Η εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ στην προεδρία των ΗΠΑ αναμένεται να σηματοδοτήσει σειρά αλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο. Άλλες από αυτές αντιμετωπίζονται με θετικό πρόσημο, άλλες προκαλούν ανησυχία και άλλες δημιουργούν προβληματισμούς και ερωτηματικά.
Το βέβαιο είναι πως ξεκινά μια νέα περίοδος, η οποία πολιτικά και οικονομικά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους πολιτικούς επιστήμονες που στην παρούσα συγκυρία αναλύουν προθέσεις και εξαγγελίες, ερμηνεύουν τάσεις προφανώς λαμβάνουν υπόψη την προηγούμενη θητεία του Ντόναλντ Τράμπ που άλλωστε χρονικά δεν είναι πολύ μακριά.
Μια ουσιαστική προσέγγιση των δεδομένων που διαμορφώνονται επιχειρήσαμε με τον Δρ Στυλιανό - Ιωάννη Τζαγκαράκη, πολιτικός επιστήμονα, Μέλος ΣΕΠ Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και Field Manager Κέντρου Πολιτικής Έρευνας και Τεκμηρίωσης Πανεπιστημίου Κρήτης, ο οποίος και δίνει απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα που τίθενται ενόψει της αλλαγής ηγεσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Για το τι ενδεχομένως αλλάξει σε παγκόσμιο επίπεδο και πως θα επηρεαστεί η χώρα μας, η συνέντευξη που ακολουθεί έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Τι μπορεί να σημαίνει για το παγκόσμιο γίγνεσθαι η εκλογή Τράμπ; Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η θετική και ποια η αρνητική προοπτική;
Θα ήθελα αρχικά να αναφέρω ότι η εκλογή Τράμπ δεν είναι έκλπηξη. Η πλειοψηφία των αμερικανών πολιτών ψήφισαν με βάση την οικονομία και στην προκειμένη περίπτωση ο Τράμπ ήταν εκείνος που άρθρωσε ένα στοχευμένο πρόγραμμα για την ανόρθωσή της, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη μείωση του πληθωρισμού. Στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, ο Τραμπ είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει αλλαγές και ίσως αναταράξεις, κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Ως προς το κλίμα, είναι βέβαιο ότι θα προβεί σε στροφή προς τη μη αναγνώριση της σημασίας της συμβολής των ΗΠΑ στην αναστροφή της κλιματικής αλλαγής, αφού, όπως ο ίδιος έχει υποστηρίξει, δεν την αναγνωρίζει. Επιπροσθέτως, θα πιέσει οικονομικά την Ευρώπη λόγω της δασμολογικής πολιτικής που θα ακολουθήσει, ενώ το ίδιο θα επιδιώξει να πράξει και με την Κίνα. Ακόμα, θα επιδιώξει την λήξη των πολέμων σε Ουκρανία και Παλαιστίνη αλλά με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα σε κάθεμία από τις δύο περιπτώσεις. Αν μπορώ να σκεφτώ κάποιο θετικό, αυτό θα ήταν ότι θα πιέσει την Ευρώπη ώστε εκείνη να αρθρώσει έστω και καθυστερημένα μια πιο συνεκτική κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, ίσως να αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να το κάνει δηλαδή. Κάποιοι μπορεί εδώ να αναφέρουν ως θετικό ότι θα επιδιώξει τη λήξη των δύο πολέμων. Εντούτοις, αν το αποτελεσμά τους είναι αμφιλεγόμενο (μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να είναι η παραχώρηση σημαντικών εδαφών της Ουκρανίας στη Ρωσία ή η πλήρης ισοπέδωση των παλαιστινίων) τότε μάλλον θα ανοίξουν περαιτέρω τις ήδη υπάρχουσες πληγές. Από την άλλη πλευρά, ως αρνητικό θα επισημάνω την πολιτική για το περιβάλλον, η οποία θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα για κάθε χώρα, ειδικά εφόσον έχει το βελινεκές των ΗΠΑ, καθώς παρατηρούμε τις αρνητικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε κάθε τομέα της καθημερινότητας (πλημμύρες, ξηρασία, ανομβρία, έντονα καιρικά φαινόμενα).
Στο αντίστοιχο πνεύμα πως θα επηρεαστεί θετικά η αρνητικά η Ε.Ε. και σε ποια πεδία;
Θα έλεγα ότι αρνητικά θα επηρεαστεί στο οικονομικό τομέα, λόγω της αύξησης των δασμών από την πλευρά των ΗΠΑ, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ θα ακολουθήσει μια αυστηρή δασμολογική πολιτική. Επιπροσθέτως, θα πιέσει τους Ευρωπαίους εταίρους στο ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες, γεγονός που θα εντείνει και τις οικονομικές πίεσεις σε αυτούς και τέλος, δε φαίνεται να ακολουθήσει κοινή στάση απέναντι στην απειλή που λέγεται Ρωσία, διότι θα επιδιώξει τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία με αβέβαιες αρνητικές συνέπειες, κυρίως για τη δεύτερη και δευτερευόντως για την Ε.Ε. Όπως είπα και πρίν, ίσως ως θετικό να είναι η εκ του αποτελέσματος αναγκαιότητα που θα δημιουργήσει στην Ε.Ε. για περαιτέρω συντονισμό στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας. Όμως αυτό δε φτάνει, τα αρνητικά είναι προφανώς πάρα πολλά.
Τι μπορεί να προσδοκά η Ελλάδα και τι να φοβάται από τις πολιτικές Τραμπ;
Δε νομίζω ότι η γενικότερη στάση απέναντι στην Ελλάδα θα αλλάξει. Οι ΗΠΑ τόσο στην προηγούμενη διακυβέρνηση Τράμπ όσο και σε εκείνη του Μπάιντεν, υποστήριξαν τη στρατηγική σχέση με την Ελλάδα και δεν αναμένω ότι αυτό θα αλλάξει, ειδικά με βάση το γεγονός ότι ο Τράμπ επιλέγει τον Μάρκο Ρούμπιο για Υπουργό Εξωτερικών και των Μάικ Γουόλτς για σύμβουλο εθνικής ασφάλειας, καθότι είναι δύο πρόσωπα που δεν είναι ιδιαίτερα φιλικά προσκείμενα απέναντι στην Τουρκία και φυσικά ούτε απέναντι στην Κίνα. Δε νομίζω λοιπόν ότι η Ελλάδα πρέπει να φοβάται κάτι αλλά μάλλον να προσδοκά συνέχιση των καλών σχέσεων με τις ΗΠΑ. Βεβαίως, εδώ θα πρέπει να βάλω έναν αστερίσκο και να αναφέρω ότι λόγω του απρόβλεπτου του ίδιου του Τράμπ πάντα κάτι μπορεί να φοβάται κανείς, όμως μια ψύχραιμη αποτίμηση της κατάστασης και της προηγούμενης θητείας θα πρέπει να μας καθυσηχάζει. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ο Τράμπ ελέγχει πλήρως το κόμμα των ρεπουμπλικάνων και μαζί με την προεδρία κέρδισε την πλειοψηφία τόσο στη Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και στη Γερουσία, τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια, γεγονός που του δίνει ευελιξία κινήσεων. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Τράμπ βλέπει με θετικό μάτι το γεγονός ότι η Ελλάδα ξεπερνά τον νατοϊκό στόχο του 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες, σε αντίθεση με την συντριπτική πλειονότητα των υπόλοιπων συμμάχων από τους οποίους θα απαιτήσει την αύξηση των συγκεκριμένων δαπανών.
Θεωρείτε, ότι βρισκόμαστε σε μια αντιπαράθεση μεταξύ "εθνικών πολιτικών" και "πολιτικών παγκοσμιοποίησης";
Νομίζω αυτή η αντίθεση ποτέ δεν έλλειψε. Απλώς, πρέπει πρώτα να διασαφηνίσουμε τι εννοούμε με τον όρο παγκοσμιοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση παγκοσμιοποίησης από τη στιγμή που το διαδίκτυο χαρακτηρίζει την καθημερινότητά μας. Φυσικά, αυτό συμβαίνει και στον οικονομικό και εμπορικό τομέα. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τράμπ θα αυξήσει τους δασμούς και θα επιλέξει μια πιο «εθνική πολιτική», όπως αναφέρετε στο ερώτημά σας, δε σημαίνει ότι η παγκοσμιοποίηση εκλείπει κατά κανένα τρόπο. Απλώς, διαμορφώνονται διαφορετικές τάσεις σε κάποιους τομείς πολιτικής μέσα από τη διάδραση μεταξύ παγκομσιοποίησης και εθνικής πολιτικής ή αν θέλετε «αντι-παγκοσμιοποίησης». Τονίζω όμως ότι αυτή η αντιπαράθεση πάντα υπήρχε, άλλοτε εντονότερα και άλλοτε λιγότερο έντονα. Θεωρώ ότι τώρα θα φανεί πιο επισταμένα, βέβαια χωρίς αυτό να σημαίνει ολοκληρωτική αλλαγή υποδείγματος.
Πως η πολιτική επιστήμη προσεγγίζει φαινόμενα όπως ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Έλον Μασκ;
Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Ο Ντόναλτ Τράμπ είναι ένα φαινόμενο το οποίο αρχικά προσεγγίστηκε από αρκετούς με την έννοια του λαϊκισμού. Ο Τράμπ χρησιμοποίησε από την προηγούμενη θητεία του λαϊκιστικά τεχνάσματα, τα οποία περιλαμβάνουν τις ασαφείς αναφορές στην έννοια του λαού, το δίπολο εχθρού-φίλου και την υπεραπλούστευση των δεδομένων και των προτεινόμενων λύσεων. Ειδικότερα ως προς το δίπολο εχθρού-φίλου, ο Τράμπ, παρότι ο ίδιος πάμπλουτος επιχειρηματίας, εμφανίστηκε ως ο εκφραστής του λαού (φίλος) ως μορφή αντίθετη στο κατεστημένο (anti-establishment ως εχθρός). Κατεστημένο, το οποίο απάρτιζε η showbiz και φυσικά το Δημοκρατικό κόμμα. Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε όμως ότι όλες αυτές οι αναλύσεις περί λαϊκισμού ταιριάζουν κυρίως με την πρώτη θητεία και εν μέρει με την προεκλογική πορεία του Τράμπ στις εκλογές του 2024. Κι αυτό γιατί η στρατηγική του άλλαξε σε ένα βαθμό, καθώς προσπάθησε να προσεγγίσει με ρεαλισμό τα πραγματικά προβλήματα των πολιτών, να έρθει δηλαδή κοντά τους και να φανεί ως εκείνος που θα δώσει λύσεις στα καθημερινά οικονομικά προβλήματα που έχουν ενταθεί λόγω του πληθωρισμού. Συνεπώς, με καθαρά ρεαλιστικές προτάσεις απέναντι στην παγιδευμένη Χάρις, λόγω – μεταξύ άλλων - των λαθών στρατηγικής ως προς την επιλογή υποψηφίου από την πλευρά των Δημοκρατικών, έχτισε το αφήγημα του αντι-κατεστημένου και κατάφερε να πείσει ότι αυτός θα επιφέρει τις αλλαγές που η κοινωνία απαιτεί. Συνεπώς, παρά τον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα του αλλά και τον πλούτο που κατέχει, ήρθε κοντά σε μια σημαντική μερίδα των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων και τους πρόσφερε μια πρόταση που είχε πραγματιστικά δεδομένα. Ως προς τον Ελόν Μάσκ, θα αναφέρω μόνο ότι πρόκειται για έναν επιχειρηματία ο οποίος μέσα από τις επιλογές του θέλει να επωφεληθεί οικονομικά ο ίδιος. Ταυτόχρονα, είναι η προσωποποίηση της παγκόσμιας ανισότητας που είναι διαρκώς αυξανόμενη αν δει κανείς τα δεδομένα του ΟΟΣΑ. Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι η περίπτωση Τράμπ είναι μια περίπτωση λαϊκιστικού anti-establishment, το οποίο προβάλλεται ως η εναλλακτική που θα προσδώσει οικονομική ευημερία σε ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού που στενάζει λόγω των υπέρογκων αυξήσεων στις τιμές.