Η δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, το υψηλό κόστος προγεννητικού ελέγχου, το υψηλό κόστος τοκετού και ελέγχου της κύησης στις ακριτικές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές, η δυσκολία πρόσβασης σε βρεφονηπιακό σταθμό στις ημιαστικές περιοχές, αποτελούν, μεταξύ άλλων, παράγοντες που δημιουργούν το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη για την υπογεννητικότητα από τη HOPEgenesis, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πειραιώς και την υποστήριξη του Ομίλου Eurolife ERB.
Ειδικότερα, με τίτλο «Διερεύνηση των παραγόντων που δημιουργούν το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα», παρουσιάστηκε χθες σε εκπροσώπους του Τύπου η ερευνητική μελέτη που υλοποίησε η ομάδα του Πανεπιστημίου Πειραιά, με επικεφαλής τον καθηγητή Χρηματοοικονομικών Μαθηματικών Αθανάσιο Κυριαζή. Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του Ομίλου Eurolife ERB σηματοδοτώντας τη δυναμική μίας ολοκληρωμένης αντίληψης του προβλήματος ως εργαλείο για τη διαμόρφωση μίας αποτελεσματικής δημογραφικής πολιτικής.
Νωρίτερα, την ίδια ημέρα, ο ιδρυτής και πρόεδρος της HOPEgenesis, γυναικολόγος-χειρουργός, δρ. Στέφανος Χανδακάς και η βουλευτής Α' Αθηνών Όλγα Κεφαλογιάννη (πρέσβης της HOPEgenesis για την προώθηση του έργου τής ανατροπής της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα) συναντήθηκαν με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, του παρουσίασαν το μείζον πρόβλημα της υπογεννητικότητας και του παρέδωσαν την έρευνα.
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Eurolife ERB, Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, στην εναρκτήρια ομιλία του, τόνισε την έμπρακτη υποστήριξη στις δραστηριότητες της HOPEgenesis, σημειώνοντας ότι το ζήτημα της υπογεννητικότητας έχει πολλαπλές προεκτάσεις για το μέλλον της χώρας, επηρεάζοντας μία σειρά από παράγοντες που αφορούν την ανάπτυξή της. «Μόνο διερευνώντας τους παράγοντες του προβλήματος θα είμαστε σε θέση, ως χώρα, να σχεδιάσουμε τις σωστές λύσεις. Με την έρευνα αυτή γίνεται ένα σημαντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση, μία κατεύθυνση στην οποία θα συνεχίσουμε να επενδύουμε ως εταιρεία, μέσα από δράσεις πανελλαδικής εμβέλειας, σε συνεργασία με τη HOPEgenesis», πρόσθεσε.
Στη συνέχεια, ο κ. Χανδακάς διευκρίνισε ότι η HOPEgenesis, στην προσπάθειά της να αλλάξει το αρνητικό πρόσημο γεννήσεων-θανάτων της χώρας μας, ζήτησε από το Πανεπιστήμιο Πειραιά την περαιτέρω διερεύνηση του πολυπαραγοντικού προβλήματος της υπογεννητικότητας. «Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε το Εργαστήριο Διαχείρισης Κινδύνων και Ασφαλίσεων του Τμήματος Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς για την πολύτιμη συνεργασία και τον Όμιλο Eurolife ERB που έκανε αυτήν την έρευνα πραγματικότητα. Αυτές οι συνέργειες μεταξύ του επιχειρηματικού τομέα, της επιστημονικής κοινότητας και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων είναι σημαντικό να γίνονται για να μπορέσουμε να τεκμηριώσουμε και να προτείνουμε τις πιο ουσιαστικές λύσεις», επισήμανε.
Η κ. Κεφαλογιάννη υπογράμμισε ότι «είναι πολύ σημαντικό που ο ιδιωτικός τομέας, θεσμικοί και επιστημονικοί φορείς συνεργάζονται με ΜΚΟ για να πάνε τον τόπο μπροστά. Ως πρέσβης είμαι δίπλα σε όλους σας» και εξέφρασε το ενδιαφέρον της για τα αποτελέσματα της έρευνας.
Η εισαγωγή για την έρευνα παρουσιάστηκε από τον Μιλτιάδη Νεκτάριο (καθηγητή Ασφαλιστικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Πειραιώς) η ανάλυση της έρευνας από τον Παναγιώτη Ξένο (διδάσκων Πανεπιστημίου Πειραιώς), ενώ τα συμπεράσματα της έρευνας παρουσίασε ο καθηγητής Αθανάσιος Κυριαζής.
Οι παράγοντες
Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα το πρόβλημα της υπογεννητικότητας εκτείνεται σε όλη τη χώρα και αποτυπώνεται ανάλογα με τις διαμορφωμένες ανάγκες σε τρεις γεωγραφικές ζώνες-περιοχές: Στις ακριτικές, ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές, στις ημιαστικές περιοχές, και στις αστικές περιοχές.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, το υψηλό κόστος προγεννητικού ελέγχου, το υψηλό κόστος τοκετού και ελέγχου της κύησης είναι βασικοί λόγοι που απαντώνται στην έρευνα στις ακριτικές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές, ενώ π.χ. η δυσκολία πρόσβασης σε βρεφονηπιακό σταθμό στις ημιαστικές περιοχές. Είναι βέβαιο ότι απαιτούνται μέτρα οικονομικής υποστήριξης στις μητέρες και αποτελεί αξιοσημείωτη αναφορά το στοιχείο ότι, « ...όσο αυξάνονται οι οικονομικές απολαβές μίας γυναίκας, μειώνεται ο αριθμός των βρεφών που γεννάει. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται και στις δυτικές χώρες με την αύξηση των εργασιακών επιλογών των γυναικών» (Chabé-Ferret, 2019).
Οι παράγοντες που συντελούν στην αποδόμηση κάθε επιθυμίας για τεκνοποίηση, επηρεάζοντας ένα ζευγάρι να μην αποκτήσει παιδιά, ποικίλουν, αλλά κυρίως συνοψίζονται: O πρώτος, η αβεβαιότητα, στον εργασιακό χώρο. Ο δεύτερος παράγοντας έχει τρεις διαστάσεις: Τη διαθεσιμότητα υπηρεσιών υγείας, την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας. Ο τρίτος και κυριότερος παράγοντας είναι ο οικονομικός, αφενός λόγω της οικονομικής κρίσης αφετέρου λόγω της μεγάλης σημασίας που έχει το οικογενειακό εισόδημα κατά τη διάρκεια της ζωής ενός παιδιού, όπως και ο παράγοντας του διαθέσιμου χρόνου που αποτελεί έναν περιορισμό κυρίως στα πρώτα χρόνια ζωής των παιδιών. Συνεπώς, η επίπτωση του εισοδήματος έχει έναν πιο μακροχρόνιο ορίζοντα.
Το 86% των ενδιαφερόμενων θα προχωρούσε άμεσα σε διαδικασία τεκνοποίησης, εφόσον καλύπτονταν οι ιατρικές δαπάνες κύησης και τοκετού.
Ο στόχος της μελέτης επικεντρώνεται στη διερεύνηση όλων των παραγόντων που επηρεάζουν τη γονιμότητα των νέων ζευγαριών και η συγκεκριμένη έρευνα-μοντέλο μελέτης έχει διεξαχθεί σε υποσύνολο του πληθυσμού, με εκπεφρασμένο ενδιαφέρον για την έναρξη της διαδικασίας τεκνοποίησης. Ένα σημαντικό εύρημα, όπως σημειώνεται, είναι ότι το 86% των ενδιαφερόμενων θα προχωρούσε άμεσα σε διαδικασία τεκνοποίησης, εφόσον καλύπτονταν οι ιατρικές δαπάνες κύησης και τοκετού.
Η δειγματοληψία της έρευνας πραγματοποιήθηκε την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2019 σε δείγμα 121 ενήλικων ατόμων, προερχόμενων από το αρχείο της αστικής μη κερδοσκοπικής οργάνωσης HOPEgenesis, και πρόκειται για ζευγάρια τα οποία συμμετείχαν σε προγράμματα επιδότησης για τη διαδικασία γέννησης παιδιού ή για ζευγάρια που ενδιαφέρονται να ενταχθούν μελλοντικά στα εν λόγω προγράμματα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η μεγαλύτερη προτεραιότητα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας έγκειται στην αναστροφή των πτωτικών τάσεων στη γονιμότητα του γηγενούς πληθυσμού. Όπως τονίζεται, για να επιτευχθεί αυτό πρώτη προϋπόθεση είναι η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη της χώρας, σε μακροχρόνια βάση. Στη συνέχεια, πρέπει να εκπονηθεί μία εθνική πολιτική οικονομικής ενίσχυσης των οικογενειών για τις δαπάνες εγκυμοσύνης και, κυρίως, τοκετού, καθώς και των δαπανών για βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Οι περιοχές με μικρό πληθυσμό, ακριτικές ηπειρωτικές με δύσκολη πρόσβαση σε δομές υγείας και ακριτικά νησιά, αλλά και ορεινές ημιαστικές περιοχές παρουσιάζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα υπογεννητικότητας. Και αυτό γιατί οι κεντρικές δομές υγείας, λόγω της γεωγραφικής ιδιαιτερότητάς τους, αδυνατούν να προσφέρουν ικανοποιητικές υπηρεσίες υγείας σε αυτές τις περιοχές. Η τοπική παρουσία γυναικολόγου ή μαίας, ακόμα και υποτυπώδους κέντρου υγείας, είναι αδύνατη, ενώ η παρουσία του αγροτικού γιατρού δεν δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας και ηρεμίας στις γυναίκες, προκειμένου να πάρουν τη δύσκολη απόφαση για εγκυμοσύνη. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι υπάρχει μία τελείως διαφορετική προσέγγιση σε αυτές τις γυναίκες, οι οποίες στην πλειοψηφία τους είναι νέες και υγιείς τη στιγμή που παίρνουν την μεγάλη απόφαση να κάνουν ένα παιδί, όπως αναφέρεται στη μελέτη.
Το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν αφορά τις γυναίκες κατοίκους ημιαστικών και αστικών περιοχών, όπου οι δομές υγείας είναι ικανοποιητικές όσον αφορά τόσο στην απόσταση όσο και στην ποιότητα της υπηρεσίας. Τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν είναι διαφορετικά, οικονομικού περιεχομένου, αλλά κυρίως στοιχείων που έχουν να κάνουν με τη σύνδεση της μητρότητας με τις συνθήκες και το κανονιστικό πλαίσιο της εργασίας, κάτι που φαίνεται και από τη συγκεκριμένη μελέτη.
Στις ακριτικές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές υπάρχει πρόβλημα επάρκειας ιατρικών υπηρεσιών κατά τη φάση της εγκυμοσύνης καθώς και του τοκετού. Σε αυτές τις περιοχές χρειάζεται σαφέστατη ενίσχυση των ιατρικών υπηρεσιών, είτε μέσω κεντρικών δομών υγείας είτε μέσω οργανισμών-φορέων που υποστηρίζουν ιατρικά αυτές τις περιοχές. Απαιτείται οικονομική υποστήριξη για τα σχετικά ιατρικά έξοδα κατά την εγκυμοσύνη και τον τοκετό, αλλά δεν είναι έντονο το πρόβλημα της έλλειψης βρεφονηπιακών σταθμών.
Στις ημιαστικές περιοχές υπάρχει διαθεσιμότητα κατάλληλων ιατρικών υποδομών, αλλά επιζητείται οικονομική ενίσχυση για ιατρικές δαπάνες κύησης και τοκετού, και, κατά περίπτωση, για δαπάνες βρεφονηπιακών σταθμών, προκειμένου να πάρουν τη δύσκολη απόφαση να δημιουργήσουν οικογένεια.
Στις αστικές περιοχές το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι τα πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, καθώς και οι περιορισμοί που επιβάλλει το εργασιακό περιβάλλον στις γυναίκες που θα επιθυμούσαν να τεκνοποιήσουν. Απαραίτητη προϋπόθεση για τεκνοποίηση είναι η κάλυψη των ιατρικών δαπανών κύησης και τοκετού, καθώς και οι δαπάνες βρεφονηπιακών σταθμών. Επίσης, πρέπει να επανεξεταστεί το πλαίσιο που διασυνδέει τη μητρότητα με την εργασία στις ημιαστικές και αστικές περιοχές, ακολουθώντας διαδικασίες και δομές δοκιμασμένες από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να υποστηριχθεί η μητρότητα παράλληλα με την εργασία. Σε αυτόν τον τομέα, η χώρα μας υστερεί σημαντικά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Τα συμπεράσματα δείχνουν ότι δεν υπάρχουν γενικές λύσεις για όλες τις περιπτώσεις σε σχέση με τον γηγενή πληθυσμό, αλλά θα πρέπει να σχεδιαστούν επιμέρους πολιτικές για τη βελτίωση του δείκτη γεννήσεων ανάλογα με το επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των περιφερειών της χώρας. Οι πολιτικές υγείας οφείλουν να στοχεύουν στο να αυξάνουν το σχετικό εισόδημα, το οποίο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της γεννητικότητας. Και οι πολιτικές προσαρμογές οφείλουν να στοχεύουν στην αύξηση του σχετικού εισοδήματος, ώστε να μειώσουν το οικονομικό φορτίο των νοικοκυριών.
Για την ανατροπή της υπογεννητικότητας του πληθυσμού στη χώρα θα πρέπει να εκπονηθεί μία συνολική στρατηγική, που θα βασίζεται στο γεγονός της υπερεπάρκειας πόρων από την πλευρά της «προσφοράς υπηρεσιών υγείας» με μία πολιτική οικονομικής υποστήριξης και υποδομών.
Η HOPEgenesis είναι αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε το 2015 με στόχο τη μεταβολή του κλίματος της υπογεννητικότητας που μαστίζει την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, αναλαμβάνοντας την οικονομική στήριξη των γυναικών που κατοικούν σε ακριτικά νησιά και απομονωμένα ηπειρωτικά χωριά της χώρας, οι οποίες επιθυμούν να τεκνοποιήσουν ή ήδη κυοφορούν.