Η ομιλία του Σεβ.Μητροπολίτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ.Ευγένιου κατά την τελετή αναγορεύσεως του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, κ.κ. Στυλιανού σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κρήτης
Η ομιλία
Σεβασμιώτατοι,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες,
Ἐλλογιμότατοι,
Κυρίες καί κύριοι.
Μέ αἰσθήματα βαθειᾶς τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης ἐπιθυμῶ νά ἐκφράσω τίς ἐγκάρδιες εὐχαριστίες μου γιά τήν τόσο τιμητική πρόσκληση νά ἀνέλθω στό βῆμα αὐτό καί νά ἀπευθύνω, κατά τήν ἀποψινή ἀκαδημαϊκή συνεδρία, λέξεις χαριστήριες ἐποφειλόμενης τιμῆς καί ἀναγνωρίσεως τοῦ ἔργου τοῦ πολυφίλητου καί πολυσέβαστου γόνου αὐτῆς τῆς εὔγονης γῆς, τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου πού κοσμεῖ τήν Ἱεραρχία τῆς Μητέρας μας Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ.κ. Στυλιανοῦ.
Οἱ χαριστήριες λέξεις μου προσφέρονται ἀφενός στό Πανεπιστήμιό μας γιά τήν ἀποψινή πρόσκληση καί πρόκληση σέ ἐμένα καί ἀφετέρου στόν τιμώμενο γιά τήν πολλή του ἀγάπη καί τόν πατρικό ἐπιστηριγμό κατά τήν τετραετῆ ἤδη πορεία μου μέσα στήν Ἐκκλησία τῶν Ρεθυμνίων. Οἱ εὐχές καί οἱ συμβουλές τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, προπάντων οἱ ἐκκλησιαστικές ἐμπειρίες πού ἀπέκτησα κοντά του κατά τήν τελευταία Κληρικολαϊκή Συνέλευση τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, στήν ὁποία εἶχα τήν τιμή νά μετάσχω ὡς δικός του προσκεκλημένος, συμπορεύονται στόν βηματισμό μου καί ἐμπνέουν διαρκῶς. Καταθέτω λοιπόν, ἐξ ἰδίας πείρας, «ὃ ἀκήκοα, ὃ ἑώρακα τοῖς ὀφθαλμοῖς, ὃ ἐθεασάμην καὶ αἱ χεῖρες μου ἐψηλάφησαν» γιά τήν «ἐν τῇ ταπεινώσει» δύναμη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Στυλιανοῦ. Αὐτή ἡ δύναμη κινεῖ ἀπόψε καί τή δική μου γλώσσα, ὅπως καί τούς δικούς σας λογισμούς, σέ εὐχαριστία, πρωτίστως στό Θεό πού μᾶς τόν χάρισε Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας Του, παιδαγωγό μέ γνήσιο ἁγιοπατερικό φρόνημα, ὁδηγό, πατέρα, ἀδελφό καί φίλο.
Τό Πανεπιστήμιό μας δίκαια, καί γι’ αὐτό τό ἐπαινοῦμε καί τό συγχαίρομε, ἀπονέμει αὐτόν τόν τίτλο τιμῆς στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο πού γίνεται ἀποδέκτης τῶν μηνυμάτων τῶν καιρῶν καί πηδαλιουχεῖ ἀνάλογα τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας χαράζοντας τήν πορεία τοῦ ταξιδιοῦ του στό μέλλον. Δέν εἶναι σκοπός μας, στά πλαίσια μιᾶς ὀλιγόλεπτης ἀναφορᾶς, νά ἱστορήσομε τή ζωή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, πού ἐπί σαράντα χρόνια διαποιμαίνει τήν πέμπτη ἥπειρο. Μόνο κάποιους σταθμούς σημαντικούς της ἴσως καταφέρομε νά τονίσομε, ἀναγνωρίζοντας τή δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος.
Ἔρχεται στή μνήμη μου αὐτήν τήν ὥρα, μάλιστα, ἡ πρώτη φορά πού τόν ἀντίκρυσαν μέ δέος τά μάτια μου νά κατέρχεται τούς ἀναβαθμούς τῆς Βικελαίας Βιβλιοθήκης, σίγουρα ὕστερα ἀπό μιά ἱεροτελεστία ἀντίδοσης πνευματικῶν θησαυρισμάτων μέ τό ἐπίσης σπουδαῖο αὐτό πνευματικό Ἵδρυμα τοῦ νησιοῦ μας.
Αἰσθάνομαι λοιπόν ἔντονα τήν πνευματική μου ἔνδεια καί δέν θά πῶ σχεδόν τίποτε δικό μου, ἀλλά θά μεταφέρω ἁπλά στήν ἀγάπη σας κατ’ ἀρχήν τούς λόγους, πού μέ ἰδιαίτερη βαρύτητα ἀπέδωσε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Στυλιανό τούς χαρακτηρισμούς πού τοῡ ἀξίζουν, ποιός ἄλλος, ὁ Μέγας Πατριάρχης μας Βαρθολομαῖος.
Σέ Σεπτό Πατριαρχικό Γράμμα Του, ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἔγραφε γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Στυλιανό, ὅταν συμπλήρωνε εἰκοσιπενταετία στό πηδάλιο τῆς μεγάλης ἐπαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, ὅτι ἀποτελεῖ «πολυσχιδῆ προσωπικότητα, διακεκριμένον θεολόγον, δυνάμενον νά παρουσιάζῃ μέ ἀκρίβειαν καί σαφήνειαν τήν ἀλήθειαν καί τήν διδασκαλίαν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά καί νά προβάλλῃ αὐτήν εἰς τούς ἑτεροδόξους συνομιλητάς...». Ἔγραφε ἀκόμη ὅτι ἀποτελεῖ «ταλαντοῦχον χειριστήν τοῦ λόγου καί τῆς γραφίδος..., ἱδρυτήν, ὀργανωτήν καί ἐμπνευστήν πολλῶν νέων ἱδρυμάτων καί συλλόγων». Πρόσθετε ὅτι ἡ μετάβασή του στήν Αὐστραλία ἔγινε μέ τήν ἀπόφασή του νά ἐργασθεῖ «πρός τό συμφέρον τῶν πολλῶν, ἵνα σωθῶσι (Α΄ Κορ. 10, 33)» καί προκειμένου νά καταπαύσει «τάς ταραχάς καί τά σκάνδαλα, τήν ἀναρχίαν καί τήν πολυαρχίαν, διά νά ἐπικρατήσῃ ἡ εἰρήνη, ἡ βάσις ἐπί τῆς ὁποίας θά ἐθεμελιοῦτο τό ποιμαντικόν ἔργον καί ἡ ἀπαραίτητος συνθήκη διά νά ἀνθήσῃ καί καρποφορήσῃ τό δένδρον τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας». Καί διαπίστωνε πώς «ἡ πνευματική καρποφορία τῆς ἐν Αὐστραλίᾳ Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ μίαν ἐπί πλέον μαρτυρίαν περί τοῦ κόπου καί τῆς προσφορᾶς» τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, στόν ὁποῖο ἀξίζει ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ πιστοῦ λαοῦ «καί ἡ εὐαρέσκεια, ὁ ἔπαινος καί ἡ ἀναγνώρισις τῆς Μητρός Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας».
Τό Πανεπιστήμιό μας δίκαια ἀπονέμει αὐτόν τόν τίτλο τιμῆς στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο πού δέν δίδει ἀλλά δίδεται κυριολεκτικά στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν εὐλογημένη ὥρα πού ἔκυψε τόν αὐχένα στή Θεία βουλή καί ἀποδέχθηκε τήν κλήση τοῦ Θεοῦ. Ἄκουσε καί ἐκεῖνος, κάποια ἱερή στιγμή, μυστικά τό «Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» καί μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς του, ὅπου καί ἄν διακόνησε τήν Ἐκκλησία, ἐργάσθηκε μέ γνήσιο ἀποστολικό φρόνημα, ἀφιερώνοντας ὅλα τά τάλαντά του. «Ὅλα γιά τήν Ἐκκλησία», ἦταν καί εἶναι τό σύνθημα καί ὁ ἀγῶνας του. Γιά νά συνεχίζει τό ἔργο Της, γιά νά εἶναι ἡ Μάνα, ἡ καταφυγή, ἡ ἀπαντοχή καί ἡ ἐλπίδα τοῦ λαοῦ Της. «Ὅλα γιά τήν Ἐκκλησία», καί τό μήνυμά του πρός ὅλους ἐμᾶς.
Τό Πανεπιστήμιό μας δίκαια ἀπονέμει αὐτόν τόν τίτλο τιμῆς στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο πού κατέγραψε πρόσφατα μέ ἐνάργεια πώς «ἡ ἐλευθερία δέ συμβαδίζει μέ τήν ἀσυδοσία καί τήν ἀναρχία καί, ἀντίστοιχα, ἡ εὐσέβεια δέν συμβαδίζει μέ τόν φαρισαϊσμό καί τήν ὑποκρισία» καί προειδοποίησε πώς «χρειάζεται προσοχή, ἰδιαίτερα τώρα πού ὁ Ἑλληνισμός μέσα καί ἔξω ἀπό τήν Ἑλλάδα δοκιμάζεται ὡς πρός τά κύρια χαρακτηριστικά του, τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τό ἐθνικό φρόνημα». «Ἄν λείψουν οἱ ἠθικές ἀξίες στόν Νεοέλληνα», τόνισε σέ πρόσφατη Ἐγκύκλιό του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Στυλιανός, «τότε τό ἔθνος θά γίνει φάντασμα σέ σπίτι κολασμένων. Δέ θά μᾶς σώσει καμία οἰκονομική βοήθεια οὔτε ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Μόνο μέ τίς ἠθικές ἀξίες σωθήκαμε καί θά σωθοῦμε πάλι, ἀρκεῖ, καταλήγει, νά μήν εἶναι ἤδη πολύ ἀργά…»
Σέ ἕνα ἄλλο του κείμενο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Στυλιανός μέ ἕνα, ὅπως πάντα, δικό του μοναδικό τρόπο μᾶς διδάσκει πῶς νά μή σκύβουμε τό κεφάλι στίς δυσκολίες, ἀπαντῶντας στή ρητορική ἐρώτηση «Ποιά εἶναι ἡ δύναμη πού μᾶς κάνει νά μή χάνουμε τό κουράγιο καί τήν ἀγάπη μας πρός τή ζωή;»: «Ἀσφαλῶς δέν εἶναι ἡ φιλαυτία ἤ ὁ ἐγωισμός. Γιατί τό νά ζεῖς -ἰδίως ὕστερα ἀπό ὁρισμένη ἡλικία- δέν εἶναι πάντα εὐχάριστο. Κάποτε εἶναι μιά καθημερινή ταπείνωση, μιά δοκιμασία, κάποτε μάλιστα κι ἕνας πραγματικός ἐξευτελισμός. Αὐτή τήν ταπείνωση, τή δοκιμασία καί τόν ἐξευτελισμό εἶναι πού δέν ἀνέχονται οἱ ὀλιγόψυχοι καί ὀλιγόπιστοι, γι’ αὐτό καί κάποτε αὐτοκτονοῦν. Οἱ πολλοί, ἀντιθέτως, ἄνθρωποι ἔχουν μιά ἔμφυτη, θαρρεῖς, αἰσιοδοξία, ὅτι ὕστερα ἀπό ὁποιαδήποτε πικρή ὥρα, θ’ ἀκολουθήσει πάλι μιά ὥρα χαρούμενη. Αὐτή ἡ σιωπηρή αἰσιοδοξία εἶναι κατά βάθος μιά πίστη καί μιά ἐμπιστοσύνη στήν ἀγαθότητα καί τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ἀδιάφορο ἄν ἐκφράζεται πάντα σέ προσευχή ἤ ὄχι, τό βάθος αὐτοῦ τοῦ αἰσθήματος εἶναι καθαρά θρησκευτικό. Γι’ αὐτό καί ἔχει τή δύναμη νά ἀντιμετωπίζει τόσες καταιγίδες!» (Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, «Στοχασμοί τοῦ Δεκαπενταύγουστου», Ἀπό τό ἔργο Ἐνσαρκώσεις τοῦ Δόγματος, Ἐκδόσεις Δόμος).
Μέ ἀφοσίωση στήν ἀποστολή καί τήν ἀρχιερατική εὐθύνη του ἐργάσθηκε ἄοκνα γιά τήν Ἐκκλησία. Χωρίς νά δειλιάσει, χωρίς νά φοβηθεῖ, χωρίς νά συμβιβασθεῖ, χωρίς νά προδώσει ἀρχές, χωρίς νά ἀρνηθεῖ. Μέ κόστος συχνά πολύ, μέ πόνο καί δάκρυα, ἀφοῦ «ἐπίφθονον ὕψος ἡ ἐπισκοπική καθέδρα» κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο, πού ὅμως δέν στάθηκαν ἱκανά νά τόν κάμψουν, ἀλλά συνετέλεσαν στήν ἀποκάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ ψυχικοῦ του μεγαλείου.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Στυλιανός στόν ἀνδρειωμένο ἀγῶνα του γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας δέχθηκε πολλές ταπεινώσεις καί ὄχι λίγες φορές παρεξηγήθηκε καί παρερμηνεύθηκε, ὄχι πάντοτε ἀκούσια. Ἀλλά μέ μιά δύναμη πού μόνο ἀπό τό Θεό μπορεῖ κανείς νά πεῖ πώς προέρχεται, ἔδιδε τήν ἀπάντηση: «Ἀλλοίμονο σ’ αὐτούς πού δέν ἀμφισβητήθηκαν, γιατί θά πεῖ πώς ταυτιστῆκαν μ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἀλλοίμονο σ’ αὐτούς πού δέν διώχθηκαν, γιατί θά πεῖ πώς δέν πολέμησαν μήτε μέ σκιές. Ἀλλοίμονο σ’ αὐτούς πού δέν ἐθανατώθηκαν, γιατί θά πεῖ πώς δέν ἐπλήρωσαν τό φόρο τῆς ζωῆς ἀκέραιο».
Ὁ ἴδιος, αὐτός ὁ ἀνυποχώρητος, ὁ ἀνιδιοτελής ἅγιος πεισματάρης, ἔγραφε τό 1992, πώς «τό ταβάνι δέν διαφέρει καθόλου ἀπ’ τό δάπεδο, ἁπλῶς δέν ἀνέχεται νά τό πατοῦνε» καί ἔδιδε ἕνα ἄλλο στίγμα, μιά ἄλλη διάσταση.
Αὐτός εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Στυλιανός, ἕνα ρασοφορεμένο βουνό, ἕνας ἄνθρωπος μέ σπινθηροβόλο βλέμμα καί ὑψηλούς ὁραματισμούς, ἕνας ἐκκλησιαστικός ἡγέτης μέ βαθύ στοχασμό, ἐνατένιση, φρόνηση, σύνεση, ὑπομονή καί προπάντων προσευχή. Ἕνας ἄνθρωπος μέ ἀνεξάντλητη στοργή καί ἀπέραντο σεβασμό μπροστά στό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὅποιο κι ἄν εἶναι, κι ὅπως κι ἄν εἶναι.
Αὐτός εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Στυλιανός, ἕνας κατά πάντα Ὀρθόδοξος Ἱεράρχης, πού ἔχει τήν δυνατότητα νά ἐκφράζει τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, νά ἀγωνιᾶ καί νά μήν δίδει στά βλέφαρά του νυσταγμό ἔχοντας μέλημά του τήν Ἐκκλησία. Προσλαμβάνοντας ἀγαπητικά τόν ἄνθρωπο καί τίς ἀνάγκες του, ἔδωσε κάποτε τόν ὁρισμό του, πάλι μέ τό δικό του ἀξιοθαύμαστο τρόπο: «Ἄνθρωπος θά πεῖ τό νά μπορεῖς νά παίρνεις μιάν ἀπόφαση καί ἡ ἀπόφασή σου νά ἔχει συνέπειες ἄμεσες γιά σένα καί τούς ἄλλους... Ἄνθρωπος θά πεῖ νά θυμηθεῖς κάποια στιγμή πώς θα ‘ρθει κάποτε ἡ μέρα πού δέν θά πονᾶς καί δέν θά ντρέπεσαι γιά ὅποια θλίψη καί γιά ὅποια ταπείνωση ἔχοντας ἀγκαλιάσει -ὕστερα ἀπό ἀλλεπάλληλες ἀπογυμνώσεις- κατάσαρκα τό χῶμα. Ἄνθρωπος θά πεῖ νά δεῖς ἕνα ὄνειρο καί νά ξυπνήσεις ἔχοντας ξεχάσει πόσα λεφτά θά χρειασθεῖς αὐτό τό μῆνα, γιατί ὅλες οἱ ἀνάγκες λυτρώνονται ὁριστικά μονάχα στοῦ ὀνείρου τήν εὐρυχωρία...»
Στόν Ἀρχιεπίσκοπο Στυλιανό ἀναγνωρίζομε τήν ὑψηλή αἴσθηση τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης. Ἡ προσφορά του, τό ἔργο του, τό εὖρος τῶν δυνατοτήτων πού ἔδωσε στήν Ἐκκλησία τῆς εὐθύνης του, δέν εἶναι δυνατόν νά καταγραφοῦν, νά ἀπαριθμηθοῦν καί, ἰδιαίτερα, νά παρουσιασθοῦν σέ μία ἐκδήλωση, ὅπως τήν ἀποψινή. Τοῦτο μόνο ἴσως πρέπει νά σημειωθεῖ. Πώς, μέ τήν φροντίδα του, σέ ὅλες γενικά τίς Κοινότητες καί Ἐνορίες τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας λειτουργοῦν Ἑλληνικά Ἀπογευματινά καί Kατηχητικά Σχολεῖα, ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν τῶν ὁποίων ἀνέρχεται στούς δέκα χιλιάδες. Καί δέν εἶναι μόνο αὐτό. Ὀκτώ Πρότυπα Ἡμερήσια Κολλέγια μέ τέσσερεις χιλιάδες μαθητές παρέχουν ἑλληνική παιδεία στά παιδιά τῶν ὁμογενῶν.
Δέν πρέπει ἀκόμη νά παραληφθεῖ πώς ἡ πνευματική καλλιέργεια τοῦ πιστοῦ λαοῦ του ἔχει στέρεες βάσεις πού ἔθεσε ἐκεῖνος. Ἀπευθύνθηκε, ἀμέσως μετά τήν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του, στό Ἅγιον Ὄρος, τόν τόπο τῆς ἀσκήσεως, τῆς ταπεινώσεως, τῆς μετανοίας, τῆς κατανύξεως καί ζήτησε νά ἐπισκέπτονται πατέρες ἀπό ἐκεῖ τήν Αὐστραλία γιά νά ἀρδεύουν πνευματικά τήν γῆ τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων.
Τό ἔργο του ἀσφαλῶς δέν περικλείεται στά ὅρια τῆς λογοτεχνίας του, τῆς καλολογίας τῆς ποίησής του. Διαχέεται παντοῦ φιλοκαλικά μέ ὅποιο τρόπο καί ἄν ἐκφρασθεῖ. Δέν εἶναι μόνο τά ποιήματα καί τά πεζά του ἔργα, δέν εἶναι μόνο τά θεολογικά του κείμενα, οἱ διατριβές, οἱ ὁμιλίες. Εἶναι ἡ εἰλικρινής ἀφοπλιστική ματιά του πού προσλαμβάνει, ἑλκύει, ταξιδεύει ἐκεῖνον πού τολμᾶ δειλά νά τόν κοιτάξει. Εἶναι γενικότερα ἡ φωτισμένη παρουσία του στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού κινεῖ τόν λόγο του. Πού εἶναι λόγος τοῦ Λόγου, λόγος Θεοῦ, γι’ αὐτό καί λόγος παρηγοριᾶς καί ἀνάπαυσης, πού ἀρδεύει ψυχές. Πού εἶναι λόγος συστηματικῆς δογματικῆς θεολογίας, μέ βαθύτατα ὀρθόδοξο ἐκκλησιολογικό, ἀνθρωπολογικό καί σωτηριολογικό περιεχόμενο. Πού εἶναι λόγος οἰκοδομῆς καί αὐθεντικῆς μαρτυρίας, ἀγαπητικός καί φιλάνθρωπος, στήν πιό οὐσιαστική σημασία τῆς λέξεως.
Μέσα σ’ αὐτήν τή διάσταση, σέ ἄλλα μέτρα, ἀντιμετωπίζει ὅλα αὐτά τά χρόνια τά πολυειδῆ ἀνθρώπινα προβλήματα, τή φτώχεια, τήν ὀρφάνεια, τήν ἀρρώστεια, τή μοναξιά, τήν κατάθλιψη, τήν ἀποξένωση, τέλος καί αὐτόν τόν θάνατο. Καί προτείνει τήν ὑπέρβασή τους βλέποντας πίσω ἀπό τίς δυσκολίες, τίς δυνατότητες. Ἀρκεῖ νά ὑπάρχει ἡ τελεία ἀγάπη, ἡ ὁποία «ἔξω βάλλει τόν φόβον».
Σέ αὐτό τό πλαίσιο κινεῖται καί ἡ ἀγωνία του γιά τόν ἀληθινό διάλογο μέ τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους πού πιστεύουν διαφορετικά καί πού πρέπει νά μήν μείνουν ἄγευστοι τοῦ πολιτεύματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Αὐτό ὑπηρέτησε στούς Θεολογικούς Διαλόγους καί τίς διάφορες διαχριστιανικές ἐπιτροπές, στίς ὁποῖες προήδρευε ἤ μετεῖχε ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Αὐτός εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Στυλιανός, ἕνας ἐκκλησιαστικός ἄνδρας μέ βαθειά συνείδηση τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο καί μέ φροντίδα γιά τήν συνέχεια τοῦ ἔργου Της, ἰδιαίτερα στή Διασπορά. Γι’ αὐτό καί ἵδρυσε τό ἔτος 1986 τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου στό Σίδνεϋ, κατά τά πρότυπα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, γιά νά προετοιμάζονται τά πρόσωπα πού θά ἐπωμίζονται τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο τῆς ἀνέθεσε ὁ Ἱδρυτής της, καί θά συνεχίζουν τήν παραγωγή θεολογικῆς σκέψης καί παιδείας. Ἤδη ἡ Σχολή ἔχει δώσει 154 πτυχία καί 40 ἀπό τούς πτυχιούχους ἀποφοίτους της ἔχουν χειροτονηθεῖ ἤδη πρός μεγάλη χαρά τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, προπαντός ὅμως τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ὑπεράνθρωπες αὐτές προσπάθειές του, μέ τόν ἔνθεο καί ἔνθερμο ζῆλο του, θά δικαιολογοῦσαν ἀπόλυτα γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Στυλιανό τό ψαλμικό «ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με» (Ψαλμ. 69). Αὐτός ἴσως εἶναι ὁ λόγος πού ἀπόψε δέν βρίσκεται ἀνάμεσά μας.
Γιά ὅλα τά παραπάνω λοιπόν, γιά τόν λόγο καί τό ἦθος, γιά τήν παράδοση καί τήν πρωτοτυπία, γιά τήν πολλή ἀγάπη καί τό δημιουργικό του πεῖσμα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Στυλιανός κάνει τή διαφορά. Ἡ πνευματική παρακαταθήκη, τό ποιμαντικό, ἐκκλησιαστικό, θεολογικό καί κοινωνικό ἔργο, πού καταθέτει στήν Ἐκκλησία, εἶναι μέγας πλοῦτος, ὁ ὁποῖος, εὔχομαι καί προσεύχομαι, νά ἐκτιμᾶται ὅπως πρέπει καί ὅσο πρέπει, ὅπως γίνεται ἀπόψε ἀπό τό Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Σεβασμιώτατοι,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες,
Ἐλλογιμότατοι,
Κυρίες καί κύριοι.
Θά κλείσω τήν ἄτεχνη αὐτή ἱερογραφία καί τήν ἀδέξια προσλαλιά μου παραφράζοντας πάλι ἕνα δικό του λόγο, γραμμένο σέ ἀλλοτινούς καιρούς γιά τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα: «Ἡ ὁμιλία τούτη ἦταν σύντομη γιατί δέν ἤθελα νά δώσω τήν ἐντύπωση ὅτι τόν περιγράφω. Στούς ἀνεξάντλητους ταιριάζει λόγος βραχύς. Τόσο βραχύς πού νάναι μόνο θαυμαστικό ἐπιφώνημα. Ἕνα ἁπλό ΕΙΣ ΠΟΛΛΑ ΕΤΗ!».