Όπως και στις άλλες τουρκοκρατούμενες χώρες, εφαρμοζόταν και στην Κρήτη το ισλαμικό δίκαιο, που στηρίζεται στον ιερό νόμο των μουσουλμάνων (κοράνιο).
Το σημαντικότερο δικαστήριο ήταν το ιεροδικείο (mahkeme), ένα στην πρωτεύουσα κάθε διαμερίσματος του νησιού.
Ο ιεροδίκης(καδής), είχε ευρύτατες αρμοδιότητες. Όλες οι υποθέσεις ποινικού, αστικού, κληρονομικού και εμπράγματου δικαίου, εκδικάζονταν από τα κατά τόπους ιεροδικεία.
Οι αποφάσεις καταχωρίζονταν στους ειδικούς ιερονομικούς κώδικες και με την καταχώρηση αυτή αποκτούσαν κύρος και ήταν εκτελεστές.
Αξίζει ωστόσο να προστεθεί εδώ ότι και κάθε διαταγή, οποιασδήποτε Αρχής, ακόμη και τα σουλτανικά διατάγματα(φερμάνια και μπεράτια), για να αποκτήσουν κύρος και νομιμότητα, έπρεπε να καταχωριστούν στους κώδικες του ιεροδικείου.
Για το λόγο αυτόν ακριβώς, οι σωζόμενοι κώδικες των τουρκικών αρχείων αποτελούν πλουσιότατη και μοναδική πηγή ιστορικών πληροφοριών γιατί περιλαμβάνουν, όχι μόνο δικαιοπρακτικά έγγραφα, αλλά και έγκυρα αντίγραφα των διαταγών των τουρκικών αρχών.
Ο ιεροδίκης διοριζόταν από τον ανώτατο δικαστή του οθωμανικού κράτους, τον Σειχουλισλάμη, και ήταν ανώτατος κρατικός λειτουργός. Η αμοιβή του βάρυνε πάντα τους καταδικαζόμενους.
Εκτός από τα ιεροδικεία, λειτουργούσαν μικρότερα δικαστήρια στις έδρες των επαρχιών(καδιλικιών).
Ήταν ένα είδος επαρχιακών ειρηνοδικείων, που επέλυαν επί τόπου μικρές και ασήμαντες διαφορές.
Προϊστάμενοι αυτών των μικρών δικαστηρίων ήταν οι νάιπες (na ‘ip)
Η διαδικασία στην απονομή της δικαιοσύνης ήταν πολύ απλή και στηριζόταν συνήθως στην ένορκη κατάθεση των διαδίκων και των μαρτύρων τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο όρκος ήταν αναντίρρητα αποδεκτός από τους δικαστές και τους διαδίκους. Οι Χριστιανοί ορκίζονταν στο Ευαγγέλιο και στο όνομα του Ιησού, οι Τούρκοι στο Κοράνιο και οι Εβραίοι στο Τεβράτ.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα σχετικής διαδικασίας, από έγγραφο του 1672, με υπόθεση την επικαρπία αγρού, που είχε παραχωρηθεί από Τούρκο ιδιοκτήτη σε Χριστιανό καλλιεργητή, ειναι το παρακάτω:
Ο Τούρκος Ιμπραχήμ βέης αδυνατεί να προσαγάγει στο δικαστήριο μάρτυρες και ο δικαστής καλεί τον κατηγορούμενο, που ονομάζεται Γερμανός και είναι κληρικός στη μονή Αγκαράθου, να υποστηρίξει τις θέσεις του με όρκο.
«.....εζητήσαμεν παρά του Ιμπραχήμ βέη όπως διά μαρτύρων αποδείξη την αγωγήν του. Επειδή όμως ούτος ευρέθη εν αδυναμία να αποδείξη διά μαρτύρων τον ισχυρισμόν του, εζήτησε να επιβληθή όρκος εις τον αντίδικόν του.
Τότε επροτείναμεν εις τον Γερμανόν, όπως δι’ όρκου επιβεβαιώση την ομολογίαν του.Εδέχθη ούτος και ωρκίσθη επί του Ευαγγελίου του Ιησού, εφ’ου η ευλογία του Υψίστου.
Συνεπεία δε του όρκου και ελλείψει αποδεικτικών, απηγορεύσαμεν εις τον Ιμπραχήμ Βέην να ασχολήται με την διένεξιν ταύτην».
Η ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Στη Διδακτορικη Διατριβή του Μανόλη Πεπονάκη, «Εξισλαμισμοί και Επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη 1645-1899», διαβάζουμε:
Όταν υπήρχαν προβλήματα ανάμεσα σε μουσουλμάνους η μουσουλμάνους και χριστιανούς, αλλα και ανάμεσα σε χριστιανούς, σε περίπτωση που οι τελευταίοι δεν κατέφευγαν στα εκκλησιαστικά δικαστήρια, τα αρμόδια δικαστήρια ήταν οι μεχκεμέδες(mahkeke).
Λειτουργούσαν σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στις τρείς πόλεις του νησιού, στο Ηράκλειο, στα Χανιά και στο Ρέθυμνο.Αλλά και σε κεφαλοχώρια.
Υπεύθυνος για τις αποφάσεις του μαχκεμέ ήταν ο καδής, ειδικός εκπρόσωπος του Σουλτάνου, ο οποίος διοριζόταν από τον Σείχ Ούλ Ισλάμ και ερχόταν πάντοτε απο την Κωνσταντινούπολη.
Ο ιεροδικαστής αυτός δίκαζε όλες τις ιδιωτικές και ποινικές διαφορές, στηριγμένος στο μουσουλμανικό ιερό νόμο και τις σουλτανικές διαταγές.
Συγχρόνως ήταν συμβολαιογράφος και αρχειοφύλακας.
Ο καδής συνεργαζόταν με τον πασά και τον αγά των γενιτσάρων, που με τη σειρά του είχε την ευθύνη για την τήρηση της τάξης.Παράλληλα με τον καδή, απαραίτητος για τη λειτουργία του δικαστηρίου ήταν και ο μουφτής.Αυτός έδινε την άποψη του, χωρίς την οποία ο καδής δεν μπορούσε να αποφασίσει.
Με τη σύσταση των συμβουλίων των πόλεων, την εποχή της Αιγυπτιοκρατίας, οι αρμοδιότητες του μεχκεμέ περιορίστηκαν.
Επίσημα το μουσουλμανικό δικαστήριο είχε πλέον τη δυνατότητα παρέμβασης σε ιδιωτικές υποθέσεις, που αφορούσαν την ισλαμική θρησκεία, καθώς και στα κληρονομικά των χριστιανών, που από συμφέρον κατέφευγαν σε αυτό.
Έτσι αποφάσιζε για θέματα ιδιοκτησίας και κληρονομιάς και βέβαια για τις προσβολές της μουσουλμανικής θρησκείας.Σ’ αυτές τις προσβολές συμπεριλαμβανόταν η άρνηση του Ισλάμ.
Οι πασάδες, όμως, δεν είχαν πιά την υποχρέωση να ζητούν τη συγκατάθεση των καδήδων για την επιβολή της θανατικής ποινής.Συγχρόνως, μετά το 1821, ο μεχκεμές είχε και την ευθύνη για τη διαχείριση της περιουσίας των ορφανών χριστιανών.
Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ HATT-I HUMAYUN
Μετά την επανάσταση του1858, τέθηκαν σε εφαρμογή ορισμένες απο τις μεταρρυθμίσεις του Hatt-i Humayun για την οργάνωση της δικαιοσύνης.Σύμφωνα με αυτές δεν επιτρεπόταν να ασχολούνται οι μεχκεμέδες με θέματα των συμβουλίων.Δεν επιτρεπόταν ακόμη να διορίζουν οι καδήδες επιτρόπους ανηλίκων χριστιανών και γενικότερα να εκδικάζουν υποθέσεις σχετικές με τα κληρονομικά των ορφανών χριστιανώνΟι υποθέσεις αυτές περιήλθαν στην αρμοδιότητα των τριών χριστιανικών δημογεροντιών, που έδρευαν στις πόλεις υπό την εποπτεία των επισκόπων.
Οι καδήδες διατήρησαν και τότε τις υποθέσεις που στηρίζονταν στον ιερό νόμο και αφορούσαν τους μουσουλμάνους.
Είχαν επίσης και πάλι, και μάλιστα μέχρι το 1899, τη δυνατότητα να κατηχούν τους νεοφώτιστους μουσουλμάνους, να στερούν την κληρονομιά από τους αρνούμενους το Ισλάμ και είχαν το δικαίωμα να εκδικάζουν κληρονομικές υποθέσεις των χριστιανών, όταν οι τελευταίοι δεν κατέφευγαν στις δημογεροντίες και στους επισκόπους.
Εκτός όμως από τα μουσουλμανικά δικαστήρια οι χριστιανοί ήταν σε μειονεκτική θέση και στα μικτά δικαστήρια, που συστάθηκαν το 1858 με αρμοδιότητα τις ποινικές και εμπορικές υποθέσεις μεταξύ ετεροθρήσκων.
Σ’ αυτα τα δικαστήρια οι μουσουλμάνοι δικαστές διατηρούσαν την πλειοψηφία, τουλάχιστον μέχρι το 1899, παρά την προσπάθεια των χριστιανών να διεισδύσουν στο δικαστικό σώμα.
Τα μικτά δικαστήρια, στα οποία μετείχαν και οι καδήδες, μεροληπτούσαν υπέρ των μουσουλμάνων και αρνούνταν συχνά τη χριστιανική μαρτυρία.
Παρ’ όλα αυτά οι χριστιανοί έδειχναν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε αυτα τα δικαστήρια και είνα γνωστό ότι ζήτησαν στα 1874 να εκδικάζουν και τα κληρονομικά ζητήματα μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων.
Η αρμοδιότητα των ιεροδικείων ρυθμίστηκε τελικά από το Κρητικό Σύνταγμα του 1899, που περιόρισε τις επεμβάσεις των καδήδων σε θέματα καθαρά θρησκευτικά, στις υποθέσεις κληρονομιάς, γάμου, κηδεμονίας των μουσουλμάνων και στη διαχείριση των βακουφικών κτημάτων.
Έτσι δινόταν τέλος σε δυόμισι αιώνων υπεροχή του ισλαμικού νόμου και η ανεξιθρησκεία κατοχυρωνόταν στην πράξη.
Έγγραφο του Ιεροδικείου Ρεθύμνης σχετικό με τον τεκέ του Χατζή Χασάν Μπαμπά
Έγγραφο του Ιεροδικείου Ρεθύμνης (16 Απριλίου 1657) μεταφρασμένο από τον Νικ.Σταυρινίδη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ
Θεοχάρη Ε. Δετοράκη, Η Τουρκοκρατία στην Κρήτη 1669-1898.
Μανόλη Γ. Πεπονάκη, Εξισλαμισμοί και Επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645-1899)
Νικ.Σ. Σταυρινίδου, Μεταφράσεις Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων, Τομ. Α’