ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΟΜΙΑΣ
Η κατάσταση που επικρατεί στο Ρέθυμνο με την έξαρση βίας, τα μαφιόζικα χτυπήματα και τις επιθέσεις που παραπέμπουν σε πρακτικές εγκληματικών οργανώσεων είναι ένα φαινόμενο που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση. Δεν μιλάμε πλέον για μεμονωμένα περιστατικά, αλλά για μια επικίνδυνη κοινωνική και πολιτιστική διολίσθηση, η οποία βάζει σε κίνδυνο όχι μόνο την ασφάλεια των πολιτών, αλλά και τον ίδιο τον κοινωνικό ιστό όλης της περιοχής.
Το Ρέθυμνο έχει βρεθεί για ακόμα μια φορά στο επίκεντρο μιας ιδιαίτερα ανησυχητικής έξαρσης βίας, που θυμίζει πραγματικά,τη δράση της μαφίας. Ξυλοδαρμοί, μαχαιρώματα, εκτελέσεις, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, επίθεση με καυστικό υγρό και κόψιμο γλώσσας ανθρώπου με ψαλίδι, είναι μόνο μερικές από τις φρικιαστικές ενέργειες που συμβαίνουν δίπλα μας το τελευταίο διάστημα. Αυτά τα εγκλήματα, εκτός από την απίστευτη βαρβαρότητά τους, φανερώνουν μια σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας, που φαίνεται να έχει αποδεχτεί, σιωπηλά, την αυξανόμενη επιρροή της βίας και της ανομίας.
Στο επίκεντρο αυτών των εγκληματικών πράξεων βρίσκονται, όπως αποδείχθηκε και άτομα που ενεργούν ως πληρωμένοι φυσικοί αυτουργοί, εκτελώντας παραγγελίες για λογαριασμό ηθικών αυτουργών που επιδιώκουν την επίλυση διαφορών με τον πιο ωμό και βίαιο τρόπο. Τα θύματα, συχνά ανυποψίαστοι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν καν τους επιτιθέμενους τους, πέφτουν θύματα της βίας για λίγα ευρώ. Η φτηνή και εύκολη «ενοικίαση βίας» αποκαλύπτει το τρομακτικό φαινόμενο που διατρέχει την κοινωνία.Η ανθρώπινη ζωή, η ασφάλεια και η αξιοπρέπεια μπορούν να διαπραγματευτούν για ένα μικρό ποσό, σε μια πράξη εκδίκησης ή εκφοβισμού.
Η εμπορευματοποίηση της βίας
Η ύπαρξη πληρωμένων φυσικών αυτουργών φανερώνει την ακραία εμπορευματοποίηση της βίας. Άνθρωποι, συχνά με οικονομικά προβλήματα ή κοινωνικό αποκλεισμό, γίνονται όργανα των ηθικών αυτουργών, εκτελώντας επιθέσεις χωρίς να γνωρίζουν ή να ενδιαφέρονται για το ποιος είναι το θύμα. Η έλλειψη οποιασδήποτε ηθικής επιφύλαξης καθιστά τη βία έναν απλό τρόπο επίλυσης διαφορών, είτε αυτές αφορούν προσωπικές διαφορές, συμφέροντα ή ακόμη και ζητήματα που σχετίζονται με τον έλεγχο παράνομων δραστηριοτήτων.
Η δραματική ευκολία με την οποία μπορεί κάποιος να βρει φυσικούς αυτουργούς έτοιμους να αναλάβουν εγκληματικές πράξεις είναι ενδεικτική της υποβάθμισης του κοινωνικού ιστού. Σε μια κοινωνία όπου η φτώχεια, η ανεργία και η έλλειψη ευκαιριών συνδυάζονται με την δυσκολία της επιβολής του νόμου, η βία γίνεται όχι μόνο επιλογή, αλλά μια προσιτή επαγγελματική διέξοδος, όπου ο άνθρωπος γίνεται όργανο εκδίκησης και ελέγχου.
Ευθύνη και αποδοχή
Η σιωπηρή αποδοχή της βίας από την κοινωνία και η ελλιπής αστυνόμευση δημιουργούν το υπόβαθρο στο οποίο η εγκληματικότητα μπορεί να ανθίσει. Η τοπική κοινωνία, φοβούμενη αντίποινα, συχνά επιλέγει τη σιωπή, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο στους δράστες να συνεχίζουν ανενόχλητοι τις εγκληματικές τους δραστηριότητες. Ο φόβος είναι το κύριο όπλο που χρησιμοποιούν οι ηθικοί αυτουργοί για να εξασφαλίσουν κυρίως την αδράνεια των πολιτών, ενώ οι ίδιοι συνεχίζουν να δρουν έχοντας την αίσθηση της ατιμωρησίας.
Για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα φαινόμενα βίας, η ίδια η κοινωνία πρέπει να αναλάβει έναν ενεργό ρόλο. Οι πολίτες οφείλουν να καταγγέλλουν τα περιστατικά βίας και να κατανοήσουν ότι η συνεργασία με τις αρχές είναι σημαντική. Συγχρόνως, η εμπιστοσύνη στην αστυνομία και τη δικαιοσύνη πρέπει να αποκατασταθεί. Ακόμα, είναι σημαντικό να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή και η αλληλεγγύη, ενώ η κοινωνία πρέπει να απορρίψει τις πρακτικές εκδίκησης και αυτοδικίας και να προτάξει την επίλυση των διαφορών με πολιτισμένα μέσα.
Το Ρέθυμνο δεν μπορεί να γίνει έρμαιο μιας μαφιόζικης λογικής, όπου η ανθρώπινη ζωή και η αξιοπρέπεια κοστολογούνται για λίγα ευρώ. Η βία πρέπει να καταπολεμηθεί με αποφασιστικότητα, τόσο από τις αρχές όσο και από την ίδια την κοινωνία. Η σιωπή και η αδιαφορία είναι συνενοχή. Αν δεν υπάρξει αντίδραση, το Ρέθυμνο σύντομα θα βυθιστεί σε έναν φαύλο κύκλο βίας και ανομίας.
Οι τοπικές αρχές έχουν την ευθύνη να δράσουν αποφασιστικά και να προστατεύσουν την κοινωνία. Χρειάζονται ισχυρά μέτρα και συντονισμένες προσπάθειες για την πάταξη αυτών των φαινομένων. Η αστυνομία θα πρέπει να αυξήσει την παρουσία της αλλά και να εντείνει τις προσπάθειες για την εξάρθρωση των εγκληματικών δικτύων.
Πέρα όμως από την αστυνόμευση, οι τοπικές αρχές πρέπει να δώσουν βαρύτητα και στην αναζήτηση των αιτίων που οδηγούν στη βία. Η συνεργασία με κοινωνικούς επιστήμονες, ψυχολόγους, εκπαιδευτικούς και φορείς που ασχολούνται με την πρόληψη της εγκληματικότητας είναι απαραίτητη για να κατανοηθούν οι παράγοντες που οδηγούν σε τέτοιες καταστάσεις και να αναπτυχθούν στρατηγικές αντιμετώπισης τους.