Φανταστείτε έναν πλούσιο άνθρωπο που δεν ξέρει τι έχει, όπως λέμε, να κάθεται να ζητιανεύει. Κάθε νοήμων άνθρωπος θα οργιζόταν, θα… θα…, αλλά να κάνει κάτι για να αλλάξει την κατάσταση, ή διαφορετικά αυτό το “κατάντημα” θα δυσκολευόταν πολύ.
Το ίδιο συμβαίνει και με την γλώσσα μας. Επιτρέπεται μια τόσο πλούσια γλώσσα, όπως είναι η ελληνική, να ζητιανεύει λέξεις, τις οποίες έχει, διότι αν δεν τις είχε το πράγμα θα άλλαζε. (Η επαιτεία βέβαια δεν γίνεται από την ίδια τη γλώσσα, αλλά από ορισμένους οι οποίοι προσπαθούν και να μας την επιβάλουν).
Αυτόν τον τεράστιο πλούτο τον άφησαν σε εμάς οι πρόγονοί μας ως προίκα (δώρο). Αλήθεια, ξέρετε την ετυμολογία της λέξης “προίκα”, δηλαδή την αληθινή προέλευσή της; (έτυμος=αληθινός). Θα σας τη γράψω για δύο λόγους. Πρώτον, για να γνωρίσετε ακόμη περισσότερο τη μαγεία της γλώσσας μας και δεύτερον, να καταλάβετε γιατί δεν πρέπει να καταλήξουμε σε ένα γιώτα (i) λατινικό. Η κανονική λέξη είναι προίξ - προικός (προίκα -προίκας). Σύμφωνα με το λεξικό Liddell και Scott καμία άλλη λέξη – όνομα δεν λήγει σε -οιξ. Για να δούμε όμως γιατί έχει αυτή την κατάληξη, πρέπει να εξετάσουμε τα συνθετικά της, διότι τα συνθετικά του κάθε ονόματος φανερώνουν και τι ακριβώς σημαίνει και εδώ σημαίνει εκείνο που ερχόταν πρό-του γάμου. Η λέξη αποτελείται από την απαρχαιωμένη πρόθεση “προ”, το θέμα του ρήματος ικνέομαι -ούμαι και την τριτόκλητη κατάληξη της ονομαστικής ενικού -ς. Δηλαδή προ+ικ+ς. Το κ+ς= ξ, προίξ. Το θέμα του ρήματος ικνέομαι είναι “ικ-”, το “νε” είναι πρόσφυμα και το “-ομαι” είναι η κατάληξη των ρημάτων μέσης φωνής. Τα προσφύματα τοποθετούνται στις λέξεις για πολλούς λόγους, όπως π.χ. χάριν ευφωνίας. Το ρήμα που αναφέρουμε σημαίνει φθάνω – έρχομαι και αν του τοποθετήσουμε την πρόθεση “από” γίνεται αφικνέομαι (αφίξεις) και επειδή δασύνεται, το “π” τρέπεται στο ψιλό του “φ”. Πώς λοιπόν να γράψεις τη λέξη “προίξ” με “i”; Δεν γίνεται.
Η γλώσσα μας λοιπόν είναι σχεδόν αυτάρκης, διότι απέκτησε τα πάντα από τα κλασικά χρόνια, όπως τα απέκτησε και ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Αφροδίτη της Μήλου, ο Παρθενώνας, ο ηνίοχος των Δελφών κ.ο.κ. Στα έργα εκείνων των χρόνων παρατηρούμε μια θεία αρμονία. Αν εξετάσουμε π.χ τα έργα τέχνης, που αναφέρονται παραπάνω, το πνεύμα και η ύλη ισορροπούν και ουδένα υπερβαίνει το άλλο. Στα αρχαϊκά χρόνια για παράδειγμα βλέπουμε να κυριαρχεί η ύλη. Τα χρόνια του Μεσαίωνα σβήνει σχεδόν η ύλη και προεξάρχει το πνεύμα, με τον ασκητισμό στην Ανατολή και με τα πανύψηλα εκκλησιαστικά κυρίως κτήρια στη Δύση, τα οποία προσπαθούν να φθάσουν στον Ουρανό.
Ανέφερα παραπάνω ότι κατά τα κλασικά χρόνια (500-400 π.Χ) αναπτύχθηκε και απογειώθηκε η γλώσσα μας. Αυτό οφείλεται κατά τη γνώμη μου, σε ευτυχείς συγκυρίες διαφόρων γεγονότων. Εγώ θα αναφέρω ένα. Ήταν ευλογημένη εκείνη η μέρα που ήλθαν στην Αθήνα από τους Λεοντίνους ο σοφιστής Γοργίας και ο σπουδαίος ρήτορας Τ(ε)ισίας. Το 427 π.Χ κατέφθασε πρεσβεία Λεοντίνων στην Αθήνα. Οι Λεοντίνοι ήταν αποικία ελληνική κοντά στις Συρακούσες της Σικελίας. Αρχηγός της αποστολής ήταν ο σοφιστής Γοργίας και μέλος ο Τισίας. (Στο εξής το όνομα θα το γράφουμε με την επικρατέστερη μορφή του δηλαδή με “ι”). Η Σικελία πρέπει να ξέρετε ότι ήταν η μάνα της ρητορικής. Στην Αθήνα λοιπόν δίδαξαν την τέχνη της ρητορικής.
Εκείνα τα χρόνια ο κάθε κατηγορούμενος δεν είχε συνήγορο (δικηγόρο). Έπρεπε να υπερασπιστεί τον εαυτό του μόνος του. Επειδή όμως οι περισσότεροι δεν μπορούσαν για διαφόρους λόγους, ανελάμβαναν την υπεράσπισή τους οι ρήτορες γράφοντες λόγους δικανικούς, του οποίους διάβαζαν οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι στους δικαστές. Έτσι δημιουργήθηκαν σχολές, οι οποίες δίδασκαν τη ρητορική τέχνη. Οι Αθηναίοι έγιναν δικομανείς. Δίκαζαν και δικαζόταν. Ο σπουδαίος Αριστοφάνης αυτό δεν το άφησε ασχολίαστο. Στους “όρνιθες” μας πληροφορεί τα εξής: “Οι μεν γαρ τέττιγες ένα μήν’ ή δύο επί των κραδών άδουσ’, Αθηναίοι δ’αεί επί των δικών άδουσι πάντα τον βίον” (Όρνιθες 39-41). Τα τζιτζίκια δηλαδή λαλούν στα κλαδιά ένα-δυο μήνες, οι Αθηναίοι όμως λαλούν στα δικαστήρια όλη τους την ζωή.
Το λάλημα αυτό όμως δημιούργησε την αττική γλώσσα, την οποία μιλούσαν οι άρχοντες (Περικλής), οι γίγαντες της ρητορικής (όλοι θα ξέρουμε τουλάχιστον τους δέκα κορυφαίους της Αθήνας), οι φιλόσοφοι, οι ποιητές…..
Υπάρχουν όμως και άλλοι σπουδαίοι που ίδρυσαν σχολές, όπως ήταν ο Κόρακας, που έκανε ένα μαθητή του ισάξιό του, τον Τισία. Ο Κόρακας καταγόταν από τις Συρακούσες και εξορίστηκε από τον τύραννο Ιέρωνα (5ος αιώνας π.Χ.). Ήλθε στην Αθήνα όπου ίδρυσε σχολή διδάσκοντας τη ρητορική τέχνη. Απέκτησε πολλούς μαθητές οι οποίοι ασχολήθηκαν με το γράψιμο δικανικών (υπερασπιστικών) λόγων. Οι λόγοι αυτοί τους απέφεραν πολλά κέρδη.
Ο Κόρακας βέβαια σιγά-σιγά μεγάλωνε την “επιχείρηση”, διδάσκοντας και τα άλλα είδη ρητορικής, δηλαδή τόσο την επιδεικτική όσο και τη συμβουλευτική (Τον διαχωρισμό σε τρία γένη δικανική, επιδεικτική συμβουλευτική τον έκανε κυρίως ο Αριστοτέλης).
Τώρα ας έλθουμε στον “Κοράκειο μύθο”, (ο μύθος κρύβει πάντοτε μία αλήθεια). Λέγεται ότι κάποια μέρα πλησίασε τον Κόρακα ένας νέος, ο οποίος ονομαζόταν Τισίας και ήθελε να διδαχθεί την ρητορική τέχνη. Ήταν πανέξυπνος μεν αλλά πάμπτωχος δε. Τα δίδακτρα ήταν ακριβά και επομένως πώς να τα πληρώσει; Ο Κόρακας όμως αντιλαμβανόμενος τις ικανότητες του νέου δεν τον έδιωξε, αλλά του είπε ότι θα του διδάξει τη ρητορική τέχνη και τα δίδακτρα θα τα πληρώσει όταν κερδίσει την πρώτη του δίκη. Με την πρόταση αυτή του δασκάλου συμφώνησε και ο μαθητής.
Όταν τελείωσαν τα μαθήματα (4 χρόνια κράτησαν) έλαβε το πτυχίο ο Τισίας με “άριστα” και καθημερινά γινόταν περισσότερο δυνατός, ώστε εντός ολίγου έγινε ισάξιος του δασκάλου του. Απέφευγε όμως να αναλάβει δίκες και έτσι ούτε κέρδιζε ούτε έχανε, με αποτέλεσμα και να μην πληρώνει τα δίδακτρα βάση της συμφωνίας. Κάποια στιγμή όμως ο Δάσκαλός του απογοητευμένος αναζήτησε δικαστικά την αμοιβή του.
Οι δύο αντίδικοι ή διάδικοι όπως λένε στα δικαστήρια, υποστήριξαν την άποψή τους κατά τα συμφέροντά τους, παραδεχόμενοι βέβαια τη συμφωνία που είχαν κάνει.
Πρώτος αγόρευσε ο δάσκαλός λέγοντας: “Κύριοι δικαστές, ο μαθητής μου Τισίας πρέπει να μου πληρώσει τα δίδακτρα πάση θυσία, είτε τον καταδικάσετε είτε τον αθωώσετε. Εάν τον καταδικάσετε και αθωώσετε εμένα, πρέπει να με πληρώσει για να εκτελεστεί η απόφασή σας. Αν όμως τον αθωώσετε και καταδικάσετε εμένα, θα έχει κερδίσει την πρώτη του δίκη, αποδεικνύοντας την καλή του κατάρτιση, η οποία απορρέει από την αρίστη διδασκαλία μου και επομένως πρέπει να με πληρώσει για να τηρηθεί η συμφωνία μας”.
Πολύ ωραία, λένε οι δικαστές και απευθυνόμενοι στον Τισία τον καλούν και αυτόν να πει την άποψή του.
Προσέξτε τώρα πώς ο μαθητής στάθηκε αντάξιος του δασκάλου του.
Αγορεύοντας λοιπόν ο μαθητής λέει: “Κύριοι Δικαστές, εγώ δεν είμαι υποχρεωμένος να πληρώσω τον δάσκαλό μου, ό,τι και να αποφασίσετε. Εάν δηλαδή κερδίσω την δίκη για να εκτελεστεί η απόφασή σας, ως κερδισμένος που θα είμαι, δεν υπάρχει λόγος να σας πάω κόντρα και να πληρώσω τον Κόρακα. Εάν τώρα χάσω την δίκη, πάλι δεν είμαι υποχρεωμένος να πληρώσω, διότι πρώτον δεν θα έχω κερδίσει ακόμα την πρώτη μου δίκη και δεύτερον θα φανερωθεί ότι ο δάσκαλος δεν μου έμαθε τίποτα. Πρέπει δηλαδή να τηρήσω τη συμφωνία, την οποία, όπως γνωρίζετε, παραδέχεται και ο Κόρακας”.
Οι δικαστές τα έχασαν από τις τεκμηριωμένες αγορεύσεις των αντιδίκων και γενικά από τη διαλεκτική δεινότητα διδασκάλου και μαθητή. Πρώτη φορά δεν ήξεραν ποιόν να πρωτοθαυμάσουν και πολύ περισσότερο ποιόν να αθωώσουν ή να καταδικάσουν.
Κάποια στιγμή όμως έφτασαν στο όριο του χρόνου, που ήταν η δύση του ηλίου. Τότε ο θαυμασμός έγινε αγανάκτηση και απέπεμψαν τους αντιδίκους με το παρακάτω αμίμητο λογοπαίγνιο, λαμβάνοντας βέβαια αφορμή από το όνομα του δασκάλου (Κόραξ –Κόρακας).
“Εκ κακού κόρακος κακόν ωόν”. Η φράση αυτή σημαίνει ότι από κακό κοράκι βγαίνει κακό αυγό και από κακό δάσκαλο βγαίνει κακός μαθητής. Έχω την γνώμη ότι οι δικαστές ευρισκόμενοι σε κατάσταση αγανακτήσεως, λόγω χρόνου όπως αναφέρθη και λόγω αμηχανίας, είπαν τη φράση αυτή, διότι τόσο ο Κόρακας όσο και ο Τισίας δεν αποδείχθηκαν κακοί αλλά το αντίθετο.
Πάντως όπως και να έχει η υπόθεση, η ιστορία αυτή διαδόθηκε ως “Κοράκειος Μύθος”, χωρίς βέβαια να τεκμηριώνεται πλήρως. Τώρα όσον αφορά τα πρόσωπα πιστεύω, χωρίς να διεκδικώ το αλάθητο, πως και οι δύο ήταν υπαρκτά πρόσωπα και βρέθηκαν στην Αθήνα, ο μεν Κόρακας ως εξόριστος του Ιέρωνα, ο δε Τισίας κανονικά με τον Γοργία, βάσει των προαναφερομένων.