ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Μια ιδιόμορφη «μάχη» στον Εβλιγιά του Ρεθύμνου τον Ιούλιο του 1823

0

Βρισκόμαστε, ήδη, στο τρίτο έτος, 1823, της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη. Από τις πρώτες, κιόλας, μάχες οι Κρήτες επαναστάτες έχουν γίνει κύριοι της υπαίθρου του νησιού, ενώ οι Μουσουλμάνοι έχουν κλειστεί στα τρία μεγάλα κάστρα (Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο) καθώς και στους πύργους τους. Η υπερσυσσώρευση του μουσουλμανικού στοιχείου στις πόλεις έχει ήδη δημιουργήσει αρκετά προβλήματα, με κυρίαρχο αυτό της έλλειψης τροφίμων.

 Η άφιξη των αιγυπτιακών στρατευμάτων τον Μάιο του 1822, που προσέτρεξαν προς βοήθεια του Σουλτάνου για την κατάπνιξη της επανάστασης στην Κρήτη, έδωσε μια ανάσα στους έγκλειστους Τούρκους. Το πολυεθνικό, όμως, στράτευμα μετέφερε στο νησί και την φοβερή αρρώστια της πανώλης (πανούκλας), που ήταν ίσως η πιο επικίνδυνη και θανατηφόρα ασθένεια, με εκατομμύρια νεκρούς ανά τον κόσμο.

Η πανδημία είχε χτυπήσει τους κατοίκους και των τριών μεγάλων κάστρων του νησιού, αλλά στο Ρέθυμνο η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Οι υψηλές θερμοκρασίες του Ιουλίου σε συνδυασμό με την υγρασία και το στοίβασμα των κατοίκων του Ρεθύμνου στα στενά και ανήλιαγα σοκάκια της πόλης επέτειναν το φαινόμενο.

Για τον λόγο αυτό οι μουσουλμάνοι της πόλης, με τις οικογένειές τους, αποφάσισαν, γνωρίζοντας τον κίνδυνο, να εκδράμουν από την πόλη και να κατασκηνώσουν με τις οικογένειές τους, εκτός των τειχών, στα αερινά υψώματα γύρω από την πόλη, αφήνοντας μέσα μόνο την απαραίτητη φρουρά. Η απόφαση πάρθηκε με τη σύμφωνη γνώμη του διοικητή του Ρεθύμνου Οσμάν πασά, που κι ο ίδιος με το χαρέμι του είχε στήσει τη σκηνή του στον λόφο του Εβλιγιά, που αποτελούσε τον μεγαλύτερο καταυλισμό κατασκηνωτών.

Στα μέσα του Ιουλίου του 1823,  ο οπλαρχηγός Γεώργιος Τσουδερός, που περιπολούσε γύρω από το φρούριο του Ρεθύμνου, είδε αυτό το τσαντίρωμα των Τούρκων και θεώρησε, σύμφωνα και με πληροφορίες που συνέλλεξε, ότι οι Τούρκοι ετοίμαζαν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των Σφακίων! Ειδοποίησε πάραυτα τους Σφακιανούς οπλαρχηγούς Στρατή Δεληγιαννάκη, τον Μανουσέλη και τον Μανουσογιαννάκη για τις «προθέσεις» των Τούρκων.

Σε ελάχιστο χρόνο μαζεύτηκαν στα Κουσελιανά (Αγκουσελιανά) οι τέσσερις οπλαρχηγοί με 2 χιλιάδες Κρητικούς επαναστάτες. Γρήγορα, όμως, πληροφορήθηκαν τον πραγματικό σκοπό της εξόδου των Τούρκων. Με μεγάλη προσοχή, το βράδυ της 25ης Ιουλίου, κινήθηκαν ταχύτατα, πέρασαν τον Βρύσινα και μέσα από το φαράγγι της Αγίας Ειρήνης, λοξοδρομώντας προς τον Προφήτη Ηλία, πλησίασαν στον λόφο του Εβλιγιά. Ακριβώς τα μεσάνυχτα, δύο δυνατά σφυρίγματα, όπως αναφέρει ο Μουρέλλος, δίνουν το σύνθημα από τον Άη Γιάννη προς τον Προφήτη Ηλία.

Γενική έφοδος των επαναστατών που περικυκλώνουν το πρόχειρο στρατόπεδο των μουσουλμάνων. Οι Τούρκοι βρίσκονται σαστισμένοι ανάμεσα στα γιαταγάνια, τις σπάθες και τους πασαλήδες των αγριεμένων επαναστατών. Η σύγχυση που τους έφερε το απότομο ξύπνημα, τους κάνει να χάσουν τον προσανατολισμό τους. Φωνές, κάματα και θρήνοι των γυναικόπαιδων, δημιουργούν μια δυσπερίγραπτη κατάσταση. Οι Τούρκοι πυροβολούν, χωρίς να ξέρουν πού ρίχνουν, ενώ άλλοι τρέχουν προς τα πάνω και άλλοι προς τα κάτω, στην πόλη. Ανάμεσά τους και ο Οσμάν πασάς, που από τους πρώτους φυγαδεύεται προς τα ασφαλή τείχη της πόλης. Δυστυχώς, οι επαναστάτες δεν γνώριζαν ότι ανάμεσα στο κατασκηνωμένο πλήθος βρισκόταν και ο Τούρκος διοικητής της πόλης, αλλιώς η επιχείρηση θα είχε άλλη οργάνωση και διαφορετική στόχευση και βέβαια, εξέλιξη.

Το μακελειό στον Εβλιγιά κράτησε περίπου μία ώρα. Περίπου διακόσιοι μουσουλμάνοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά έπεσαν νεκροί από τα κρητικά μαχαίρια. Αλλά κι αυτοί που κατάφεραν να ξεφύγουν, τρέχοντας προς την πόλη, δεν είχαν καλύτερη τύχη. Η φρουρά, βλέποντας και ακούγοντας τους αλαλαγμούς, θεώρησαν ότι οι επαναστάτες επιτίθεντο εναντίον της πόλης. Άρχισαν, λοιπόν, το πυκνό πυρ και τους κανονιοβολισμούς εναντίον των ομοθρήσκων τους που κατευθύνονταν προς της Άμμος την Πόρτα για να γλιτώσουν και να μπουν στην πόλη. Μέχρι να καταλάβουν το λάθος τους, άλλοι διακόσιοι μουσουλμάνοι κείτονταν νεκροί μπροστά στα τείχη του Ρεθύμνου.

Ως το πρωί οι επαναστάτες λαφυραγωγούσαν τα όπλα των σκοτωμένων Τούρκων. Αλλά δεν τους δόθηκε η άδεια από τους μυαλωμένους οπλαρχηγούς τους να πάρουν το οτιδήποτε από τα τσαντίρια, από τον φόβο ότι θα μπορούσε να μεταδοθεί η πανούκλα και στους ίδιους. Τελειώνοντας τη λαφυραγώγηση, έβαλαν φωτιά στα έημα τσαντίρια του Εβλιγιά, κατακαίγοντας τα πάντα. Οι Τούρκοι, με τον τρόμο ακόμα ζωγραφισμένο στα μάτια, παρακολουθούσαν από τις επάλξεις του φρουρίου τη μεγάλη φωτιά που φώτιζε τον καλοκαιρινό ουρανό.

Το επόμενο πρωινό, μετά που περιμάζεψαν τους 400 νεκρούς τους, όρμησαν αγριεμένοι στις φυλακές που κρατούνταν κάποιοι επαναστάτες Κρητικοί. Τους έσφαξαν όλους καθώς και αυτούς τους ελάχιστους χριστιανούς που βρήκαν στα στενά της πόλης και στα περίχωρα, παίρνοντας εκδίκηση για τους δικούς τους νεκρούς.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ