Την πολιτική απόφαση η ίδρυση νέων τμημάτων ΑΕΙ να μην υπαγορεύεται από μικροπολιτικούς λόγους έλαβε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, δίνοντας το πράσινο φως για τη μη λειτουργία 37 νέων τμημάτων από το 2021. Η απόφαση εντάσσεται στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια της κυβέρνησης, ιδιαίτερα στον χώρο της Παιδείας, με στόχο να αντιμετωπιστούν χρόνιες στρεβλώσεις. Eτσι, η κυβέρνηση στέλνει το μήνυμα ότι δεν φοβάται το κοντόθωρο πολιτικό κόστος, αφού παραδοσιακά κάθε αναφορά σε αναστολή λειτουργίας ή κατάργηση πανεπιστημιακού τμήματος προκαλούσε οξύτατες αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες και «περιφερειακά» ενδιαφερόμενους.
Ειδικότερα, η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα αναπτύχθηκε με μια τακτική που συμπυκνώθηκε στο σύνθημα «κάθε πόλη και ΑΕΙ». Δηλαδή, δημιουργήθηκαν όχι μόνο τμήματα, αλλά και νέα πανεπιστήμια και ΤΕΙ με ψηφοθηρική στόχευση και χωρίς πολιτική «αιδώ», από διάφορους υπουργούς Παιδείας από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, αρχικά με την αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Ο κ. Γαβρόγλου
Λίγο πριν από τις φετινές εθνικές εκλογές, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διά του αρμόδιου υπουργού Παιδείας, Κώστα Γαβρόγλου, ίδρυσε 133 νέα τμήματα –105 αποτελούσαν μετεξέλιξη τμημάτων ΤΕΙ και 28 ήταν εντελώς καινούργια–, τα περισσότερα με έδρα στην περιφέρεια. Αυτά άρχισαν να λειτουργούν από τον Οκτώβριο, δηλαδή κατά το τρέχον ακαδημαϊκό έτος. Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό χάρτη της Ελλάδας, συνολικά 55 πόλεις –πρωτεύουσες νομών και κωμοπόλεις– διαθέτουν ένα τουλάχιστον πανεπιστημιακό τμήμα. Σε 15 πόλεις υπάρχει μόνο ένα τμήμα, ενώ σε επτά πόλεις υπάρχουν δύο τμήματα. Μεταξύ των παράδοξων είναι ότι υπάρχουν τμήματα σε πόλεις που ανήκουν σε άλλη Περιφέρεια από εκείνη του πανεπιστημίου τους. Ενδεικτικά, τμήμα στο Καρπενήσι της Στερεάς Ελλάδας ανήκει στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αντίθετα, το τμήμα στη Λαμία (επίσης Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας) ανήκει στο Παν. Θεσσαλίας. Ετσι, ακυρώνεται το επιχείρημα για ισχυρούς ακαδημαϊκούς πόλους ανά Περιφέρεια. Συνολικά, η Ελλάδα διαθέτει 23 πανεπιστήμια και ένα ΤΕΙ, με 430 τμήματα.
Μάλιστα, η προηγούμενη κυβέρνηση αποφάσισε να λειτουργήσουν το 2020 ή το 2021 άλλα συνολικά 37 νέα τμήματα –πολλά εκ των οποίων «ψηφίστηκαν» ύστερα από βουλευτικές τροπολογίες, κάποιες εκπρόθεσμες–, προσθέτοντας στον ακαδημαϊκό χάρτη ακόμη έξι πόλεις. Μεταξύ των αντικειμένων τους ήταν η υδροβιολογία, η διαιτολογία, η γεωλογία, οι ανατολικές γλώσσες και πολιτισμοί, η μουσειολογία, η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση ενηλίκων, ο εναλλακτικός τουρισμός.
Με απόφαση του Μεγάρου Μαξίμου, η λειτουργία των 37 αυτών τμημάτων ανεστάλη, ώστε να επανεξεταστεί με ακαδημαϊκά κριτήρια.
Συγκεκριμένα, τα 37 τμήματα θα είχαν έδρα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ψαχνά Ευβοίας, Ηράκλειο Κρήτης, Φλώρινα, Βόλο, Ιωάννινα, Αμφισσα, Καβάλα, Εδεσσα, Ιεράπετρα, Αγιο Νικόλαο, Αρτα, Αγρίνιο, Πύργο, Ηγουμενίτσα, Αιγάλεω, Λευκάδα, Ληξούρι, Ρέθυμνο, Χανιά, Καρδίτσα, Λαμία, Κοζάνη, Γρεβενά, Καστοριά, Αργος, Σπάρτη και Τρίπολη.
Σύμφωνα με την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας –υπουργός η Νίκη Κεραμέως και αρμόδιος υφυπουργός ο Βασίλης Διγαλάκης–, τα εν λόγω τμήματα δημιουργήθηκαν χωρίς συγκεκριμένα ακαδημαϊκά κριτήρια, χωρίς μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας, χωρίς καν την προηγούμενη γνώμη της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ), παρότι ο νόμος προέβλεπε τη συμβολή της.
Βέβαια, δεν αποκλείεται να πάρουν πράσινο φως τμήματα των οποίων «πάγωσε» η λειτουργία. Με βάση τον σχεδιασμό του υπουργείου, η τύχη τους θα εξετασθεί από τη νέα ενισχυμένη ΑΔΙΠ στη βάση ακαδημαϊκών κριτηρίων και μετά την εκπόνηση των αναγκαίων μελετών σκοπιμότητας και βιωσιμότητας.
Υπό αυτό το πρίσμα, εξάλλου, δεν αποκλείεται να τεθεί θέμα αναδιάταξης του ακαδημαϊκού χάρτη εν συνόλω, αφού η Ελλάδα έχει μεγάλο αριθμό ΑΕΙ σε σχέση με τον πληθυσμό της. Η κυβέρνηση μεταδίδει το μήνυμα ότι τα πολιτικά κέρδη από την ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σταθερά, ποιοτικά θεμέλια είναι μεγαλύτερα από το όποιο πρόσκαιρο πολιτικό κόστος.
Η αξιολόγηση
Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας φέρεται να ενημέρωσε τις πρυτανικές αρχές των ΑΕΙ στα οποία επρόκειτο να λειτουργήσουν τα 37 τμήματα, για την απόφασή της να επανεξεταστεί η έναρξη λειτουργίας τους από την Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ). Μάλιστα, στελέχη του υπουργείου έλεγαν ότι η πλειονότητα των πρυτάνεων είδε θετικά την απόφαση. Αλλωστε, δεν είναι σίγουρο ότι τελικά και τα 37 θα... κοπούν. Ενδεικτικά, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Θάνος Δημόπουλος δήλωσε στην «Κ» ότι το ΕΚΠΑ έλαβε διαβεβαιώσεις από το υπ. Παιδείας πως δεν θα καταργηθούν τα νέα τμήματα. Σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό, τα τρία τμήματα –Διατροφής και Διαιτολογίας, Τουριστικών Σπουδών και Εναλλακτικού Τουρισμού, και Εκπαίδευσης Ενηλίκων– επρόκειτο να λειτουργήσουν από το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021. Πλέον, μετά την απόφαση του υπουργείου τα προγράμματα σπουδών αυτών των τμημάτων, τα ακαδημαϊκά κριτήρια δημιουργίας τους, οι απαιτούμενες μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας θα υποβληθούν στην ΑΔΙΠ. Βέβαια, το Ιδρυμα ανέφερε πως «γνωρίζοντας για τα τμήματα του ΕΚΠΑ τις μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας, τον σχεδιασμό τους και τα προγράμματα σπουδών τους, που είναι σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, θεωρεί ότι θα λάβουν τις σχετικές εγκρίσεις». Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η διαδικασία αξιολόγησης θα ολοκληρωθεί μέχρι την άνοιξη του 2020, ώστε να συμπεριληφθούν τα τμήματα στο μηχανογραφικό δελτίο των εξετάσεων του 2020.
Αντιδράσεις προκαλεί το κύμα μετεγγραφών φοιτητών
Εκτίναξη του αριθμού μετεγγραφών φοιτητών από τα περιφερειακά προς τα κεντρικά ΑΕΙ αναμένεται φέτος. Ο τελικός αριθμός θα ξεπεράσει τις 10.000, ο μεγαλύτερος αριθμός της τελευταίας τετραετίας. Το κύμα των μετεγγραφών προκαλεί αντιδράσεις στα ΑΕΙ, τόσο στα περιφερειακά που αποψιλώνονται από φοιτητές όσο και στα κεντρικά, που ασφυκτιούν από τη μεγάλη αύξηση του τελικού αριθμού των φοιτητών τους. Στο πλαίσιο αυτό, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας εξετάζει νέο σύστημα μετεγγραφών, το οποίο θα ισχύσει από το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021. Σε αυτό, εκτός από το ποσοτικό όριο των μετεγγραφών επί του αριθμού των εισακτέων κάθε τμήματος, θα υπάρχει και βαθμολογικό όριο.
Ειδικότερα, την προσεχή εβδομάδα αναμένεται να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των φετινών μετεγγραφών. Φέτος, κατετέθησαν περί τις 14.300 αιτήσεις. Το 2018 υποβλήθηκαν συνολικά 12.056 αρχικές αιτήσεις και πήραν μετεγγραφή συνολικά 8.982 φοιτητές. Από το 2016 παρατηρείται μια ετήσια αύξηση, η οποία φέτος αναμένεται να συνεχιστεί σημαντικά, σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου Παιδείας. Χαρακτηριστικά είναι, με βάση τις πληροφορίες της «Κ», τα φετινά στοιχεία για τις 14.300 αιτήσεις:
– Φέτος κατετέθησαν περίπου 1.800 περισσότερες αιτήσεις σε σχέση με το 2018 από φοιτητές, που θα αξιολογηθούν με βάση τη μοριοδότηση από τα οικονομικά (οικογενειακό ετήσιο εισόδημα) και τα κοινωνικά κριτήρια (ορφανός φοιτητής, μέλος τρίτεκνης - πολύτεκνης οικογένειας, μη αναγνωρισμένο τέκνο άγαμης μητέρας). Πέρυσι είχαν κατατεθεί περί τις 8.700 αιτήσεις και φέτος 10.500. Οι αιτούντες της κατηγορίας γίνονται δεκτοί μέχρι να συμπληρωθεί το 15% του αριθμού των εισακτέων.
– Κατατέθηκαν 3.800 αιτήσεις από φοιτητές που εισήχθησαν σε σχολή μακριά από το πατρικό τους και έχουν αδελφό που σπουδάζει σε άλλη πόλη. Ο αριθμός είναι αυξημένος κατά περίπου 500, και οι αιτήσεις γίνονται αυτοδίκαια δεκτές, φτάνει να υπάρχουν τα σχετικά δικαιολογητικά.
Στελέχη του υπουργείου Παιδείας αναφέρουν ότι με βάση την αύξηση των αιτήσεων κατά 2.300, ο αριθμός των μετεγγραφών θα ξεπεράσει τις 10.000. Πέρυσι πήραν μετεγγραφή συνολικά 8.982 φοιτητές. Επίσης, υπάρχει και η κατηγορία των κατ’ εξαίρεση μετεγγραφών (για ειδικούς λόγους, συνήθως υγείας), τις αιτήσεις των οποίων εξετάζει ειδική επιτροπή.
Βέβαια, πάγιο αίτημα των ΑΕΙ είναι να τεθεί φραγμός στις μετεγγραφές. «Το πρόβλημα απασχολεί την ακαδημαϊκή κοινότητα και την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, οι κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης το κατέστησαν ακόμη πιο ακανθώδες. Από την άλλη πλευρά, οι αθρόες μετεγγραφές προκαλούν σειρά προβλημάτων στα πανεπιστημιακά τμήματα», ανέφερε, μιλώντας στην «Κ» για το θέμα, ο κ. Ξενοφών Κοντιάδης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έχει δεχθεί εισηγήσεις από ιδρύματα, το όριο του 15% επί του αριθμού των εισακτέων σε κάθε τμήμα, που υπάρχει για τις μετεγγραφές με οικονομικά-εισοδηματικά κριτήρια, να ισχύει για όλες τις κατηγορίες των μετεγγραφών. Από την άλλη, θα συνυπολογίζονται πλέον και οι βαθμοί των αιτούντων ώστε να μην παρατηρείται εισακτέοι με 10.000 μονάδες, διά της μετεγγραφής, να καταλήγουν σε άλλη σχολή με λ.χ. 18.000 μόρια, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται δύο κατηγορίες εισακτέων. Ενδεικτικό είναι ότι η βάση εισαγωγής στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας Καβάλας είναι 4.643 μονάδες, ενώ του αντίστοιχου τμήματος του ΟΠΑ είναι 17.959. Η βάση του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων στα Γρεβενά είναι 5.534 μονάδες και στη Θεσσαλονίκη 13.558. Στο υπ. Παιδείας έχει προταθεί ο φοιτητής να μπορεί να πάρει μετεγγραφή εάν έχει το 80% της βάσης του τμήματος υποδοχής.
Στο πλαίσιο αυτό, τα ΑΕΙ αντιδρούν και εξετάζουν ακόμη και την προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Σύμφωνα με τον κ. Κοντιάδη, «από άποψη συνταγματικού δικαίου πρόκειται για κλασική περίπτωση στάθμισης δικαιωμάτων και εννόμων αγαθών. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει μια σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων που επιτρέπουν ή επιβάλλουν ευνοϊκές ρυθμίσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων. Ωστόσο η διασφάλιση της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης και του υψηλού επιπέδου της ανώτατης εκπαίδευσης, σε συνάρτηση με τον σεβασμό των αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας, θέτουν φραγμούς στη ρύθμιση του ζητήματος με υπέρμετρη “γενναιοδωρία”. Τη δύσκολη αυτή στάθμιση καλείται να συγκεκριμενοποιήσει σήμερα το υπουργείο Παιδείας, λαμβάνοντας υπόψη επίσης το νέο τοπίο που διαμορφώθηκε μετά τη μετατροπή των ΤΕΙ σε πανεπιστήμια».