ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΕΛΛΑΔΑ

Αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα: Δεκτή ξανά η χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων

0

Σημαντικές αλλαγές έφερε η κατά πλειοψηφία υπερψήφιση των τροπολογιών του υπουργείου Δικαιοσύνης που ολοκληρώθηκε την Τετάρτη, αναφορικά με τον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Επανέρχεται η χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, ενώ σε ισχύ μπαίνει και η κατ’έγκληση πράξη της απιστίας τραπεζικών στελεχών. Χθες το βράδυ, το Σχέδιο Νόμου για τις τροποποιήσεις των δύο κωδίκων ψηφίστηκε με ευρεία πλειοψηφία, καθώς υπέρ της αρχής τάχθηκαν Νέα Δημοκρατία, Κίνημα Αλλαγής και Ελληνική Λύση, ενώ καταψήφισαν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και το ΜεΡΑ25.

Ιδιαίτερης σημασία κρίνονται αλλαγές οι οποίες έχουν να κάνουν με την Ποινική Δικονομία. Συγκεκριμένα, επανέρχεται -καθώς είχε πρόσφατα καταργηθεί- διάταξη με την οποία θα γίνεται δεκτό παρανόμως κτηθέντα υλικό από την δικαιοσύνη σε περιπτώσεις κακουργήματος είτε αφορά το αντικείμενο του οικονομικού εισαγγελέα είτε του εισαγγελέα διαφθοράς. Σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, επιτρέπεται στο πλαίσιο εκδίκασης πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, η αξιοποίηση μέσων που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών κατά παρέκκλιση του άρθρου 177 παρ. 2 του Κ.Π.Δ εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά σε πληροφορίες ή στοιχεία στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης, κατά τις κείμενες διατάξεις. Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κ. Τσιάρας, υποστηρίζοντας την σχετική τροπολογία, είχε αναφέρει: «θα γίνονται δεκτά από τον ανακριτή στην κύρια ανάκριση σε περιπτώσεις κακουργηματικού χαρακτήρα τα όποια κτηθέντα αποδεικτικά στοιχεία».

Δεκάδες είναι οι αλλαγές που έγιναν με πρωτοβουλία του υπουργείου Δικαιοσύνης σε διάφορες διατάξεις του νόμου 4619/2019 που μπήκε σε ισχύ από την 1η Ιουλίου. Ανάμεσα σε αυτές, το αδίκημα της απιστίας, το οποίο αναφορικά με τα τραπεζικά στελέχη διώκεται πλέον μόνο μετά από μήνυση. Υπεραμυνόμενος της διάταξης που προκάλεσε την αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Κ. Τσιάρας υποστήριξε ότι δεν μπορεί να επικρέμεται η δαμόκλειος σπάθη της αυτεπάγγελτης δίωξης πάνω από τα τραπεζικά στελέχη και τα στελέχη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, δεν μπορεί να ρυθμιστούν τα κόκκινα δάνεια.

Ειδικότερα, κατά την έκθεση επί του νομοσχεδίου, με το άρθρο 390 του Ποινικού Κώδικα ορίζεται ότι αν η απιστία στρέφεται «άμεσα» κατά τραπεζικού ιδρύματος, η δίωξη ασκείται μόνο κατ’ έγκληση. «Συμφώνως προς το άρθρο 115 του Ποινικού Κώδικα, έγκληση δικαιούται να υποβάλλει ο αμέσως παθών από την αξιόποινη πράξη. Εφόσον το τραπεζικό ίδρυμα είναι δικαιούχος υποβολής έγκλησης, αποτελεί, ούτως ή άλλως, τον φορέα του εννόμου αγαθού, δηλαδή της περιουσίας, εναντίον του οποίου στρέφεται άμεσα η πράξη. Συνεπώς, η λέξη «άμεσα» θα ήταν ορθότερο να διαγραφεί» καταλήγει.

Παράλληλα, η ολοκλήρωση της χθεσινοβραδινής διαδικασίας σηματοδοτεί και τροποποιήσεις σχετικά με τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από διαφορετικές αρχές, χωρίς την έκδοση απόφασης. Πλέον, απαιτείται μετά από την παρέλευση 18μηνου επικύρωση της απόφασης της Αρχής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Συγκεκριμένα, με διάταξη του προέδρου της Αρχής, η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ισχύει για 18 μήνες, και εφόσον παρέλθει αυτό το διάστημα τίθεται στην κρίση του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου -κατά περίπτωση- η επικύρωσή της ή μη.

«Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ ισχύουν και για την περίπτωση που η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου» αναφέρεται σχετικά στη σχετική διάταξη, και συνεχίζει: «Εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, οι διατάξεις του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια του εδαφίου α' της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ, διαβιβάζονται με τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης στον ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση.

Ο αρμόδιος ανακριτής ή το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο του προηγούμενου εδαφίου αποφαίνονται για την επικύρωση ή μη της διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του προηγούμενου εδαφίου, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις των παραγράφων 1-3 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018. Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου η διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες παύει αυτοδικαίως να ισχύει».

Επίσης, υπερψηφίστηκαν και οι ρυθμίσεις για αυστηροποίηση των ποινών στις περιπτώσεις βιασμού και παιδικού βιασμού. «Τα ποινικά αδικήματα της σεξουαλικής βίας τιμωρούνται με αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινές, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητά τους» αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση.

Τέλος, αναφορικά με τις ποινές για διακινητές παράτυπων μεταναστών η σχετική έκθεση εξηγεί: «η εξαίρεση των εγκλημάτων που αφορούν στην παράνομη μεταφορά μεταναστών από την προβλεπόμενη στο άρθρο 463ΠΚ μείωση των ποινών, επιβάλλεται από το γεγονός ότι η ενδεχόμενη μείωση των ποινών αυτών, θα συμβάλει στην αύξηση της ήδη υψηλής, παράνομης διακίνησης μεταναστών, η οποία αποτελεί διαχρονικά σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα παγκοσμίως, το οποίο στην παρούσα χρονική στιγμή παρουσίαζει ιδιαίτερη ένταση».

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ