ίδιο έκαναν πολλές φορές και τη νύχτα. Τρέφονταν με λίγα καρβέλια αμφίβολης ποιότητας παξιμάδι, ενώ τα κουρελιασμένα ρούχα τους μόλις έκρυβαν τη γύμνια τους. Πολλοί απ’ αυτούς κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αρρώσταιναν και πέθαιναν , για τούτο καταγράφεται το διάστημα αυτό μείωση του ανδρικού πληθυσμού στην Κρήτη.
Ο λαός αντιστάθηκε με κάθε μέσο εναντίων των Βενετών. Συσπειρώθηκε αρχικά γύρω από τις μεγάλες βυζαντινές οικογένειες, οι οποίες πρωτοστάτησαν κι έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 27 επαναστάσεις την περίοδο αυτή. Ο αγώνας υπήρξε σκληρός και ανελέητος, αλλά χωρίς ομοψυχία και οργάνωση και για τούτο χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.-
Βιβλιογραφία:
- Τσιγδινός 2019. Γ. Τσιγδινός, «Στα χνάρια της Βυζαντινής
Αρχόντισσας ή Αιγιδούς Μαρίας» Περιοδικό ΝΕΑ ΧΡΙΣΤΙ-
ΑΝΙΚΗ ΚΡΗΤΗ», τεύχος 37,Ρέθυμνο 2019, σελ.151-182.
- Γάσπαρης 2014. Χαράλαμπος Γάσπαρης «Η Τούρμα κάτω Συβρίτου
στα μεσαιωνικά χρόνια (13ος -14ος αι.)» , πρακτικά Διεθνούς
Επιστημονικού Συνεδρίου, τομ. Β’ , Ρέθυμνο 2014, σελ. 492-495.
- Όπως η προηγούμενη.
- Σπανάκης Στέργιος. «Κρήτη, τουρισμός, ιστορία, αρχαιολογία»,
Β’ τόμος, , σελ. 350-352.
- Πελαντάκης 1973. Θεόδωρος Πελαντάκης «Βυζαντινοί Ναοί της Επαρχίας
Αγίου Βασιλείου» , Ρέθυμνο 1973.σελ. 26-29. Ομοίως, Σπαθαράκης Ι.
«Βυζαντινές τοιχογραφίες Ν.Ρεθύμνης», Ρέθυμνο 1999.
- Καραπιδάκης, 20023-24. Ανδρέας Γ. Καραπιδάκης, «Η Αντιρρητική
Θεολογική Γραμματεία στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη τον ΙΔ’ και ΙΕ’ αι.
ΝΕΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΡΗΤΗ, τεύχος 40-41, σελ. 23-31.
- Φασατάκης 2003. Νίκος Φασατάκης, «Η τ. επαρχία Αγίου Βασιλείου
Ρεθύμνης. Ιστορία-Πολιτισμός-Εκπαίδευση» Αθήνα 2003, σελ 45-57.
- Γρυντάκης 2014. Γιάννης Γρυντάκης, «ο Άγιος Βασίλειος στα τελευταία χρόνια
Της Βενετοκρατίας» Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, τομ Β΄,
Ρέθυμνο 2014, σελ 527-538.
- Μπαλτά και OGUZ 2007. Ευαγγελία Μπαλτά και Μουσταφά OGUZ,
«Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου» ,Ρέθυμνο 2007, σελ.(616-617).
- Τσικνάκης 2014. Κώστας Γ. Τσικνάκης, «Στοιχεία από την καθημερινή ζωή στις Μέλαμπες στα τέλη του 16ου αι.» Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, τομ.Β’
Ρέθυμνο 2014, σελ.564.