Η αναστυλωμένη Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Βωσάκου, αποτελεί σήμερα ένα μεγάλο προσκύνημα του Τιμίου Σταυρού αλλά και ένα «ζωντανό» μουσείο ιστορίας και αρχιτεκτονικής, μέσα στο απαράμιλλης ομορφιάς φυσικό τοπίο των Ταλέων Ορέων στον Μέσα Μυλοπόταμο.
Σήμερα, τίποτα δεν θυμίζει τα ερείπια που υπήρχαν εκεί το 1997, οπότε ξεκίνησαν τα έργα της αναστύλωσης. Ο προσκυνητής θα πρέπει να περάσει ώρες πολλές, θαυμάζοντας την άρτια εργασία που έχει γίνει για την διαφύλαξη του αρχιτεκτονικού οικοδομήματος, την προστασία των μνημείων, την λειτουργικότητα τους για τις ανάγκες της αδελφότητας που μονάζει εκεί αλλά και το εκπληκτικό αποτέλεσμα της προσπάθειας του Ηγουμένου, Αρχιμανδρίτη π. Τιμόθεου Παναγιωτάκη να συλλέξει και να ξαναφέρει στο μοναστήρι τα κειμήλια, τα οποία είχαν διασκορπιστεί και εξαφανιστεί κατά τις δεκαετίες της εγκατάλειψης της μονής.
Το κειμηλιαρχείο του Βωσάκου, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ακόμα ένα εκκλησιαστικό μουσείο. Αποτελεί την ιστορία αυτού του μοναστηριού, καλά διατηρημένη και προστατευμένη σε ένα χώρο που έχει διαμορφωθεί κατάλληλα και προσφέρεται για επίσκεψη.
Μέσα σε διαφορετικές αίθουσες, η ιστορία πολλών αιώνων, παρουσιάζεται μέσα από κειμήλια που διασώθηκαν και «επέστρεψαν» στον φυσικό τους χώρο.
Το μουσείο του Βωσάκου, το «κειμηλιαρχείο» όπως ορθώς πρέπει να λέγονται οι χώροι που φυλάσσονται και προβάλλονται τα εκκλησιαστικά εκθέματα, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία επίσκεψης του Δήμου Μυλοποτάμου σήμερα.
ΤΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ
Η Μονή Βωσάκου είχε εγκαταλειφθεί το 1955. Τα περισσότερα κειμήλια της άρχισαν να καταστρέφονται και να εξαφανίζονται. Κάποια από αυτά διασώθηκαν το 1975 και για κάποια χρόνια φυλάσσονταν στο μουσείο της Μονής Αρσανίου. Τα περισσότερα είχαν κλαπεί και βρίσκονταν σε διάφορα σπίτια στην Κρήτη και αλλού.
Από τα πρώτα χρόνια της σύγχρονης αναστύλωσης, ξεκίνησε και η έρευνα για την περισυλλογή όσων κειμηλίων ήταν εφικτό. Το αποτέλεσμα απέδωσε καρπούς και είναι βέβαιο, πως σιγά – σιγά, θα βρεθούν και άλλα κειμήλια, των οποίων η θέση είναι στο μοναστήρι και εκεί πρέπει να επιστρέψουν.
Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει πολλά ιστορικά αντικείμενα να έχουν προστατευθεί σωστά και στο σύνολο τους να εκθέτονται με τρόπο κατάλληλο για να τα θαυμάσει κάποιος ένα – ένα.
Για παράδειγμα, στην αίθουσα του παλιού φούρνου της μονής θα δει πήλινα σκεύη, είδη αποθήκευσης ή παρασκευής της τροφής, εργαλεία και αντικείμενα, μοναδικού λαογραφικού ενδιαφέροντος.
Μπορεί επίσης να θαυμάσει εξαιρετικής τέχνης φορητές εικόνες, ξυλόγλυπτα, άμφια, Ιερά Σκεύη, Αντιμήνσια και καλύμματα ιερών σκευών, στις αντίστοιχες αίθουσες.
Σπάνια χειρόγραφα και εκδόσεις αλλά και εκκλησιαστικά βιβλία, συνθέτουν ένα σημαντικό μέρος του κειμηλιαρχείου ενώ όπλα και βόλια από την τουρκοκρατία και την Γερμανική κατοχή, πόρπες, νομίσματα, σφραγίδες και διάφορα μικροαντικείμενα της λειτουργικής ζωής της Μονής, έχουν την θέση τους στις προθήκες.
Εξαιρετικού ενδιαφέροντος είναι επίσης οι ενεπίγραφες πλάκες που βρέθηκαν και φυλάσσονται εκεί καθώς και άλλα λίθινα ή μαρμάρινα τμήματα της μονής που βρέθηκαν κατά το ανασκαφικό έργο της αναστύλωσης.
ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟ ΣΙΓΙΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΟΥΛΤΑΝΙΚΟ ΦΕΡΜΑΝΙ
Ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα κειμήλια είναι το Πατριαρχικό και Συνοδικό Σιγίλιο του 1875 και ένα Φερμάνι του Σουλτάνου Αμπντούλαζίζ του 1864. Βρισκόταν φυλαγμένα σε σπίτι της Κρήτης. Και εκείνοι, στην κατοχή των οποίων βρέθηκαν, τα επέστρεψαν!
Το πρώτο αποτελεί επιτίμιο του Πατριάρχη Ιωακείμ Β’ και εκδόθηκε εναντίον όσων διήρπαζαν και κατέστρεφαν την περιουσία των Μονών Βωσάκου και Χαλέπας.
Το δεύτερο, αποτελεί εντολή του Σουλτάνου με απαγορεύσεις στους εκτός μονής πολίτες να αναμιγνύονται στα ζητήματα της περιουσίας του μοναστηριού, αναγράφοντας μάλιστα αναλυτικά τα περιουσιακά στοιχεία που αναγνωρίζει στο Βώσακος.