ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΡΕΘΥΜΝΟ

«Καιρός να σταματήσουμε να ερμηνεύουμε τις κινήσεις της Τουρκίας με όρους εσωτερικής αντιπαράθεσης»

0

Τοποθετώντας τα δεδομένα στην πραγματική τους διάσταση ο Βουλευτής Ρεθύμνου της Νέας Δημοκρατίας κ. Γιάννης Κεφαλογιάννης αναλύει διεξοδικά τα θέματα που άπτονται της ελληνοτουρκικής διένεξης και τα τοποθετεί στο «γεωστρατηγικό κάδρο» που αυτά εξελίσσονται χωρίς περιστροφές ή ωραιοποιήσεις.

Υποστηρίζει, πως προφανώς και η στάση της Τουρκίας δεν δικαιολογείται μόνο ως «αναγκαία» για τα καυτά εσωτερικά της ζητήματα και δηλώνει πως είναι καιρός να δούμε την πραγματικότητα που θέλει την γείτονα χώρα να επιδιώκει να διαδραματίσει ένα νέο κεντρικό ρόλο στην περιοχή με βάση την λεγόμενη «γαλάζια πατρίδα», σχέδιο με το οποίο διεκδικεί να καθορίζει τις εξελίξεις έως τον Ινδικό Ωκεανό!

Ταυτόχρονα ο βουλευτής του Ρεθύμνου και πρώην υφυπουργός αναλύει την στρατηγική της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, η οποία έχει καταφέρει να θωρακίσει την χώρα με συμμαχίες και συμφωνίες που υψώνουν τοίχο απέναντι στα όποια επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας και ταυτόχρονα μειώνουν τις πιθανότητες να προβεί σε επιθετικές κινήσεις με στόχο μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη.

Τα βασικά ερωτήματα που απασχολούν την κοινή γνώμη γύρω από την ελληνοτουρκική διένεξη, που έχει ενταθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα, τέθηκαν στον έμπειρο περί των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής βουλευτή Γιάννη Κεφαλογιάννη, ο οποίος απαντά με αξιοπιστία και αναλύει σε βάθος την τρέχουσα επικαιρότητα.

Περισσότερα στην συνέντευξη που ακολουθεί.

Πόσο κοντά ή μακριά είμαστε από ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο ή γύρω από την Κρήτη;

Θα πρέπει να δούμε λίγο τη μεγάλη εικόνα. Τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια, η χώρα μας βρίσκεται σε μια «γκρίζα ζώνη» στη σχέση της με την Τουρκία, υπό την εξής έννοια: Δε βρισκόμαστε προφανώς σε μια εμπόλεμη σχέση με τη γείτονα αλλά δε βρισκόμαστε και σε μια κατάσταση συμβατικής ειρήνης με τον τρόπο που αυτό γίνεται από τον καθένα αντιληπτό στη σχέση μας με τις υπόλοιπες γειτονικές χώρες.

Το βασικό γνώρισμα αυτής της νέας κατάστασης είναι η άσκηση εκ μέρους της Τουρκίας μιας επιθετικής πολιτικής, η οποία συχνά δεν περιορίζεται σε ρητορικό επίπεδο αλλά δεν την εκθέτει και στις συνέπειες ενός συμβατικού πολέμου. Παραδείγματα αυτής της πολιτικής είναι η εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών ροών, η παραπληροφόρηση εναντίον της χώρας μας, ο νομικός πόλεμος (lawfare) με την παραπλανητική ερμηνεία των διεθνών κανόνων, όπως στην περίπτωση της στρατιωτικοποίησης των νησιών, οι ερευνητικές εξορμήσεις στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.

Η πολιτική αυτή έχει έναν βασικό στόχο: Την προβολή ισχύος της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή με σκοπό να αμφισβητήσει την κυριαρχία και την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας -πολιτική που βρίσκεται στον πυρήνα μιας ευρύτερης στρατηγικής που φέρει το όνομα «Γαλάζια Πατρίδα». Σε αυτό το πλαίσιο, η άσκηση στρατιωτικής βίας εκ μέρους της Τουρκίας είναι ένα υπαρκτό σενάριο στο βαθμό που η ηγεσία της γείτονος «διαβάσει» αδυναμίες και αστάθεια του αντιπάλου σε αμυντικό, πολιτικό, οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο. Κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα όχι απλώς δεν συμβαίνει αλλά αντίθετα η χώρα μας βρίσκεται στο καλύτερο δυνατό επίπεδο αμυντικά, διπλωματικά, οικονομικά και πολιτικά τα τελευταία τουλάχιστον δώδεκα χρόνια.

Αυτό η τουρκική ηγεσία το γνωρίζει καλά και φροντίζει να δείχνει την ενόχλησή της σε κάθε ευκαιρία, όπως μετά την πρόσφατη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στις Η.Π.Α. Συνεπώς, για να απαντήσω στην ερώτησή σας, όσο η Ελλάδα διατηρεί αποφασιστική στάση, ενισχύει την αμυντική της ικανότητα και χτίζει τις κατάλληλες συμμαχίες, η εκτίμησή μου είναι ότι το σενάριο μιας ένοπλης σύγκρουσης με τη γείτονα θα συγκεντρώνει μικρές πιθανότητες.

Γιατί η προκλητικότητα του Ερντογάν και τον βασικών συνεργατών του να αιτιολογείται μόνο λόγω ανάγκης εσωτερικής κατανάλωσης στην Τουρκία; Είμαστε βέβαιοι πως δεν έχει ιμπεριαλιστικές διαθέσεις σε βάρος της χώρας μας;

Είναι εύλογη η ερώτησή σας. Η ανάγνωση ότι ο Πρόεδρος Ερντογάν εξάγει την οικονομική κρίση προκειμένου να αποκομίσει πολιτικά και εκλογικά οφέλη είναι μια αντίληψη που αγνοεί τα δομικά χαρακτηριστικά και το ιδεολογικό υπόβαθρο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Καταρχάς, οι πιο σημαντικές πολιτικές δυνάμεις στην Τουρκία ομονοούν και υπερθεματίζουν στην εξωτερική πολιτική έναντι της Ελλάδας. Η δε ιδέα της «Γαλάζιας Πατρίδας» είναι ιδιαίτερα δημοφιλής σε όλο το πολιτικό φάσμα. Έρευνες στην τουρκική κοινή γνώμη δείχνουν ότι έχει εμπεδωθεί εδώ και πολλά χρόνια μια αντίληψη ότι η χώρα δεν έχει το διεθνές κύρος που της αξίζει σε σύγκριση με άλλες χώρες, κάτι που οδηγεί τους Τούρκους να πιστεύουν ότι η Τουρκία πρέπει να γίνει πιο δραστήρια στην παγκόσμια σκηνή, με τις ένοπλες δυνάμεις τους να έχουν κεντρικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια.

Την αντίληψη αυτή ενισχύουν οι ιστορικοί δεσμοί και η υιοθέτηση της κληρονομιάς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, στοιχεία που νομιμοποιούν, κατά τη γείτονα, την παρεμβατικότητα και τον έλεγχο στα πρώην εδάφη της. Σε αυτό το νέο-αυτοκρατορικό όραμα, οι κανόνες του διεθνούς δικαίου δρουν εντελώς περιοριστικά στην εκπλήρωση αυτής της φιλοδοξίας. Χώρες, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος που επιχειρούν στη βάση της διεθνούς νομιμότητας, αντιμετωπίζονται ως δομικοί αντίπαλοι που περικυκλώνουν και αποκλείουν την Τουρκία από την άσκηση των ιστορικών «δικαιωμάτων» τους στην περιοχή - γεγονός που χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για μονομερείς και επιθετικές ενέργειες. Δείγματα, κατά τους Τούρκους, αυτής της «περικύκλωσης» είναι πρωτοβουλίες όπως το Φόρουμ «Φιλία», οι τριμερείς και τετραμερείς συνεργασίες της Ελλάδας με Κύπρο, Αίγυπτο και Ισραήλ, αλλά και η πρόσφατη αμυντική συμφωνία με τις Η.Π.Α.

Είναι, επομένως, καιρός να σταματήσουμε να ερμηνεύουμε τις κινήσεις της Τουρκίας με όρους εσωτερικής αντιπαράθεσης και να δούμε την Τουρκία ως αυτό που πραγματικά είναι: μια αναθεωρητική δύναμη, με σαφή στρατηγική, που δε θα διστάσει να καταπατήσει κάθε κανόνα του διεθνούς δικαίου και να ασκήσει στρατιωτική βία προκειμένου να ικανοποιήσει τις διαπεριφερειακές της βλέψεις.

Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Ελλάδα καθώς και οι σχετικές συμμαχίες της Ελλάδας δεν αποτελούν μια βασική αιτία της τουρκικής προκλητικότητας και προπαγάνδας;

Η στρατηγική της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο είναι πολύ πιο φιλόδοξη. Ο πρόεδρος Ερντογάν έχει δηλώσει κατά καιρούς ότι τα συμφέροντα της Τουρκίας εκτείνονται από τη διώρυγα του Σουέζ και τις κοντινές θάλασσες μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό. Ο μαξιμαλιστικός στόχος της Τουρκίας είναι να μετατραπεί σε έναν γεωοικονομικό κόμβο μέσα από τον  έλεγχο των θαλάσσιων οδών από τη Μαύρη Θάλασσα και το Σουέζ μέχρι τη κεντρική Μεσόγειο. Ας μη ξεχνάμε ότι δια της Μεσογείου διακινείται το 12% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου. Στο πλαίσιο της «Γαλάζιας Πατρίδας», η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων είναι ένα μόνο μέρος του σχεδίου. Παρατηρώντας τις τουρκικές κινήσεις πιο μακροσκοπικά, η ανάγνωση αυτή επιβεβαιώνεται από τη παρεμβατικότητα της Άγκυρας στην Αφρική και ιδίως από το τουρκο - λιβυκό σύμφωνο για κοινά θαλάσσια σύνορα, δια του οποίου η Άγκυρα επιθυμεί να προβάλλει  την ισχύ της στην κεντρική Μεσόγειο.

Εμπόδιο στην εκπλήρωση αυτού του στόχου αποτελεί το διεθνές δίκαιο της θάλασσας το οποίο αποδίδει συγκεκριμένα κυριαρχικά δικαιώματα σε Ελλάδα και Κύπρο. Στην τουρκική ανάγνωση, οι δύο χώρες προκαλούν «ασφυξία», μέσω των χωρικών υδάτων και των ΑΟΖ τους, ακυρώνοντας το όραμα της Γαλάζιας Πατρίδας. Συνεπώς για να εξομαλυνθούν οι σχέσεις θα πρέπει η Ελλάδα να πάψει να προσκολλάται στην νομιμότητα που παράγει το διεθνές δίκαιο και να επιζητήσει διμερή επίλυση του ζητήματος που θα λαμβάνει υπόψη τις τουρκικές «ανησυχίες».

Σε αυτό το πλαίσιο, οι στρατηγικές συμμαχίες της Ελλάδας, κυρίως μέσω των τριμερών ή τετραμερών συνεννοήσεων με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο, προκαλούν έντονο εκνευρισμό και αμηχανία, καθώς χάρη σε αυτές διαμορφώνεται σταδιακά μια ανταγωνιστική στρατηγική για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της περιοχής με άξονα τη διεθνή νομιμότητα.

Είμαστε όντως έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε επιχειρησιακά - αν ποτέ χρειαστεί - μια τουρκική επίθεση;

Δεν έχω καμία αμφιβολία επ’ αυτού. Η τουρκική στρατιωτική ηγεσία γνωρίζει ότι η χώρα μας δεν είναι Λιβύη ή Συρία. Η ισχυρή μας αποτρεπτική ικανότητα, αποτέλεσμα πολύ στοχευμένων κινήσεων που έχουν γίνει τα τελευταία τρία χρόνια, αποτελεί τον σημαντικότερο λόγο για τον οποίο η Άγκυρα θα σκεφτεί διπλά και τριπλά τη χρήση στρατιωτικής βίας έναντι της Ελλάδας. Γνωρίζει, με άλλα λόγια, ότι το κόστος μιας τέτοιας κίνησης θα είναι τεράστιο και σε πολλαπλά επίπεδα, την ίδια στιγμή που τα οφέλη θα είναι μηδενικά. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πω ότι είναι λυπηρό να μην αντιλαμβάνεται αυτή την παράμετρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων ο ΣΥΡΙΖΑ, καταψηφίζοντας -αφελώς- τον εξοπλιστικό προγραμματισμό των ενόπλων δυνάμεων στη Βουλή, στη βάση καθαρά ιδεοληπτικών αντιλήψεων και μυωπικής ανάγνωσης της διεθνούς πραγματικότητας.

Οφείλω όμως να επισημάνω για ακόμη μια φορά ότι, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο της άσκησης της αποτρεπτικής μας ικανότητας, η χώρα μας θα βρίσκεται στο επίκεντρο μιας σειράς υβριδικών απειλών, δυναμικού χαρακτήρα, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτείται η επαγρύπνηση συνολικά του εθνικού συστήματος ασφαλείας. Η Κυβέρνηση, μαζί με το διπλωματικό σώμα, τη στρατιωτική ηγεσία και τα σώματα ασφαλείας το γνωρίζουν καλά αυτό και είμαι βέβαιος ότι επεξεργάζονται σειρά σεναρίων που θα αποτρέψουν την υπονόμευση της ασφάλειας, του κύρους και την άμυνας της χώρας μας.

Έχουμε να περιμένουμε υποστήριξη από τους συμμάχους σε μια κρίσιμη στιγμή ή πιθανότατα θα "βρεθούμε μόνοι μας ;

Αν εξετάσουμε το ιστορικό βάθος της ερώτησής σας θα δούμε ότι, από την εποχή του αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας, η σύναψη συμμαχιών, η ορθή ανάγνωση της γεωπολιτικής πραγματικότητας και η τοποθέτηση της χώρας στη «σωστή πλευρά» της Ιστορίας, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες στην υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων. Ποιος μπορεί να τεκμηριώσει σήμερα ότι οι αμυντικές συμφωνίες με ΗΠΑ και Γαλλία, οι συνεργασίες σε πολλαπλό επίπεδο με Αίγυπτο Ισραήλ Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν θωρακίζουν την άμυνα της χώρας; Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι η θέση της χώρας μας ως μέλος του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, θέση η οποία τέθηκε σε αμφισβήτηση με ευθύνη συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων πριν λίγα χρόνια, δεν αποτελεί ισχυρότατο αποτρεπτικό παράγοντα; Και ποιος ακόμη διατηρεί αμφιβολίες για τα οφέλη της στρατηγικής  επιλογής της χώρας μας στον πόλεμο στην Ουκρανία, τη στιγμή που οποιαδήποτε διαφορετική θέση θα υπονόμευε τον πυρήνα της εθνικής στρατηγικής μας, που δεν είναι άλλος από την προάσπιση του διεθνούς δικαίου και την καταγγελία κάθε μορφής αναθεωρητισμού;

Η απάντηση συνεπώς στο ερώτημά σας είναι ότι εργαζόμαστε ώστε την «κρίσιμη στιγμή» να μην είμαστε «μόνοι». Γιατί μόνο όταν δεν είμαστε «μόνοι» δεν θα έρθει αυτή η «κρίσιμη στιγμή».

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ