ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΡΕΘΕΜΝΟΣ
Παλαιότερα χρόνια, που δεν υπήρχε αυτοκινητιστική συγκοινωνία οι μεταφορές των προιοντων από τα χωριά του Νομού στην πόλη, γίνονταν με μουλάρια και γαϊδουράκια. Χρειαζότανε ολόκληρη μέρα για να διασχίσουν οι άνθρωποι την απόσταση από τα απομακρυσμένα χωριά για να φθάσουν στη Χώρα ως αποκαλούσαν το Ρέθυμνο.
Αφάνταστοι ήταν οι κόποι και οι ταλαιπωρίες των επισκεπτών. Οι δρόμοι ήσαν καλντεριμένιοι και ανώμαλοι. Αν ήσαν χωματένιοι ήσαν αδιάβατοι κατά τον χειμώνα από τις λάσπες...
Η βροχή τους έκανε μουσκίδι. Το δριμύ ψύχος τους βελόνιαζε. Ο καύσωνας του καλοκαιριού τους έψηνε Πεζοί ή καβαλλαραίοι μικρή ήταν η διαφορά!
Είτε ανέβαιναν τις ανηφοριές είτε κατέβαιναν στις κατηφοριές τα γαϊδουράκια σταματούσαν υπό το βάρος του καβαλάρη αφεντικού. Αναγκαζόταν τότε να (ξεπεζεύουν) κατέρχονται. Αν ήσαν φορτωμένα τα υπομονητικά τετράποδα, οι συνοδοί των τα βάσταζαν για να προχωρούν. Αλλιώς περπατούσαν ζάλο-ζάλο, μετρούσαν τα βήματα όσοι είχαν μουλάρια τα κατάφερναν καλύτερα, προχωρούσαν με άνεση και έφταναν στον προορισμό τους συντομότερα. Τις μεταφορές των εκτελούσαν ξεκούραστα και ανεχόλιαστα. Απόσταση 30 χιλιομέτρων διανυότανε σε 6-7 ώρες, ξεκινούσαν το πρωί για να φθάσουν στη Χώρα το μεσημέρι. Διέθεταν το απόγευμα για τα πουσούνια των (προμήθειες- ψώνια) διανυκτέρευαν σε γνωστά πανδοχεία τότε που διέθεταν στάβλο για τα ζώα, φαγητό για τους πελάτες και οντάδες για ύπνο. Λιγοστοί κοιμόνταν σε Ξενοδοχεία ύπνου.
Το πρωί της επόμενης έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής. Απόσταση 50 χιλιομέτρων διανυότανε σε 15 ώρες. Αυτοί πολλές φορές διανυκτέρευαν εις υπάρχοντα ενδιάμεσα χάνια, ως τις Καρές, της Πέτρας, του Δούλγερη, του Χλιαούτη, του Αδάμη το Ντουκιάνι κ.τ.λ. Βάσανα και κακό.
Ολόκληρη ζωή χρειαζότανε να κανείς τις μεταφορές για να χτίσεις σπίτι με κεραμίδια ή οντά με σανίδια, απαιτούνταν πολλοί παράδες για να πλερώνεις "Κυρατζήδες" ή επαγγελματίες μεταφορείς.
Συνεταιρίζονταν ανά δυό η τρείς σε μια παρέα, καθένας τους είχε δυο δυνατά μουλάρια, με αυτά εκτελούσαν ξένες μεταφορές. Έπαιρναν "κυρά" κατ οκάν ανάλογα με την απόσταση και το είδος του φορτίου. Μισή ως μια δραχμή, το αγώι ως λέμε σήμερον.
Οι κυρατζήδες ή αγωγιάτες εξυπηρετούσαν τότε μια κατάσταση ανάγκης. Προσέφεραν υπηρεσία εις τους βασανιζόμενους χωρικούς, με το αζημίωτο. Μετέφεραν τα προιόντα από τα χωριά στην πόλη, λάδι , χαρούπι, βελανίδι, πυρήνα. Στον Πλακιά και Δαμνόνι και επέστρεφαν κατάφορτοι από είδη εμπορίου όπως σαπούνι, όσπρια, ρύζι, φρίσσες, μπακαλιάρο κ.τ.λ
Διπλό αγώι λοιπόν, το είχαν δίπορτο, σπάνια επανέρχονταν αδειανοί.
Δημοσιογραφική έρευνα-Επιμέλεια-Ρετουσάρισμα
Ιωάννης Μιχ. Δογάνης
Συνταξιούχος Βιβλιοθηκάριος
http://topaliorethemnos.blogspot.com/
Απόσπασμα από το βιβλίο
"ΟΙ ΚΑΤΑΧΑΝΑΔΕΣ"
του Α. Σταυρουλάκη
(Κρητικές Ηθογραφίες)