- Με ομιλία του ο Μιχάλης Τρούλης ανέδειξε το σημαντικό μνημείο
Η ανάγκη διενέργειας ανασκαφικού έργου, διάσωσης και ανάδειξης του κάστρου του Αλέξιου Καλλέργη στο Καστρί Μυλοποτάμου, τονίστηκε ιδιαίτερα στην εκδήλωση που έγινε την Κυριακή 26 Αυγούστου στην θέση Απανωκάστρι στο πλαίσιο του φεστιβάλ Ταλλαία 2018. Ο καθηγητής και πρόεδρος της εφορείας της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου κ. Μιχάλης Τρούλης, μέσα από την ομιλία του, ανέδειξε την σπουδαιότητα του μνημείου και στην συνέχεια ομόφωνα οι παρευρισκόμενοι εξέδωσαν ψήφισμα, με αίτημα την διάσωση και την αξιοποίηση του μνημείου.
Το Καστρί είναι οικισμός της Τοπικής Κοινότητας Αγίου Μάμαντος Ρεθύμνου, της δημοτικής ενότητας Γεροποτάμου, του Δήμου Μυλοποτάμου.
Το Καστρί είχε επιλεγεί από τον Αλέξιο Καλλέργη ως αφετηρία της μεγάλης πορείας του.
Στην ομιλία του ο κ. Τρούλης είπε μεταξύ άλλων, ότι, «Η αναφορά του οικισμού σε έγγραφα του Δουκικού Αρχείου του Χάνδακα την περίοδο 1368-1382 τοποθετεί την ίδρυσή του νωρίτερα από τους άλλους οικισμούς που συγκροτούν την Τοπική Κοινότητα του Αγίου Μάμαντα. Σε ένα από τα έγγραφα αυτά, του 1374, αναφέρεται ότι τα πεζικά και ιππικά φέουδα ανήκαν στον Αλέξιο Καλλέργη και στους απογόνους του, έως και το 1341,είκοσι χρόνια από τον θάνατό του.»
Εξειδικεύοντας στην ιστορία του κάστρου, ο κ. Τρούλης είπε πως «Το κάστρο του Μυλοποτάμου, (το (Α) Πάνω Καστρί, το Απανωκάστρι, το Πανωκάστρι), όπως ακούγεται από τους κατοίκους, στο Κέντρο της Κρήτης, ένα σπουδαίο μνημείο, εγκαταλειμμένο στον χρόνο, άγνωστο στους περισσότερους, βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον οικισμό Καστρί, της Τοπικής Κοινότητας του Αγίου Μάμαντος. Χρονολογείται από την πρώτη περίοδο της βενετοκρατίας και είναι από τα σημαντικότερα κέντρα εκείνης της περιόδου, προσβάσιμο από τον Κάτω, τον Μέσα και τον Πάνω Μυλοπόταμο. Είναι ο περίοπτος, ο περίβλεπτος ομώνυμος λόφος, η «Ακρόπολη» του Μυλοποτάμου. Αυτόν τον χώρο επέλεξε ο Αλέξιος Καλλέργης, ο γνωστότερος και δυναμικότερος όλων των Καλλέργηδων, τον 13ο αιώνα, ως τόπο κατοικίας και ορμητήριο αγώνων κατά των Βενετών και Ελλήνων ανταγωνιστών του. Εκτός από τον Μεγάλο Άρχοντα, με τον χώρο συνδέθηκαν και οι δικοί του άνθρωποι, η οικογένειά του, η σύζυγός του Ειρήνη Σκορδιλοπούλα, οι έξι γιοι τους (Μάρκος, Ιωάννης, Γεώργιος, Λέων, Ματθαίος, Ανδρέας) και η μοναχοκόρη τους Αγνή, οι φίλοι, οι συνεργάτες και οι υποτακτικοί του, όλοι αυτοί που βοήθησαν να κτιστεί και να οχυρωθεί το κάστρο, απ’ όπου ο Αλέξιος μπορούσε να ελέγχει σχεδόν ολόκληρη την Κρήτη. Πάρα τη σημαντικότητα, τη λειτουργικότητα και τη χρηστικότητά του κατά την πρώιμη βενετοκρατία, το κάστρο με τον χρόνο εγκαταλείφθηκε και λησμονήθηκε η προσφορά του. Ίσχυσε και γι’ αυτό ο κανόνας, «ό,τι ερημώνεται, ερειπώνεται!». Έτσι έμεινε άγνωστο στα νεότερα χρόνια, παρά τα σωζόμενα απομεινάρια του στη βραχώδη ισχυρή θέση πάνω από τον οικισμό Καστρί, από την εποχή της οικοδόμησής του, τον 13ο αιώνα!
Στις πληροφορίες που διασώζει ο χρονικογράφος Leonardo de Monacis αναφέρεται ότι ανάμεσα στα οχυρωμένα χωριά από τους επαναστάτες του 13ου και 14ου αιώνα ήταν και το Καστρί στην επαρχία Μυλοποτάμου. Μάλιστα αφήνεται να εννοηθεί ότι αυτό ανήκε τότε στους Καλλέργηδες… αν και λίγο μετά μιλάει για την υποταγή του στον Βενετό διοικητή.
Σε σχετικό λήμμα, ο G. Gerola, το 1904, αναφέρει ότι επισκέφτηκε το Καστρί, στην επαρχία Μυλοποτάμου, και είδε στον διπλανό λόφο, που ονομάζεται Απάνω Καστρί, να υπάρχουν ερείπια από «ένα φρούριο και ένα εκκλησάκι», όπου διακρίνονται λαξευμένοι θυραιοί των Καλλέργηδων. Δεν υπάρχει αμφιβολία λοιπόν ότι σε αυτή τη θέση παραπέμπουν τα λόγια του χρονικογράφου.»
Ειδική αναφορά έγινε στον Ι.Ν. της Παναγίας της Απανωκαστριανής για την οποία ο καθηγητής κ. Τρούλης είπε μεταξύ άλλων, ότι «είναι κτισμένος πάνω στα θεμέλια παλαιότερου, και ασφαλώς μικρότερου. Οι τοιχογραφίες του, κάτω από τον ασβέστη, όπως έδειξε πρόσφατη δοκιμαστική τομή, είναι καλής ποιότητας και χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Η αψίδα του ιερού είναι διακοσμημένη με τοξύλια και τρία οικόσημα των Καλλέργηδων, που επιβεβαιώνουν την ιστορικότητα του μνημείου.
Στους δίκλιτους θολοσκέπαστους ναούς που εμφανίζονται για πρώτη φορά στην Κρήτη κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, με ένα κύριο κλίτος και ένα δεύτερο πλάγιο, αρκετά στενότερο και χαμηλότερο, η Όλγα Γκράτζιου εντάσσει και τον ναό της Παναγίας της Πανωκαστριανής, στο κέντρο της άλλοτε οχυρωμένης θέσης, πάνω στον λόφο του μεσαιωνικού οικισμού. μάλιστα τον παρουσιάζει ως ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα αυτής της αρχιτεκτονικής μορφής. Ο ναός της Παναγίας της Πανωκραστριανής, σε σύγκριση με άλλους της ίδιας αρχιτεκτονικής μορφής, είναι ασυνήθιστα μεγάλος και εντυπωσιακός.»
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΡΧΩΝ
«Ο Αλέξιος Καλλέργης άφησε έντονα τα ίχνη του στο Καστρί, στο Πανωκάστρι, στο Κάστρο του Μυλοποτάμου και στο ναό της Παναγίας Πανωκαστριανής.» είπε ο κ. Τρούλης για να συμπληρώσει, ότι «Μέγας Άρχων ήταν η επωνυμία που του απέδιδαν οι Βενετοί και την αποδέχονταν οι Κρητικοί. Άνδρας γενναίος, δραστήριος, φιλόδοξος, κάτοχος κολοσσιαίας περιουσίας, διέθετε πολυτελές μέγαρο στον Χάνδακα, κέντρο συνάντησης των μεγάλων αρχόντων της Κρήτης, Ελλήνων και Βενετών, και καταφύγιο των φτωχών, απολάμβανε τον σεβασμό όλων. Σε ευρύτερης κλίμακας δράση ο Αλέξιος Καλλέργης εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1262, στην επανάσταση των Χορτάτζηδων, των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών, και ακολούθησε από την αρχή καιροσκοπική πολιτική, άλλοτε ως φίλος και άλλοτε ως πολέμιος των Βενετών.
Η στάση του απέναντι στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Παλαιολόγο, την ίδια περίοδο, δεν ήταν καθόλου φιλική. δεν του το επέτρεπε ο έντονος φιλοβενετισμός του και ο στόχος του να αποσπάσει νέα προνόμια από τους κατακτητές… Κι όταν τα αδέλφια Γεώργιος και Θεόδωρος Χορτάτζης, το 1272, ξεσήκωσαν για άλλη μια φορά την Κρήτη… και η γαληνότατη κατέφυγε στον φίλο της Αλέξιο Καλλέργη για να τη βοηθήσει να βγει από το αδιέξοδο, εκείνος δελεάστηκε από τις νέες υποσχέσεις του βενετού δούκα, πίστεψε στη συγκυρία, που ευνοούσε την Κρήτη να αλλάξει δυνάστη, και συνέβαλε στην κατάπνιξη της επανάστασης, αλλά και στην απομάκρυνση των δύο αδελφών στο Βυζάντιο. Οι Βενετοί, παρόλο που ο Αλέξιος Καλλέργης παρέμενε πολύ ισχυρός, αθέτησαν τις υποσχέσεις τους, όπως το συνήθιζαν, και φέρθηκαν σκληρότερα στους επαναστάτες που είχαν παραμείνει στο νησί.
Ο Αλέξιος Καλλέργης πρέπει να μετάνιωσε για ό,τι είχε κάνει… και σκέφτηκε πως μόνος τρόπος τιμής και εξιλέωσης ήταν μια νέα επανάσταση με αρχηγό τον ίδιο! Η επανάσταση αυτή κατά της Βενετίας έμεινε στην ιστορία ως η επανάσταση του Αλέξιου Καλλέργη. Οι Κρητικοί ξέχασαν τη διαγωγή του στην προηγούμενη επανάσταση και έσπευσαν να συστρατευθούν μαζί του. Μπροστά στον γενικό ξεσηκωμό, η βενετική ηγεσία τον κήρυξε ένοχο εσχάτης προδοσίας και τον επικήρυξε ζωντανό ή νεκρό για 100 δουκάτα. Έτσι, ο ξεσηκωμός για τη μεγαλύτερη επανάσταση της κρητικής αριστοκρατίας κατά των Βενετών, που κράτησε 17 χρόνια (1282-1299), κυρίως για την απιστία των κατακτητών στην τήρηση των συμφωνιών προηγούμενων επαναστάσεων, έφθασε στην κορύφωσή του. Στο πλευρό του Αλέξιου Καλλέργη στάθηκαν οι επιφανέστεροι κρητικοί άρχοντες, όπως οι Γαβαλάδες, οι Βλαστοί, οι Βαρούχες, ακόμα και ο Μιχαήλ Χορτάτζης, συγγενής των ηγετών της προηγούμενης επανάστασης, θέτοντας όλοι πάνω από τους προσωπικούς λόγους το συμφέρον της Κρήτης.
Το κέντρο των επαναστατών ήταν ο Μυλοπόταμος και ορμητήριο το Πανωκάστρι, το Κάστρο του Μυλοποτάμου, αλλά παράλληλα ξεσηκώθηκε ολόκληρη η Κρήτη. Οι Βενετοί για να κάμψουν τους επαναστάτες άρχισαν μεγάλες βιαιοπραγίες με απίστευτη αγριότητα και τρομοκρατία.»
Η ΣΥΝΘΗΚΗ
Σύμφωνα με όσα είπε στην ομιλία του ο κ. Τρούλης, «το 1294 και το 1296 οι Βενετοί βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, όταν οι Γενουάτες επιχείρησαν να καταλάβουν τη Δυτική Κρήτη. Ταυτόχρονα με την κατάληψη και την πυρπόληση των Χανίων, ο Γενουάτης ναύαρχος Ντόρια ζήτησε τη βοήθεια του Αλέξιου Καλλέργη, με την υπόσχεση να τον αναγνωρίσει κληρονομικό ηγεμόνα στην Κρήτη. Ο Αλέξιος, που έψαχνε να βρει ευκαιρία συνδιαλλαγής με τους Βενετούς για μια έντιμη απεμπλοκή, αρνήθηκε να συνεργαστεί. Αυτή η στάση ήταν το πρώτο βήμα προσέγγισής του με τους Βενετούς. Ο Ιάκωβος Τιέπολο, δούκας ακόμα της Κρήτης, δέχθηκε διαπραγματεύσεις, γιατί και Βενετία δεν βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση. Ο νέος δούκας Μιχαήλ Βιτάλης ήρθε στο νησί με την πληρεξουσιότητα να ειρηνεύσει με τον Αλέξιο και να υπογράψει μαζί του συνθήκη. Οι διαπραγματεύσεις ήταν σκληρές και χρειάστηκαν αρκετοί μήνες για να καταλήξουν στο τελικό κείμενο της συνθήκης, το οποίο υπέγραψαν στις 28 Απριλίου 1299 από την πλευρά των Βενετών ο δούκας Μιχαήλ Βιτάλης και από την πλευρά των Κρητικών ο Αλέξιος Καλλέργης, οι δυο άνδρες που έκαναν και συμφώνησαν τις τελικές διαπραγματεύσεις. Ο Δούκας Μιχαήλ Βιτάλης έστειλε το τελικό κείμενο, με μια δική του έκθεση, στη βενετική σύγκλητο, η οποία το ενέκρινε και το επικύρωσε αμέσως.»
Οι κυριότεροι όροι της συνθήκης είναι:
- Παραχώρηση αμνηστίας σε όλους τους επαναστάτες και επιστροφή των περιουσιών που είχαν δημευθεί.
- Αναγνώριση στον Αλέξιο όλων των δικαιωμάτων, που είχε πριν από την επανάσταση, και παραχώρηση ακόμα τεσσάρων καβαλλαριών (δηλαδή στρατιωτικών τιμαρίων και ιπποτικών φέουδων), δυτικά της Σκάλας του Στρούμπουλα, μέχρι τον Μυλοπόταμο κ.ά. Επίσης, του δόθηκε το δικαίωμα να αγοράζει κάθε χρόνο 15 πολεμικά άλογα… Το πολεμικό άλογο ήταν βασικό στοιχείο δύναμης, ασφάλειας και ετοιμότητας, μπροστά σε κάθε κίνδυνο. Τα φέουδα και τα άλογα, ο Αλέξιος είχε το δικαίωμα να τα παραχωρεί σε φίλους και συνεργάτες του.
- Τα μοναστήρια, όσα ανήκαν στα φέουδα που παραχωρήθηκαν στον Αλέξιο, ήταν δικά του, αλλά με την υποχρέωση να πληρώνει το μίσθωμα που δινόταν και πριν από την επανάσταση. Η ενοικίαση των περιουσιών τους ήταν αποκλειστικό δικαίωμά του, μάλιστα χωρίς αυξήσεις στο ενοίκιο.
- Τα σταυροπηγιακά μοναστήρια της περιοχής παραχωρήθηκαν στον Αλέξιο αντί του ευτελούς ποσού των 10 υπερπύρων, που θα κατέβαλλε κάθε χρόνο στο Δημόσιο.
- Ο Αλέξιος αποκτούσε ακόμα το δικαίωμα, σε περίπτωση που δεν υπήρχε ορθόδοξος επίσκοπος στην Κρήτη, να φροντίσει να έρθει ένας… Η συνθήκη παρείχε τη δυνατότητα, τουλάχιστον για ένα διάστημα, να υπάρχει στην Κρήτη και ορθόδοξη επισκοπή… Ο Αλέξιος είχε ζητήσει να διοριστεί ορθόδοξος επίσκοπος στην επισκοπή Αρίου που χήρευε… Είναι γνωστό ότι στην Κρήτη υπήρχαν μόνο Λατίνοι – καθολικοί επίσκοποι.
- Στον Αλέξιο παραχωρήθηκε και το δικαίωμα να μισθώνει τα μοναστήρια της Λατινικής Αρχιεπισκοπής, δυτικά του όρους Στρούμπουλα.
- Παραχωρήθηκε φορολογική ατέλεια για τα χρέη των επαναστατών, με τη δυνατότητα να πληρωθούν σε μια διετία…
- Επιτράπηκαν οι επιγαμίες Ελλήνων και Λατίνων, οι οποίες έθεσαν τις βάσεις του εξελληνισμού των δυτικών και τη σταδιακή αφομοίωσή τους…
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΗ
Σύμφωνα με τον κ. Τρούλη, η φιλοβενετική στάση του Αλέξιου εξόργισε πολλούς επιφανείς Κρητικούς, όπως οι Χορτάτζηδες, οι Μελισσηνοί κ.ά., οι οποίοι τον κατηγόρησαν για ιδιοτέλεια και προδοσία και προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν στον Μυλοπόταμο. Ο ίδιος τόνισε, ότι η στάση των Λατίνων δεν ήταν διαφορετική, ο πάπας Κλήμης ο Ε’ απέρριψε τη συνθήκη το 1307, οκτώ χρόνια μετά την υπογραφή της, στα σημεία που αφορούσαν στην εκκλησία και ειδικότερα στην παραχώρηση ή εκμετάλλευση των επισκοπών στον Αλέξιο Καλλέργη και κατηγόρησε τους Βενετούς ότι «έπεσαν τόσο χαμηλά» ώστε να καταδεχθούν να υπογράψουν συνθήκη με ένα Γραικό. Ο δόγης, βέβαια, δεν έδωσε σημασία στον πάπα και έμεινε πιστός στην πάγια πολιτική του, τηρώντας ακριβώς τους όρους της συνθήκης. Αλλά και ο Αλέξιος πιστός στον όρκο του, συγκίνησε τους Βενετούς, οι οποίοι τον έγραψαν στο libro d’oro της βενετικής αριστοκρατίας. Η οικογένεια του Αλέξιου Καλλέργη, του Άρχοντα του Μυλοποτάμου, ήταν η μόνη Ελληνική οικογένεια που έφερε τον τίτλο του nobile veneto (ευγενής βενετός) και τον διατήρησε σε όλη την περίοδο της Βενετοκρατίας στην Κρήτη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Αλέξιος τα έζησε στο Ηράκλειο (Χάνδακας). Προαισθανόμενος τον θάνατό του άφησε απόλυτους κληρονόμους τους γιους του Μάρκο, Λέοντα, Ανδρέα και Γεώργιο, τους οποίους όρκισε να έχουν πίστη στη συνθήκη με τους Βενετούς. Πέθανε το 1321 και ενταφιάστηκε στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών του Χάνδακα… Η κηδεία του στοίχισε 35 χιλιάδες υπέρπυρα. Και η Αγνή, η κόρη του Αλέξιου, η οποία παντρεύτηκε τον βενετοκρητικό άρχοντα Ιάκωβο Κορνάρο (Κορναράκης), εκτελεστή της διαθήκης της (1331), μετά τη συνθήκη του 1299 εγκατάλειψε το Καστρί και έζησε το υπόλοιπο της ζωής της στον Χάνδακα.