Ανοικτό άφησε, ο υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Στουρνάρας, το ενδεχόμενο να μειωθεί ο φόρος στο πετρέλαιο θέρμανσης, υπό την αίρεση, όμως, του περιορισμού της φοροδιαφυγής.
Μιλώντας στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ, ο υπουργός Οικονομικών συνέστησε λίγη υπομονή στους πολίτες και υποστήριξε ότι, αν και δεν μπορούν να υπάρξουν γενικευμένες μειώσεις φόρων, «εάν μπορέσουμε να καταπολεμήσουμε το λαθρεμπόριο στο ναυτιλιακό καύσιμο, τότε θα μπορέσουμε να μειώσουμε τον φόρο στο πετρέλαιο θέρμανσης».
Παράλληλα, ανέφερε ότι ο ΦΠΑ στην εστίαση δεν θα επανέλθει εφέτος στο 23%, ενώ θα επιδιωχθεί να διατηρηθεί στο 13% και τα επόμενα χρόνια.
Αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, οι οποίες αναμένεται να επαναρχίσουν το προσεχές διάστημα, ο υπουργός ανέφερε ότι υπάρχει πολιτικός κίνδυνος, διότι οι εκπρόσωποι των δανειστών πιέζουν για τη λήψη μέτρων. Σημείωσε δε, ότι δύσκολα θα επιτευχθεί συμφωνία στο Eurogroup της 27ης Ιανουαρίου (σ.σ. στο συγκεκριμένο ενδεχόμενο, η συμφωνία για την έγκριση της δόσης των 3,1 δισ. ευρώ από την ευρωπαϊκή πλευρά, μετατίθεται για το Eurogroup της 17ης Φεβρουαρίου. Αντίστοιχα, οι δύο δόσεις - 1,8 δισ. ευρώ η κάθε μια, σύνολο 3,6 δισ. ευρώ - από το ΔΝΤ, αναμένεται να εγκριθούν από το Ταμείο στο τέλος Φεβρουαρίου ή στις αρχές Μαρτίου).
Έρχεται μείωση εργοδοτικών εισφορών
Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε και στο θέμα της μείωσης των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, επισημαίνοντας πως αυτό θα προχωρήσει και ότι από την κυβέρνηση έχουν προταθεί ισοδύναμα μέτρα.
Σύμφωνα με τον υπουργό, το καθαρό κόστος είναι αρκετά χαμηλότερο από ό,τι αρχικά υπολογίζονταν - περίπου το μισό - και αυτό σημαίνει ότι μπορεί να εφαρμοστεί γρηγορότερα και «ίσως από την αρχή».
Έτσι, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο της εφάπαξ μείωσης των εργοδοτικών εισφορών, που υπολογίζεται ότι θα έχει κόστος 400 - 500 εκατ. ευρώ. Επίσης, υποστήριξε ότι ο νέος φόρος ακινήτων για το 2014 «είναι ελαφρύτερος από το προηγούμενο σύστημα».
Για το χρέος και τα μέτρα για την ελάφρυνσή του, ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν θα δεχόταν «κούρεμα» της ονομαστικής αξίας του χρέους, αλλά εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι θα επιτευχθεί μείωσή του.
Ο υπουργός Οικονομικών, άφησε, παράλληλα, ανοικτό το ενδεχόμενο, η ιδιωτικοποίηση των τραπεζών να πραγματοποιηθεί στις σημερινές τιμές και όχι στις προκαθορισμένες. «Ετοιμάζουμε νομοσχέδιο για να μπορούμε να ανακεφαλαιοποιήσουμε τις τράπεζες, εφόσον αυτό χρειάζεται» δήλωσε, και πρόσθεσε ότι «περιμένουμε τα αποτελέσματα των stress tests για να δούμε τι χρειάζεται».
Σε ερώτηση σχετικά με το εάν η ιδιωτικοποίηση των τραπεζών μπορεί να γίνει ακόμα και στις σημερινές τιμές των μετοχών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι «δεν αποκλείεται να γίνει και στις σημερινές τιμές».
Ενώ, ερωτηθείς εάν φοβάται το ενδεχόμενο διεξαγωγής ειδικού δικαστηρίου για το θέμα αυτό, απάντησε «θα αστειεύεστε» και συμπλήρωσε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Εμείς κάνουμε τη δουλειά μας και με εντιμότητα».
Ο κ. Στουρνάρας, ανέφερε ότι «η κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει στη δικαιοσύνη», ενώ παρείχε εκ νέου στήριξη στην επικεφαλής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), Αναστασία Σακελλαρίου, σημειώνοντας ότι «έχω εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, αλλά και στην κ. Σακελλαρίου».
Τα σενάρια για τον διάδοχο του Προβόπουλου
Κληθείς να σχολιάσει τα σενάρια που τον θέλουν να αναλαμβάνει από τον Μάιο τη θέση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι «δίνω μία μάχη σήμερα για την οικονομία. Με ενδιαφέρει το σήμερα και η μάχη αυτή θα είναι μακρά. Δεν σκέφτομαι το αύριο».
Και πρόσθεσε ότι «δεν με αφορούν αυτά τα σενάρια. Δεν τα σκέφτομαι καθόλου». Ταυτόχρονα, χαρακτήρισε «άριστη» τη σχέση του, τόσο με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελο Βενιζέλο, όσο και με τους βουλευτές των δύο κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση. Ανέφερε δε, ότι οι βουλευτές δεν έχουν πρόβλημα με τον ίδιο και η κριτική δεν αφορά τον υπουργό Οικονομικών.
Σημείωσε, πάντως, ότι δεν απαξιώνει την κριτική που ασκείται, αλλά, όπως δήλωσε, «σημασία έχει το συνολικό έργο» και η «η πολιτική κρίνεται εκ του αποτελέσματος». Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ανέφερε ότι «για πρώτη φορά από το 2001 είμαστε πάνω από τους στόχους. Φαίνεται ότι κάτι γίνεται. Εάν συνεχίσουμε έτσι, τότε η βελτίωση των αριθμών θα μεταφραστεί και σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών».