ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΝΤΟΝΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΤΗΤΑΣ
Τα όρια των αντοχών της καλείται να αντιμετωπίσει η τοπική οικονομία στο σύνολο της αφού το τσουνάμι των αυξητικών ανατιμήσεων και ο διογκούμενος πληθωρισμός, προκαλούν «κόκκινο συναγερμό» σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους και σε κάθε νοικοκυριό.
Οι αγρότες βρίσκονται σε απόγνωση, ο οικοδομικός τομέας κινδυνεύει με κατάρρευση, ο τουρισμός ταλαντεύεται επικίνδυνα και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βάλλονται πανταχόθεν!
Η εμπορική αγορά συνεχίζει να βρίσκεται σε κατάσταση νευρικότητας και αγωνίας λόγω των νέων δυσμενών δεδομένων που διαμορφώνουν η κρίση της ενέργειας, η ακρίβεια και οι αναμενόμενες επιπτώσεις του Ρωσοουκρανικού πολέμου, που τείνει να «τινάξει στο αέρα» το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
Η νέα περίοδος οικονομικής αβεβαιότητας, τείνει, να συρρικνώσει έτι περαιτέρω την ήδη βαθειά πληγωμένη και καταβεβλημένη από τα απανωτά «χτυπήματα» αγορά, που πλέον δεν είναι σίγουρο πως θα έχει «σωσίβιο» τον τουρισμό, όπως συνέβη κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης της περασμένη δεκαετίας αλλά και της πανδημίας των τελευταίων δύο ετών.
«ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΗΣ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ»
Οι συνεχείς ανατιμήσεις έχουν προκαλέσει ένα κύμα ακρίβειας που κυριολεκτικά "γονατίζει" τους καταναλωτές με ανάλογο αντίκτυπο στην αγορά. Τα πρώτα συμπεράσματα ως προς το μέγεθος της νέας κρίσης που πλήττει τον εμπορικό κόσμο, διαμορφώνουν εικόνα παρατεταμένης αβεβαιότητας με ορατά στοιχεία επιδείνωσης της κρίσης και εν τοις πράγμασι χωρίς σημεία βελτίωσης προς το παρόν.
Σχολιάζοντας τα δεδομένα ο Αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου Ρεθύμνου και μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου κ. Μανώλης Ψαρουδάκης, δήλωσε χαρακτηριστικά:
«Η αγορά λειτουργεί από το περασμένο φθινόπωρο υπό σε καθεστώς εκτεταμένης αβεβαιότητας. Η προσπάθεια επιστροφής της διεθνούς οικονομίας στα επίπεδα προ της πανδημίας αλλά και η ταυτόχρονη αύξηση του ενεργειακού κόστους, λόγω του δύσκολου χειμώνα στις ΗΠΑ, επέφεραν σημαντική αύξηση στις τιμές. Επίσης, η αύξηση του μεταφορικού και του αποθηκευτικού κόστους μεταφέρθηκε στις τιμές με αποτέλεσμα οι ανατιμήσεις να είναι σημαντικές. Δεν είναι τυχαίο, πως ήδη από τον Οκτώβρη του 2021 το ΔΝΤ έκανε λόγο για τον «τρόμο του πληθωρισμού». Η νευρικότητα που προκαλεί η άνοδος των τιμών μεταφράζεται σε υστέρηση επενδύσεων αλλά και σε διάνοιξη του χάσματος μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών αλλά και μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων.
Από την άλλη, για να έρθουμε στα δικά μας, η αύξηση των τιμών παρουσιάζει έντονη δυναμική. Με βάση τα τελευταία στοιχεία, ο πληθωρισμός παρουσιάζει αύξηση της τάξης του 6.2% μεταξύ Ιανουαρίου 2021 και Ιανουαρίου 2022. Μάλιστα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurostat, ο πληθωρισμός τον Φλεβάρη αναμένεται να ξεπεράσει το 7%. Αν μάλιστα σκεφτούμε ότι η αύξηση αφορά στα βασικά αγαθά, δηλαδή ενέργεια, μεταφορές και βασικά είδη διατροφής αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Προφανώς η συρρίκνωση αυτή αναμένεται να επιδεινώσει την αγορά και τις εμπορικές επιχειρήσεις ειδικά μετά από μια εξαιρετικά δύσκολη διετία.»
«ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΤΗΤΑΣ Η ΤΟΠΙΚΗ ΑΓΟΡΑ»
Έτσι όπως διαμορφώνεται η κατάσταση, περιφερειακές αγορές όπως αυτή του Ρεθύμνου, κινδυνεύουν να βρεθούν σε δεινή θέση καθώς η υφιστάμενη κατάσταση έρχεται «βραχεία κεφαλή» μετά τους σκοπέλους της πανδημίας και της πολυετούς οικονομικής κρίσης που γύρισε τα οικονομικά δεδομένα των Ελλήνων πολλές δεκαετίες πίσω. «Ουσιαστικά, η ελληνική οικονομία διήλθε μέσα από μια διττή κρίση. Την δημοσιονομική κρίση της περιόδου 2008-2016 και την διετή κρίση της πανδημίας 2020-2021. Ο πόλεμος, και η ενεργειακή κρίση που επιφέρει, αναμένεται να επηρεάσει περιφερειακές οικονομίες και αγορές όπως του Ρεθύμνου» σχολιάζει στην εφημερίδα μας ο κ. Ψαρουδάκης, ο οποίος αναλύει την υφιστάμενη κατάσταση ως εξής: «Η αύξηση των τιμών των καυσίμων επιδεινώνει το μεταφορικό κόστος και μεταφράζεται σε αυξημένες τιμές των πρώτων υλών και των αγροτικών προϊόντων. Σημαντικοί κλάδοι της τοπικής οικονομίας όπως ο κλάδος των οικοδομών αλλά και της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής αναμένεται να συμπιεστούν αρκετά, επιχειρώντας μια εξαιρετικά δύσκολη προσαρμογή σε ένα ρευστό περιβάλλον. Στο επίπεδο αυτό, η αγορά αναμένεται να δεχθεί σημαντικούς κλυδωνισμούς. Οι εμπορικές επιχειρήσεις μετά από το καταστροφικό 2020 προσπάθησαν να περιορίσουν τις απώλειες τους. Η τουριστική περίοδος 2021 βοήθησε στην κατεύθυνση αυτή, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι επιστρέψαμε στα δεδομένα προ της πανδημίας. Παράλληλα, η ρωσική κρίση αναμένεται να επιφέρει προβλήματα και στον τουρισμό. Κάποιες περιοχές της Κρήτης υποδέχονται Ρώσους τουρίστες οι οποίοι για το 2019 προσέφεραν 78 εκ. ευρώ στην τοπική οικονομία. Μάλιστα, η μέση δαπάνη των Ρώσων τουριστών στην Κρήτη για το 2021 είναι η υψηλότερη μεταξύ των εθνικοτήτων που επισκέπτονται το νησί προσεγγίζοντας τα 926.4 ευρώ ανά επισκέπτη το 2021. Αναμφίβολα, το στοιχείο αυτό τεκμηριώνει την ευθραυστότητα που θα υπάρξει σε αγορές περιφερειακές, όπως του Ρεθύμνου.»
«ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΕΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ ΕΙΔΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗΣ»
Την ανάγκη ειδικού προγράμματος επανεκκίνησης του εμπορίου, επισημαίνει ο Μανώλης Ψαρουδάκης, καθώς μέχρι σήμερα οι έμποροι έχουν υποστεί τις συνέπειες των δυσμενών συγκυριών αλλά δεν έχουν τύχει της αντίστοιχης στήριξης, όπως έτυχαν άλλοι επαγγελματικοί κλάδοι.
Συγκεκριμένα, Αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου Ρεθύμνου και μέλος της ΕΣΕΕ, είπε τα εξής: «Ο εμπορικός κόσμος, καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης επισήμανε την ανάγκη στήριξης των εμπορικών επιχειρήσεων. Ουσιαστικά, το εμπόριο αποτελεί τον μοναδικό κλάδο που δεν στηρίχθηκε με κάποιο ειδικό πρόγραμμα επανεκκίνησης. Στο επίπεδο αυτό, ο εμπορικός κόσμος συνεχίζει να επισημαίνει την αναγκαιότητα μιας δέσμης μέτρων σχετικά με την υποστήριξη ειδικά των μικρότερων εμπορικών επιχειρήσεων. Τα μέτρα στήριξης για το ενεργειακό κόστος είναι απαραίτητα. Η διάθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαμόρφωση ενός ενεργειακού ταμείου είναι σημαντική αλλά απαιτείται αρκετή δουλεία για να φθάσει η στήριξη στις μικρές επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα ένας νέος κύκλος επιστρεπτέων προκαταβολών είναι απαραίτητος με προτεραιότητα στην κατηγορία των εμπορικών επιχειρήσεων που ονομάζουμε «ελαστικής ζήτησης» (ένδυση, υπόδηση, έπιπλα, οικιακός εξοπλισμός, καλλυντικά κα). Η ακρίβεια ροκανίζει τη ρευστότητα και αυτό αναμένεται να προκαλέσει κλυδωνισμούς στην αλυσίδα αξίας. Τέλος, η στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος είναι κρίσιμης σημασίας και δεν εξαιρούνται από την κατηγορία αυτή ούτε οι έμποροι ως καταναλωτές που πλήττονται. Η αύξηση του κατώτατου μισθού στο ύψος του πληθωρισμού, θέση που υποστηρίζει το ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, είναι ένα σημαντικό βήμα, αλλά επίσης χρειάζεται μια γενναία στήριξη όσων πλήττονται.»3