«ΣΗΜΕΡΑ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΤΑ 67»
Απαντήσεις σε σημαντικά ζητήματα που αφορούν στο συνταξιοδοτικό δίνει η Δικηγόρος – Εργατολόγος Αλεξάνδρα Χατζηδάκη, προκειμένου να «φωτίσει» δυσνόητα σημεία σε νόμους και διατάξεις για τους ασφαλισμένους. Η κα Χατζηδάκη εξηγεί ποιοι θεωρούνται νέοι και ποιοι παλαιοί ασφαλισμένοι, τί σημαίνει να είναι κάποιος ασφαλισμένος σε κύριο φορέα και πόσο μειωμένη είναι η μειωμένη σύνταξη στα 62. Η ίδια, μάλιστα, τονίζει ότι, χωρίς 15ετή ασφάλιση σε κύριο ασφαλιστικό φορέα, ο ασφαλισμένος δεν δικαιούται σύνταξη, ενώ προτείνει από νωρίς οι ασφαλισμένοι να ασχοληθούν με τη διερεύνηση της θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματός τους, προκειμένου να έχουν χρόνο ώστε να «θεραπεύσουν» τυχόν λάθη ή να παρέμβουν, αν αυτό είναι δυνατό, στο ιστορικό της ασφάλισής τους.
Κα Χατζηδάκη, ακούμε τον τελευταίο καιρό για παλιούς και νέους ασφαλισμένους. Τι σημαίνει να είναι κάποιος νέος ή παλαιός ασφαλισμένος και ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ τους;
«Στο κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ασφαλισμένων, οι παλαιοί ασφαλισμένοι και οι νέοι ασφαλισμένοι. Το κριτήριο της διάκρισης έχει να κάνει με το πότε ασφαλίστηκαν για πρώτη φορά, δηλαδή, πότε είναι η πρώτη ημέρα εργασίας τους. Όσοι ασφαλίστηκαν για πρώτη φορά μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992 θεωρούνται παλαιοί ενώ, αντίστοιχα, όσοι έχουν ασφαλιστεί για πρώτη φορά σε φορέα κύριας ασφάλισης από την 1η Ιανουαρίου 1993 και μετά, θεωρούνται νέοι ασφαλισμένοι. Ο χαρακτηρισμός ενός ασφαλισμένου ως παλαιού ή νέου είναι ένας «δείκτης», είναι κάτι σημαντικό, αλλά όχι πάντοτε και καθοριστικό. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι πολύ σημαντικό ενώ σε κάποιες άλλες, εντελώς αδιάφορο. Έχει να κάνει με την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, τον κάθε ασφαλισμένο, με βάση το δικό του ιστορικό ασφάλισης, αλλά και με βάση την ηλικία του.
Λ.χ. εάν κάποιος ασφαλισμένος είναι πολύ νέος ηλικιακά, ακόμα και αν έχει πολύ χρόνο ασφάλισης, είτε είναι παλαιός ασφαλισμένος είτε νέος, πιθανότατα να μην έχει δυνατότητα συνταξιοδότησης πριν τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας του πλέον, μετά και τη θέση σε ισχύ του Ν. 4336/2015.»
Είπατε ότι οι παλαιοί ασφαλισμένοι πρέπει να είναι ασφαλισμένοι σε κύριο φορέα έως 31 Δεκεμβρίου του 1992. Τι σημαίνει αυτό;
«Όσοι ασφαλίστηκαν σε φορέα κύριας ασφάλισης έως 31 Δεκεμβρίου 1992 θεωρούνται παλαιοί ασφαλισμένοι, δηλαδή όσοι είχαν πραγματοποιήσει έστω και 1 ημέρα ασφάλισης έως την ως άνω ημεροχρονολογία στο π. Ι.Κ.Α., στον π. Ο.Α.Ε.Ε., στο Δημόσιο κ.λπ. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μία σημαντική διευκρίνιση αναφορικά με την ασφάλιση στον π. ΟΓΑ, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική για εμάς εδώ στην Κρήτη, που είναι πάρα πολλοί οι ασφαλισμένοι στον π. Ο.Γ.Α. Η ιδιαιτερότητα του π. Ο.Γ.Α. έγκειται στο εξής: ο π. Ο.Γ.Α. ξεκίνησε να υπάρχει ως κλάδος πρόσθετης ασφάλισης από το έτος 1988. Από τον Ιανουάριο του 1988 έως και τον Δεκέμβριο του 1997 ο π. Ο.Γ.Α. ήταν κλάδος πρόσθετης (όχι κύριας) ασφάλισης, το οποίο σήμαινε ότι μπορούσε κάποιος να ασφαλιστεί στον π. Ο.Γ.Α. και, εφόσον το επιθυμούσε, κατέβαλε τις ασφαλιστικές εισφορές. Εφόσον δεν ήθελε να πληρώνει, δεν δημιουργείτο οφειλή σε βάρος του. Όλα αυτά μέχρι τον Δεκέμβριο του 1997. Έτσι σήμερα υπάρχει η εξής ιδιαιτερότητα στους ασφαλισμένους του π. Ο.Γ.Α., εάν κάποιος είχε ασφαλιστεί για πρώτη φορά πριν από το έτος 1993 μόνο στον π. Ο.Γ.Α. και από το έτος 1998 και εξής (οπότε και ο π. Ο.Γ.Α. έγινε πλέον κλάδος κύριας ασφάλισης) δε συνέχισε την ασφάλισή του εκεί, ο χρόνος αυτός που έχει διανυθεί στον κλάδο πρόσθετης ασφάλισης του π. Ο.Γ.Α. δε θεωρείται χρόνος στην κύρια ασφάλιση, οπότε και ο ασφαλισμένος αυτός θεωρείται «νέος» ασφαλισμένος. Αυτό είναι κάτι που αφορά πολλούς ασφαλισμένους, καθώς είναι πολλοί εκείνοι που ξεκίνησαν την ασφάλιση τους στον π. Ο.Γ.Α. ή και παραμένουν στην ασφάλισή του μέχρι και σήμερα.
Κύρια ασφάλιση είναι λ.χ. το π. Ι.Κ.Α., ο π. Ο.Α.Ε.Ε., το Δημόσιο και, πλέον, και ο π. Ο.Γ.Α. , αλλά από το 1998 και εξής. Αν κάποιος είχε μέχρι το 1997 μόνο π. Ο.Γ.Α. και μετά άλλαξε ασφαλιστικό ταμείο, δεν θεωρείται παλαιός ασφαλισμένος. Όποιος, όμως, συνέχισε στον π. ΟΓΑ και μετά την 1η.1.1998, έστω και για μία ημέρα, τότε θεωρείται παλαιός ασφαλισμένος.»
Υπάρχουν περιπτώσεις ασφαλισμένων που τα κριτήριά τους τους επιτρέπουν να βγουν νωρίτερα στη σύνταξη;
«Αν και, πλέον, τα όρια ηλικίας έχουν αναπροσαρμοστεί «προς τα πάνω» μετά τον Ν. 4336/2015, παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κάποιες κατηγορίες ασφαλισμένων που έχουν «κλειδώσει» δικαίωμα συνταξιοδότησης σε όριο ηλικίας μικρότερο από τα 67 ή και τα 62. Λ.χ. οι παλαιές ασφαλισμένες του π. Ι.Κ.Α. οι οποίες ήταν μητέρες ανηλίκων τέκνων και είχαν τις απαιτούμενες ημέρες ασφάλισης, όταν συνέτρεχε η ανηλικότητα των τέκνων τους, ακόμα και σήμερα δύνανται να έχουν εξασφαλίσει σύνταξη πριν τα 67 ή πριν τα 62. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και λ.χ. για ασφαλισμένους με ημέρες ασφάλισης σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, άντρες και γυναίκες, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους, αλλά και για ειδικές κατηγορίες ασφαλισμένων του Δημοσίου.»
Αυτά που διαβάζουμε στο διαδίκτυο για το πόσο τυχεροί είναι όσοι έχουν έστω κι ένα ένσημο πριν το 1993 κατά πόσο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα;
«Οι συντάξεις είναι ένα θέμα που αγαπούν πολύ οι αρθρογράφοι των sites και γράφονται συνεχώς πολλά γύρω απ’ αυτό. Το πότε ασφαλίστηκε για πρώτη φορά κάποιος, είτε άνδρας είτε γυναίκα, είναι σημαντικό για τη διερεύνηση της θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματός του, αλλά δεν είναι πάντα καθοριστικό. Η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Δεν είναι δεδομένο, δηλαδή, ότι ο παλαιός ασφαλισμένος θα λάβει πιο γρήγορα σύνταξη συγκριτικά με τον νέο ασφαλισμένο, επειδή έχει ασφαλιστεί για 1η φορά πριν το 1993. Στο κοινωνικοασφαλιστικό υπάρχουν πολλά δεδομένα τα οποία πρέπει να συνυπολογίζεις, προκειμένου να καταλήξεις σ’ ένα συμπέρασμα.»
Μιλήστε μας για το νέο νόμο για τη συνέχιση της εργασίας από τον συνταξιούχο και την «απελευθέρωση» της σύνταξης από την εργασία.
«Με το νέο νόμο 5078/2023, ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 20 Δεκεμβρίου 2023, «απελευθερώθηκε», πλέον, η καταβολή της σύνταξης στους συνταξιούχους που συνεχίζουν να εργάζονται. Έτσι, ενώ μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023 όσοι ελάμβαναν σύνταξη και συνέχιζαν την απασχόλησή τους, δικαιούνταν το 70% της σύνταξής τους, πλέον, από την 1η Ιανουαρίου του 2024 οι απασχολούμενοι συνταξιούχοι δικαιούνται το 100% της σύνταξής τους, χωρίς να υφίστανται κάποια περικοπή, όπως αυτή του 30% που ίσχυε μέχρι πρόσφατα ή του 60% που ίσχυε παλαιότερα.
Δηλαδή, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023, ο συνταξιούχος που εργαζόταν, το δήλωνε στον e- Ε.Φ.Κ.Α. και γινόταν παρακράτηση στο μικτό ποσό της σύνταξής του, κυρίας και επικουρικής, ποσοστού ύψους 30%. Πλέον, με τον 5078/2023, από την 1η Ιανουαρίου 2024 και εξής δεν επηρεάζεται η σύνταξη από την εργασία και, πλέον, ο συνταξιούχος που συνεχίζει να εργάζεται, δικαιούται το 100% της σύνταξής του.
Βέβαια η ως άνω μείωση αντικαταστάθηκε από έναν επιπλέον – μη ανταποδοτικού χαρακτήρα – πόρο, ο λεγόμενος «πόρος υπέρ e-ΕΦΚΑ», ο οποίος για τους ελεύθερους επαγγελματίες συνεπάγεται μία αύξηση του μηνιαίου ειδοποιητηρίου του e- Ε.Φ.Κ.Α., ανάλογη με την ασφαλιστική κατηγορία την οποία έχουν επιλέξει, ενώ για τους μισθωτούς συνεπάγεται μια παρακράτηση συνολικού ύψους 10% επί των ασφαλιστέων αποδοχών τους.
Αξίζει, επίσης, να τονίσουμε ότι ο χρόνος που «τρέχει» στην ασφάλιση μετά τη συνταξιοδότηση, αξιοποιείται για την προσαύξηση της ήδη καταβαλλόμενης σύνταξης, μετά τη διακοπή της απασχόλησης.
Τέλος, να επισημάνουμε και μία καινοτόμα ρύθμιση του Ν. 5078/2023, σύμφωνα με τον οποίο απελευθερώθηκε η δυνατότητα εργασίας των συνταξιούχων λόγω αναπηρίας. Κάποιος που λαμβάνει αναπηρική σύνταξη δεν μπορούσε να εργαστεί χωρίς να διακοπεί η σύνταξή του ενώ, σε κάποιες λίγες περιπτώσεις, υπήρχαν κάποια εισοδηματικά ή και χρονικά κριτήρια, ώστε ο συνταξιούχος λόγω αναπηρίας να μπορούσε να εργαστεί για συγκεκριμένο χρόνο και με συγκεκριμένες αποδοχές. Από την 1η Ιανουαρίου 2024 ακόμα και οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας μπορούν να εργάζονται, χωρίς να επηρεάζεται η σύνταξή τους.»
Διαβάζουμε επίσης, ότι οι νέοι εργαζόμενοι για πάρουν σύνταξη θα φτάσουν να δουλεύουν ως τα βαθιά τους γεράματα. Αυτό είναι κάτι που ισχύει;
«Με τα σημερινά δεδομένα, ακόμα και για τους νέους ασφαλισμένους, υπάρχει σαν όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και το 67ο έτος αλλά και το 62ο είτε για μειωμένη σύνταξη είτε για πλήρη σύνταξη. Δηλαδή σήμερα υπάρχει η δυνατότητα συνταξιοδότησης και πριν τα 67. Βέβαια είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει κάποιος ότι η μειωμένη σύνταξη, σύμφωνα με όσα ισχύουν σήμερα, θα είναι για πάντα μειωμένη, δεν μετατρέπεται στο μέλλον σε πλήρη. Δηλαδή, αν κάποιος επιλέξει να λάβει μειωμένη σύνταξη στο 62ο έτος της ηλικίας του, η σύνταξή του δε θα γίνει πλήρης στο 67ο έτος. Όμως, καλό είναι, κάθε περίπτωση να την εξετάζει κάποιος ξεχωριστά και συγκεκριμένα. Πολλοί λ.χ. «δαιμονοποιούν» την μειωμένη σύνταξη και δε θέλουν καν να ακούσουν για την επιλογή αυτή που έχουν, όμως καλό είναι πριν αποφασίσει κάποιος να συνταξιοδοτηθεί, ανάλογα με το τι επιλογές έχει, να βάλει κάτω με τη λογική και με βάση τα νούμερα τα δεδομένα και να δει τι τον συμφέρει, αν τον συμφέρει κ.λπ.»
Όταν λέμε μειωμένη, ποσό μειωμένη είναι;
«Με τα σημερινά δεδομένα – γιατί αυτό αλλάζει κάθε χρόνο - η μέγιστη μείωση της σύνταξης ανέρχεται στο ποσό των 128 ευρώ (μικτά) περίπου. Αυτή είναι σήμερα η μέγιστη μείωση της μειωμένης σύνταξης. Δηλαδή αν κάποιος έχει για παράδειγμα 30 έτη ασφάλισης και αποφασίσει να συνταξιοδοτηθεί στα 62 λαμβάνοντας μειωμένη σύνταξη, η διαφορά που θα έχει συγκριτικά με την πλήρη σύνταξη που ήταν να λάβει στα 67 του έτη με τα ίδια έτη ασφάλισης, δε θα είναι πάνω από 128 ευρώ μικτά. Ωστόσο, αν κάποιος επιλέξει να μη λάβει μειωμένη σύνταξη και να περιμένει να φτάσει στα 67, συνεχίζοντας έως τότε εργαζόμενος, τότε η σύνταξή αφενός δε θα έχει τη μείωση της μειωμένης, αφετέρου θα ληφθούν υπόψη και οι αποδοχές / εισφορές που θα έχει καταβάλλει μέχρι την πλήρη συνταξιοδότησή του. Δηλαδή, ούτε θα έχει τη μείωση της μειωμένης και, επειδή θα συνεχίσει να δουλεύει ως τα 67, θα δικαιούται ό, τι του αναλογεί για τα έτη αυτά που συνέχισε να εργάζεται μέχρι να υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης.
Η μείωση, πάντως, επιβάλλεται στο ένα κομμάτι της σύνταξης και όχι στο συνολικό ποσό αυτής και εξηγώ: Η σύνταξη σήμερα αποτελείται από δύο ποσά, την εθνική και την ανταποδοτική σύνταξη. Το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης αποτελεί το τελικό ποσό της σύνταξης. Έτσι, αν κάποιος επιλέξει να λάβει μειωμένη σύνταξη, τότε η μείωση επιβάλλεται μόνο στο τμήμα της εθνικής σύνταξης, ενώ το ποσό που αντιστοιχεί στην ανταποδοτική σύνταξη παραμένει ανεπηρέαστο. Γι’ αυτό και μπορούμε να υπολογίσουμε το ποσό της μείωσής της στη μειωμένη σύνταξη, χωρίς βέβαια να μπορούμε να υπολογίσουμε - χωρίς υπολογισμό για τη συγκεκριμένη περίπτωση - το συνολικό ποσό μίας σύνταξης.
Το συνολικό ποσό της σύνταξης που δικαιούται κάποιος, σε οποιοδήποτε ταμείο ασφάλισης και αν ανήκει, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε χωρίς ακριβή υπολογισμό αυτής καθώς, για να υπολογιστεί το ποσό της σύνταξης, είτε μιλάμε για μειωμένη σύνταξη είτε για πλήρη, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι αποδοχές που έχει λάβει σαν μισθωτός από το έτος 2002 μέχρι και την αίτηση συνταξιοδότησης και, αν μιλάμε για ελεύθερο επαγγελματία, οι εισφορές που έχει καταβάλει από το έτος 2002 μέχρι και την αίτηση συνταξιοδότησης. Οπότε, για όλα αυτά τα έτη, θα πρέπει να αναζητηθούν τα δεδομένα, ανάλογα με το αν ήταν κάποιος ήταν μισθωτός ή ελεύθερος επαγγελματίας.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που προτείνω εγώ στους εντολείς μου, εφόσον υφίσταται μόνο η δυνατότητα της μειωμένης σύνταξης ή σε περίπτωση που η επιλογή της πλήρους σύνταξης συνεπάγεται υψηλό κόστος για την εξαγορά του πλασματικού χρόνου ασφάλισης, είναι να προχωράμε σε υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, έτσι ώστε να εξετάζουμε σε κάθε περίπτωση τι σημαίνει για τον ασφαλισμένο η μειωμένη σύνταξη και τι η πλήρης, ώστε οι άνθρωποι, γνωρίζοντας τα δεδομένα, να προχωρήσουν στην επιλογή της μειωμένης ή της πλήρους σύνταξης, ανάλογα με τις ανάγκες τους, ή ακόμα και να αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν να εργάζονται και μετά τη συνταξιοδότησή τους ή αν θα διακόψουν οριστικά την εργασία τους.»
Γνωρίζετε αν θα αυξηθούν στο μέλλον κι άλλο τα όρια ηλικίας;
«Δεν το γνωρίζω και δε νομίζω ότι κάποιος μπορεί να το γνωρίζει αυτό με σιγουριά.»
Δικαιούνται όλοι σύνταξη, ακόμα και αν δεν υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης;
«Όχι. Προκειμένου να δικαιούται κάποιος σύνταξη, θα πρέπει να έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση τουλάχιστον 15 έτη, άλλως 4.500 ημέρες εργασίας. Αν δεν έχει πραγματοποιήσει τα απαιτούμενα έτη ασφάλισης, δεν υφίσταται και δικαίωμα για σύνταξη. Αρκετοί νομίζουν ότι όλοι δικαιούνται την εθνική σύνταξη, αλλά αυτό δεν ισχύει. Ίσως δικαιούνται κάποιο προνοιακό επίδομα από τον ΟΠΕΚΑ, αλλά αυτό δεν είναι σύνταξη ούτε χορηγείται από τον e-Ε.Φ.Κ.Α.»
Στην περίπτωση που θέλει κάποιος να εξαγοράσει τα χρόνια που του λείπουν για να φτάσει να έχει 15 χρόνια ασφάλισης, μπορεί;
«Υπό προϋποθέσεις και ανάλογα με τον ασφαλιστικό οργανισμό στον οποίο είναι κάποιος ασφαλισμένος. Υπάρχει η δυνατότητα εξαγοράς, ανάλογα με την περίπτωση, όπως λ.χ. οι άντρες οι οποίοι μπορούν να εξαγοράσουν τον χρόνο της στρατιωτικής τους θητείας. Για να υπάρχει, όμως, η σχετική δυνατότητα, χρειάζεται να έχει διανυθεί στην ασφάλιση ένας ελάχιστος χρόνος πραγματικής ασφάλισης.»
Στην περίπτωση που κάποιος κάνει δυο δουλειές και έχει και από τις δύο δουλειές ένσημα, τα ένσημα αυτά μετράνε διπλά;
«Όχι, δε μετράνε αθροιστικά. Υπάρχει ανώτατο όριο στις ημέρες ασφάλισης που μπορούν να μετρήσουν ανά μήνα.»
Πότε – σε ποια ηλικία - θα πρέπει οι ασφαλισμένοι να εξετάσουν το ενδεχόμενο της συνταξιοδότησης;
«Κανένας δεν έχει να χάσει κάτι, εάν ασχοληθεί με το συνταξιοδοτικό του, ακόμα και σε μη συντάξιμο όριο ηλικίας. Δε θα απέτρεπα ακόμα και έναν νέο άνθρωπο να κάνει μία έρευνα σχετικά με τον συνολικό χρόνο ασφάλισής του, λ.χ. πόσα ένσημα έχει ή τι επιλογές συνταξιοδότησης έχει στο μέλλον, με τα σημερινά δεδομένα. Όχι να κάνει αυτή τη διερεύνηση με σκοπό την άμεση συνταξιοδότησή του, αλλά καλό είναι να ξέρει τι γίνεται, τι ισχύει, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να «παρέμβει» στο ιστορικό ασφάλισής του, εάν χρειάζεται, και να το βελτιώσει, εφόσον υφίσταται η σχετική δυνατότητα. Η εμπειρία μου λέει ότι ποτέ δε βγαίνει χαμένος κάποιος που ασχολείται, έστω και πρόωρα, με το συνταξιοδοτικό του, ακόμα και αν η συνταξιοδότηση «φαίνεται» μακρινή. Για παράδειγμα αν κάποιος ασχοληθεί με το συνταξιοδοτικό του για πρώτη φορά στα 59 του έτη, δεν έχει χρόνο μπροστά του, προκειμένου να παρέμβει, εάν χρειαστεί, ώστε να διορθώσει τυχόν κενά ή παραλείψεις που μπορεί να είναι καθοριστικές για τον χρόνο συνταξιοδότησής τους. Αν, όμως, το κάνει εγκαίρως, τότε υπάρχει πιθανότητα να μπορεί να «σώσει» κάτι, καθ΄ υπόδειξη κάποιου ειδικού στα ζητήματα της κοινωνικής ασφάλισης.»