(Αναδημοσίευση* από το βιβλίο Θαύματα του Τιμίου Σταυρού της κυρίας Κατίνας χήρας Στεφάνου Βασιλάκη το γένος Αντωνίου και Αιμιλίας Κοτζαμπασάκη) 1954
Πώς σωθήκαμε από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών το 1941
Ένα έτος προτού έρθουν οι Γερμανοί, δηλαδή το 1940 που τότε καθόμουν στο απέναντι σπίτι μου που έδωσα ως προίκα στην κόρη μου Σταυρούλα είδα εγώ η Κατίνα Βασιλάκη το εξής όνειρο. Είδα ότι ήρθαν δυο γυναίκες. Η μια μαυροφόρα που ήταν η Παναγία κι η άλλη με φόρεμα καφέ – θαλασσί που ήταν η Αγία Παρασκευή και η Παναγία μου είπε: Έλα παιδί μου Κατίνα μου έξω στο δρόμο να σου πω. Και μου λέει: απέναντι στο σπίτι σου είναι το τζαμί της Φορτέτζας και κοίταξε τι θα δεις. Και είδα τον ουρανό που είχε ενωθεί με τη θάλασσα στο σημείο εκείνο και σαν να ήταν ο ουρανός καθρέπτης και από μέσα από τον καθρέπτη ήταν ο Ιησούς Χριστός σταυρωμένος σε ένα σταυρό φυσικού μεγέθους και έβρεχαν φρέσκα αίματα σαν να τον σταύρωσαν εκείνη την ώρα και με έβαλαν στο μέσο οι δύο γυναίκες και γονατίσαμε στο δρόμο και μου έλεγε η Παναγία. Κοίταξε τον Υιόν μου που χύνει το αίμα Του για να σώσει τους αμαρτωλούς και όμως μας βλασφημούν, Υιέ μου Υιέ μου που βλασφημούν το Άγιον Σου Όνομα και το Άγιον Σου Αίμα, το Άγιον Σου Δισκοπότηρο και την Αγία Σου Κοινωνία και εμένα μου λένε την πιο βαριά ύβρη που μπορεί να πουν σε γυναίκα. Και χτυπούσε τα χέρια της στα γόνατά της και έλεγε, Υιέ μου που θα χαθεί ο κόσμος και θα γίνει πόλεμος και θα έρθουν ξένοι κατακτητές και θα χαθούν όλα τα καλά και τα αγαθά και το πολύτιμο αγαθό το ψωμί και θα έρθει καιρός να λειτουργούν στις εκκλησίες, αλλά δεν θα έχουν αλεύρι να κάνουν αντίδωρο, θα πεθαίνουν οι άνθρωποι στους δρόμους και δεν θα τους θάφτουν οι παππάδες και να το πεις στους παππάδες ότι πρέπει να τους διαβάζουν την κηδεία γιατί αλλιώς έχουν μεγάλη αμαρτία, διότι σε όσους πεθαμένους δεν διαβαστεί κηδεία πειράζουν τις ψυχές τους οι δαίμονες.
Εκεί που είδες τον Υιό μου θα δεις όταν θα έρθουν οι κατακτητές (Γερμανοί) τα βαπόρια τα οποία θα βομβαρδίσουν πρώτα τα Χανιά, έπειτα το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο και όλη την Κρήτη και θα χαθεί πολύς κόσμος. Όταν θα δεις τον μεγάλο κίνδυνο των βομβαρδισμών, πρώτα θα πας στο άλλο σου σπίτι (εκεί που κάθομαι τώρα) και θα βάλεις τον Τίμιο Σταυρό σε ξεχωριστό δωμάτιο στο πρώτο δεξιά και τότε που θα χάνεται ο κόσμος, θα γίνει καταφύγιο το σπίτι αυτό που θα πας και θα σωθούν πολλοί άνθρωποι και το σπίτι σου αυτό δεν θα πάθει τίποτα, αν και γύρω γύρω του θα πέφτουν οι βόμβες και τελευταία όταν θα ακούσεις τη λέξη πιλότος θα δεις μεγάλο κίνδυνο, αλλά μη λησμονήσεις τότε να φωνάξεις του Υιού μου, που θα είναι εκεί στη Φορτέτζα και θα του πεις επί λέξει, Εγώ αγαπώ τον Σταυρό σου από μικρό παιδί και έχω τύχει Χριστέ μου σε μεγάλους κινδύνους και έλα να βοηθήσεις αυτή την ώρα που είναι μεγάλος κίνδυνος και εκείνος τότε θα έρθει να σας βοηθήσει, εγώ φεύγω τώρα και θα πάω να βοηθήσω σε άλλα μέρη που γίνεται καταστροφή και σου επαναλαμβάνω μη λησμονήσεις να φωνάξεις του Υιού μου την ώρα του κινδύνου.
Πράγματι μετά από ένα έτος ήρθαν οι Γερμανοί είδα τον κίνδυνο, βρεθήκαμε στο σπίτι μου που είχε γίνει καταφύγιο και ήσαν και πολλοί άνθρωποι, είδαμε τις βόμβες που έπεφταν γύρω γύρω από το σπίτι μου και τότε είπε ένα παιδί: Κυρία Κατίνα το αεροπλάνο το είδα πολύ χαμηλά και διέκρινα και τον πιλότο και είδα τώρα και έπεσε και μια βόμβα και φοβήθηκα και ήρθα εδώ, εγώ τότε μόλις άκουσα τη λέξη πιλότος θυμήθηκα το προ ενός έτους όνειρο και φώναξα τον Χριστό μας να έρθει και να μας βοηθήσει και μόλις του φώναξα είδαμε όλοι μας από την εξώπορτα, της οποίας το ένα φύλλο ήταν ανοικτό, μπήκε μέσα στο σπίτι μία λάμψη σαν τον ήλιο και ένα εικονισματάκι 20 πόντους με τη Σταύρωση του Χριστού μας και το οποίο πέρασε από όλων μας τα κεφάλια και τελικώς έπεσε στα πόδια μου, ταυτοχρόνως δε 8 κομμάτια βλημάτων βόμβας στάθηκαν απ’ έξω από την εξώπορτα, είχα δε και στην ταράτσα μου την εικόνα του Αγίου Αντωνίου και την Αγία Ζώνη σε σχήμα σταυρού. Προς στιγμήν ο κόσμος νόμισε το εικονισματάκι για κομμάτι βόμβας και με ρωτούσαν αν με χτύπησε κι εγώ τους εξήγησα τι ήταν. Η πιο μεγάλη βόμβα έπεσε εκείνη τη στιγμή πλησίον του σπιτιού μου, αλλά δεν εξερράγη, κανείς άλλος άνθρωπος δεν ήταν μέσα στο Ρέθυμνο, πλην εκείνων που ήταν μαζί μου στο σπίτι μου, που ήταν καταφύγιο.
Τότε πέσαμε όλοι σε προσευχή και είπαμε Χριστέ Παναγία και Τίμιε Σταυρέ μας, βοηθήστε μας να μην σκοτωθούμε και πράγματι σωθήκαμε γιατί δεν ξανάπεσε άλλη βόμβα, ήταν 21 Μαΐου. Ένα παιδί αγαθό έκλαιε και έβαλε το χέρι του στα μάτια του, όταν είδε ότι από τα χέρια μου που κρατούσα τον Τίμιο Σταυρό βγήκε μία λάμψη και πήγε στο πρόσωπό του νομίζοντας ότι είναι λάμψη από βόμβα, του είπα μη φοβάσαι Μανώλη μου, μόνο να μου πεις από πού ακριβώς βγαίνει η λάμψη και μου λέει ότι η λάμψη βγαίνει από τη θήκη μέσα του Τιμίου Σταυρού και είδαμε όλοι μας ότι με τη λάμψη αυτή, σχηματίσθηκε ένας μεγάλος σταυρός και στο μέσον ως μαύρη σκιά ο Χριστός σταυρωμένος.
Την ημέρα της Αναλήψεως ήρθε από το χωριό ο σύζυγός μου και στις 11 η ώρα του είπα, κάθισε εσύ στην εξώπορτα να βλέπεις για γυρίζουν οι Γερμανοί και άμα σε δουν, δεν θα μπουν μέσα στο σπίτι γιατί εγώ θα βγω επάνω στο δωμάτιο να πλαγιάσω που έχω κάμποσα μερόνυχτα να κοιμηθώ, και τότε είδα στην ταράτσα έναν άνθρωπο ντυμένο ως ιερέα με ρούχα βρώμικα και με μαλλιά λιγδωμένα και ένα μαλλί ρόλος, είχε φράξει το δεξιό του μάτι και του είπα ποιος είσαι εσύ; Τι ζητάς; Τον γνώρισα ότι ήταν δαίμονας και του είπα, Βρε παπάς μου έγινες και έκαμες και περμανάντ; Τρομάρα να σου έρθει και να σε κάψει η φωτιά του Θεού, τι ήρθες μωρέ εδώ να κάνεις; Και μου λέει, εγώ Χονδρή είμαι εκείνος που διέτασσα τον πιλότο και έριχνε τις βόμβες και ρίξαμε κάμποσες γύρω από το σπίτι σου, αλλά δεν άφησε ο Σταυρός σου να γίνει κακό και είχαμε έτοιμη μια μεγάλη βόμβα να τη ρίξουμε από πάνω από τα κεφάλια σας, αλλά επειδή είχες τη ζωνάρα ξαπλωμένη (Αγία Ζώνη) και τον Ψαρογένη (Άγιο Αντώνιο) δεν μπορέσαμε να σου κάνουμε κακό, την ρίξαμε αλλά ένα χέρι την έσπρωξε και έπεσε πιο έξω από το σπίτι σου και σου συνιστώ να της χύνετε νερό κάθε πρωί για να μην εκραγεί μέχρις ότου οι Γερμανοί έρθουν να την αχρηστεύσουν. Και εγώ του είπα, πήγαινε στο άλλο παράθυρο να είσαι απέναντί μου να σε πληρώσω για το κατόρθωμά σου αυτό, σηκώθηκα από το κρεβάτι μου, τον πλησίασα, τον έπτυσα στα μούτρα και το σάλιο μου πήγε στο δεξιό του μάτι που το σκέπαζε με το κατσαρό μαλλί και μου απάντησε, Με έκαψε σκύλα με στράβωσες γιατί καίει το σάλιο σου επειδή πάντοτε κοινωνείς τη Μεγάλη Πέμπτη, τον είδα έπειτα και άνοιξε πόδια και χέρια και έγινε σαν αεροπλάνο και μου έλεγε κλαίγοντας, φεύγω φεύγω γιατί με έκαψες και ενώ τραβούσε προς βορρά τον διέταξα να πάει στο βυθό της θάλασσας και πράγματι αμέσως άλλαξε κατεύθυνση προς την θάλασσα.
Επιμέλεια: Γιώργος Λινοξυλάκης
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Google