Ο σταυρός ετυμολογείται από το ρήμα ίστημι και σημαίνει αρχικά το ξύλο που στέκει (ίσταμαι). Γενικά είναι ο ξύλινος πάσσαλος, όπως τον ονομάζομε σήμερα.
Το ξύλο αυτό το χρησιμοποίησε ο άνθρωπος, για να προξενήσει πόνο και εξευτελισμό, από αρχαιοτάτων χρόνων και μάλιστα, χρόνους μόλις φωτιζομένους από την ιστορία. Τα γράφω αυτά διότι και τα μαρτύρια του Προμηθέα (στον Καύκασο) και της Ανδρομέδας (σε θαλάσσιο βράχο) ανάγονται σε απωτάτους ιστορικούς μυθολογουμένους χρόνους, τα οποία μαρτύρια τα ονόμασαν σταυρώσεις.
Στα προρωμαϊκά χρόνια ο σταυρός και η σταύρωση αναφέρονται από πολλούς Έλληνες συγγραφείς, όπως από τον Όμηρο (Οδύσσεια ξ-ΙΙ και Ιλιάδα Ω 453), τον Ηρόδοτο (ιστορίες Ηροδ. 5,16.2, “τους δε σταυρούς”), τον Θουκυδίδη (Ιστορία Θουκ. 4.90 “και σταυρούς παρακαταπηγνύντες”, (παρά + κατά + πήγνυμι), τον Ξενοφώντα (Κύρου Ανάβαση 7,4,14 και Ελληνικά 3,23).
Εκτός από τον Ελληνικό χώρο αναφορές έχομε και από τους Ανατολικούς λαούς, Αιγυπτίους, Βαβυλωνίους, Ασσυρίους και άλλους, όπως στους Πέρσες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν (Δαρείος) ανασκολοπισμό (Ηρόδοτος 3,159). Ο ίδιος ιστορικός μας πληροφορεί και για άλλους λαούς, που γνωρίζουν τη σταύρωση, όπως για τους Θράκες, Γέτες ( Θρακικός και αυτός λαός) και Σκύθες.
Οι φοίνικες τώρα, διδαχθέντες από τους Πέρσες, μετέφεραν το “έθιμο” στην σπουδαία αποικία τους την Καρχηδόνα και από εκεί ίσως μετεδόθη στη Ρώμη, όπου η σταύρωση παρουσίασε αφθονία περιπτώσεων, οι οποίες εξάγονται από το Ρωμαϊκό δίκαιο την πηγή και την βάση των μετέπειτα δικαίων.
Προάγγελος και πρωτοπόρος και πρόδρομος της σταυρώσεως υπήρξαν τα κάτωθι περιγραφόμενα, στα οποία βασιζόμενοι οι Ρωμαίοι ανήγαγαν τη σταύρωση εις επιστήμη.
1ο. Η κατακρήμνιση από την Ταρπηία πέτρα. Υπήρχε στη Ρώμη ένας υψηλός και απότομος βράχος από τον οποίο κατεκρημνίζετο ο κατάδικος.
2ο. Η θανάτωση δια πελέκεως.
3ο. Η θανάτωση με τη Furca, στήριγμα (φουρκισμός). Το όργανο αυτό ευρισκόμενο σε αφθονία στα αγροκτήματα αποτελούμενο από τρία ξύλα σχηματίζοντα ένα Δ, το τοποθετούσαν στον άνθρωπο, όπως το τοποθετούσαν οι παππούδες μας στα ζώα (άλογο, γαϊδούρι, βόδι), για να τραβούν το άροτρο, την άμαξα ή το ξύλο στο μαγκανοπήγαδο και στο ελαιοτριβείο.
Η τοποθέτηση αυτή στην αρχή είχε σκοπό μόνο να πειθαρχήσει, να διαπομπεύσει, να χλευάσει ή και να ατιμώσει τον άνθρωπο. Βραδύτερον προσετέθη και ο ραβδισμός και το μαστίγωμα ως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος (Παράλληλοι βίοι, Γάιος Μάρκος Κοριολανός 24 και 26).
Αυτά γινόταν για όλους εκείνους που προσέβαλαν τις εστιάδες Παρθένες, για τους υπό της συγκλήτου επικηρυχθέντες ανωτάτους αξιωματούχους, όπως και για τους δούλους, χωρίς θανάσιμο έγκλημα αλλά με απλό μόνο πειθαρχικό παράπτωμα, διότι αυτοί οι δυστυχείς λογιζόταν res (πράγμα) και η ζωή ή ο θάνατός τους ήταν κάτι άνευ σημασίας.
4ο. Patibulum. Τούτο μεταφράζεται κλείστρον ή μάνταλο. Όλοι θα ξέρομε το μάνταλο, το επίμηκες ξύλο, που τοποθετούσαμε έσωθεν της πόρτας για ασφάλεια, το και περάτι ονομαζόμενο. Το ξύλο αυτό ήταν πρόχειρο στις πόλεις όσο πρόχειρη ήταν η φούρκα στην εξοχή. Το τοποθετούσαν δε στην ράχη του καταδίκου και έδεναν επαυτού τους τεταμένους βραχίονες. Το ανθρώπινο σώμα κύπτον από το βάρος του ξύλου περιφερόμενο ανά τις οδούς, χλευαζόμενο και εξευτελιζόμενο μετά μεγίστης περιφρονήσεως υπέκυπτε ταχέως.
Τώρα η «πρόοδος» συνεχίστηκε. Είχαμε συνεχή εξέλιξη. Από το μάνταλο η κατάσταση οδηγήθηκε στον πάσσαλο, που ήταν ένα ξύλο καρφωμένο στο έδαφος και σ’ αυτό γινόταν ο ανασκολοπισμός. Η πράξη αυτή ξεκινούσε από το υπογάστριο, περνούσε τα σπλάχνα και τη θωρακική κοιλότητα , δίκην οβελία. Ο θάνατος λόγω της φλογώσεως του σώματος και της δριμύτητας των πόνων επέφερε τον θάνατο ταχύτερα της σταυρώσεως.
Εκτός από τον ανασκολοπισμό γινόταν και η ανασταύρωση, είτε με ζωντανό είτε με νεκρό άνθρωπο. Εάν ήταν ζωντανός τον άφηναν να πεθάνει «βραδεί θανάτω»,”lenta morte” όπως έλεγαν οι Ρωμαίοι.
Από τις άνωθεν περιπτώσεις κατέληξαν στον σύνθετο σταυρό, όπως είναι το γράμμα Τ. Ο Λουκιανός (2ος αιώνας μ.Χ.) περιγράφοντας δίκη κατά την οποία το γράμμα Σ ενάγει το Τ ενώπιον των δικαστών φωνηέντων για σφετερισμό θέσεως στις λέξεις, π.χ. θάλλαττα, μέλιττα, γλώττα, Θετταλία κ.α. παρουσιάζει το Σ λαύρο εναντίον του Τ, εκτοξεύοντάς του και άλλη κατηγορία, ότι δηλαδή οι τύραννοι μιμήθηκαν το σχήμα του για να σταυρώνουν τους ανθρώπους. Επομένως καταλήγει το Σ, του αξίζει να καταδικαστεί σε πολλούς θανάτους και όχι μόνο σε ένα. (Δες και Ρεθεμνιώτικα νέα 28-09-2018 «Η δίκη των συμφώνων», Σκαλιδάκης Κων/νος).
Έτερα σχήματα σταυρού είναι ο Χ (χιαστί) σταυρός, που σύμφωνα με την παράδοση επί τοιούτου σταυρού υπέστη το μαρτύριο ο Απόστολος Ανδρέας.
Ο σύνθετος τώρα σταυρός, ο οποίος πρέπει να είναι πιθανότατα και ο σταυρός του Κυρίου μας, τα χρόνια εκείνα της σταύρωσης του Χριστού μας, απέκτησε και μία πινακίδα, ανηρτημένη άνωθεν του οριζοντίου ξύλου για να γράφεται επ’ αυτής ο λόγος της σταυρώσεως. (Titulus λατινικά, τίτλος ελληνικά, αιτία). Για το λεγόμενο υποπόδιο δεν υπάρχουν μαρτυρίες, όπως για τους ήλους-καρφιά, που αναφέρονται και στην ΚΔ (Ιωάν. 20,25).
Το ύψος του σταυρού εποίκιλε. Άλλοτε μεν τα πόδια του εσταυρωμένου άγγιζαν το έδαφος, οπότε λύκοι, τσακάλια και κύνες τους κατέτρωγαν, άλλοτε δε ήταν υπερυψωμένοι από το έδαφος, πάνω από ένα μέτρο.
Του Κυρίου μας το σώμα πρέπει να ήταν υπερυψωμένο, διότι οι Ευαγγελιστές γράφουν ότι τόσο ο Κεντυρίων (εκατόνταρχος) του λόγχισε την πλευρά, όσο και όταν ο Χριστός είπε διψώ του πρόσφεραν όξος, με σπόγγο δεμένο σε καλάμι.
Για τη σταύρωση υπήρχαν οι εκτελεστές- σταυρωτές. Στη Ρώμη είχαν τους ραβδούχους και στις Ρωμαιοκρατούμενες επαρχίες τους στρατιώτες, υπό αξιωματικού αγόμενοι. (Centurio, Kεντυρίων εκατόνταρχος)
Τα πρόσωπα αυτά ήταν διαλεγμένα ως άτομα αιμοβόρα, πεπωρωμένα, άκαρδα, θηριώδη, άκαμπτοι ,ψυχροί εκτελεστές, εφευρέτες βασανιστηρίων, σαρκαστές και είρωνες μπροστά στις πληγές, στη ροή των αιμάτων, στους σφαδασμούς του σώματος και στις απέλπιδες κραυγές και οιμωγές του καταπόρφυρου θύματος. Όπως λένε οι ειδικοί, είτε δεμένος είτε καρφωμένος (καθηλούμενος), οι πόνοι ήταν ανυπόφοροι, διότι η κυκλοφορία του αίματος γινόταν ανώμαλα με αποτέλεσμα τα καρδιακά συμβάντα. Όσων άντεχε η καρδιά, η φλόγωση των πληγών ήταν τρομακτική, έφερνε οπωσδήποτε υψηλό πυρετό, με επακόλουθο η αναπόφευκτη δίψα να αυξάνει την οδύνη. Το σώμα μελάνιαζε ολίγον - κατολίγον, τα νεύρα και οι μύες εξείχαν, όπως και οι φλέβες και οι οφθαλμοί. Τελικά όσοι άντεχαν ή λιποθυμούσαν δεν είχαν σωτηρία, διότι οι δήμιοι τους αποτελείωναν με τη σκελοκοπία. Στην περίπτωση του Κυρίου μας αυτή η πράξη δε χρειάστηκε, όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (19,33) γιατί το ανθρώπινο σώμα Του είχε καταλήξει, «ου κατέαξαν Αυτού τα σκέλη», δηλ. δεν Του έσπασαν τα πόδια. Το ρήμα είναι κατάγνυμι – κατά + άγνυμι και κάταγμα – κατά + άγμα.
Για τον ανασκολοπισμό δεν αναφέρω άλλα πέραν των ανωτέρω, διότι η λέξη και μόνο προκαλεί τρόμο.
Δυστυχώς ο άνθρωπος από τα ουράνια, το άρρητο ύψος κατεβαίνει σε δυσθεώρητα, αμέτρητα και ερεβώδη (πολύ σκοτεινά) βάθη, ακατανόητα “ανθρωπίνοις λογισμοίς”. Είναι ον “δεινόν” το δεινότερον από όλα τα άλλα, όπως το αποκαλεί ο τραγικός μας ποιητής Σοφοκλής στην Αντιγόνη 332.
“Πολλά τα δεινά κουδέν ( και ουδέν) ανθρώπου δεινότερον πέλει”. Πολλά είναι τα φοβερά, τα έξυπνα, τα τρομερά και θαυμαστά απρόσμενα συνήθως γεγονότα, που φέρνουν μεγάλες δυστυχίες και συμφορές, αλλά και ανείπωτη ευτυχία, τα οποία γίνονται από τον άνθρωπο, τον οποίον κανείς, δεν μπορεί να τον πλησιάσει, γιατί είναι δεινότερος όλων.
Τώρα θα διερωτάται ο αναγνώστης γιατί δεν αναφέρω περισσότερα για το σταυρό και τη σταύρωση του Κυρίου μας. Θα πρέπει να ξέρετε ότι για το θέμα αυτό υπάρχει λακωνικότητα πληροφοριών από τους Ευαγγελιστές, γι αυτό και η ευσέβεια των πιστών χριστιανών εκείνης της εποχής όση δύναμη πτήσεως και αν έχει, όση δύναμη και αν αντλεί από την πίστη, δεν μπόρεσε να σχηματίσει πλήρη και σαφή εικόνα του Θείου δράματος. Ευτυχώς όμως που η Αγία Ελένη ανεκάλυψε τον Σταυρό του Κυρίου, ώστε από εκεί και μετά να αρχίσουν εντατικές έρευνες, με αποτέλεσμα η Ιερά Παράδοση της Χριστιανικής Γραμματείας να γίνεται λαλιστέρα μέχρι του σημείου, πέρα των άλλων, να μας περιγράφει το σχήμα του σταυρού και την επαυτού θανάτωση του Κυρίου δια της καθηλώσεως των χειρών και των ποδών, ως τα εννοούμε εμείς σήμερα.
Η κατάργηση της σταυρώσεως έγινε από τον Μέγα Κωνσταντίνο μετά τη νίκη του επί του Μαξεντίου το 312μ.Χ. τοποθετώντας μάλιστα ομοίωμα του σταυρού στο διάδημά του.
Η υμνολογία της εκκλησίας μας εκείνη που αναφέρεται στο σύμβολο του Σταυρού είναι καταπληκτική. Παραθέτω ένα μικρό δείγμα σε μετάφραση. «Εμείς οι Χριστιανοί χαιρόμαστε για τον ζωηφόρο Σταυρό μας, που είναι το αήτητον τρόπαιον της ευσεβείας, η θύρα του Παραδείσου, ο στηριγμός των πιστών, το περιτείχισμα της εκκλησίας , ο οδηγός από τη γη στα ουράνια, το ακαταμάχητο όπλο, ο αντίπαλος των δαιμόνων, η δόξα των μαρτύρων, το αληθινό κάλλος των οσίων (εναρέτων), το λιμάνι της σωτηρίας. (Στιχηρό της Κυριακής Γ Νηστειών Σταυροπροσκυνήσεως και της εορτής του τιμίου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου).
Πρέπει όμως να αναφέρουμε και κάτι από το ωράριο εκείνης της εποχής, τόσο για το ημερινό όσο και για το νυχτερινό, για να εννοήσουμε κυρίως την ώρα της Σταύρωσης του Κυρίου, γιατί οι Ευαγγελιστές έχουν μια μικρή διαφορά. Ο μεν Μάρκος γράφει ότι «ην δε ώρα Τρίτη», ο δε Ιωάννης «ώρα δε ωσεί έκτη». Ας δούμε όμως το ωράριο και θα εξηγήσουμε τι συμβαίνει.
Το 24ωρο λοιπόν είχε το ημερινό 12ωρο και το νυκτερινό 12ωρο. Το πρώτο άρχιζε στις 6 π.μ. και διαρκούσε έως τις 6 μ.μ., χωριζόμενο σε τέσσερα τρίωρα. Κάθε τρίωρο είχε την ονομασία του. Από τις 6-9π.μ. είχαν την πρώτη ώρα, από τις 9-12 π.μ. την τρίτη , από τις 12-3 μ.μ. την έκτη ώρα και από τις 3-6 μ.μ. την ενάτη ώρα. Επομένως, οι ευαγγελιστές, δεν διαφωνούν ουσιαστικά, διότι αμφότεροι συγκλίνουν στη δωδεκάτη μεσημβρινή.
Άλλωστε πρέπει να λάβομε υπόψη τον τρόμο και φόβο εκείνων των ωρών, αλλά και τον τρόπο μέτρησης του χρόνου από τα ηλιακά ρολόγια και τις κλεψύδρες.
Ακρίβεια χρόνου δεν μπορούμε να έχομε. Επομένως η σταύρωση έγινε γύρω στις 12 το μεσημέρι. Επακολούθησε το τρίωρο σκότους έως το «τετέλεσται» (έκτη ώρα 12-3) και από τις 3-6 (ενάτη ώρα) έγινε η σκελοκοπία των ληστών, ο λογχισμός του Ιησού, η αποκαθήλωση και η ταφή.
Αυτά τα γεγονότα έλαβαν χώρα την 14η του εβραϊκού μήνα Νισάν, δηλαδή στο τέλος Μαρτίου, διότι σε μας αρχίζει μέσα Μαρτίου και τελειώνει μέσα Απριλίου.
Πρέπει όμως να αναφέρομε και για το νυκτερινό 12ωρο, το οποίο χωριζόταν και αυτό σε 4 τρίωρα, βάσει της αλλαγής της Ρωμαϊκής στρατιωτικής φρουράς. Η ώρα 6-9μ.μ. ονομαζόταν οψέ ή οψία, την οποία διατηρούμε και εμείς σήμερα και εννοούμε αργά το βράδυ. Η 9-12 ονομαζόταν μεσονύκτιο. Η 12-3 επιφώσκουσα ή αλεκτροφωνία – αλεκτρυοφωνία. Η πρώτη ονομασία βγήκε από το ρήμα φαίνω (+ την πρόθεση επί), το οποίο ερμηνεύεται ακτινοβολώ, φέγγω, φωτίζω. Επομένως επιφώσκουσα σημαίνει το αχνό φως, το αχνό χάραμα, την αυγή, το λίαν πρωί ή τον βαθύ όρθρο. Η δεύτερη ονομασία αλεκτροφωνία έχει το ίδιο νόημα, διότι αυτήν την ώρα γίνεται το νυκτερινό κράξιμο των αλεκτόρων- πετεινών. Τέλος δε η 3-6 ονομαζόταν πρωΐ.
Παραπάνω αναφέραμε ότι τα γεγονότα της Σταύρωσης έγιναν στις 14 του εβραϊκού μήνα Νισάν, κατά τον οποίον οι Εβραίοι γιορτάζουν το Πάσχα τους. Στη Χριστιανική ορθόδοξη ορολογία ονομάζεται Νομικόν Φάσκα και εορταζόταν την ημέρα της πανσελήνου, μετά την εαρινή (ανοιξιάτικη )ισημερία.
Η χριστιανή εκκλησία, για να μη συμπίπτει ο εορτασμός, καθιέρωσε η δική μας γιορτή να γίνεται την πρώτη Κυριακή μετά την Πανσέληνο της εαρινής ισημερίας (Ά Οικουμενική Σύνοδος. Νίκαια 325μ.Χ.). Υπεύθυνος ορίστηκε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, διότι εκείνη την εποχή η Αλεξάνδρεια είχε σπουδαίους μαθηματικούς και αστρονόμους, οι οποίοι μπορούσαν να λύνουν το περίπλοκο πρόβλημα του εορτασμού. Ο εορτασμός ξεκίνησε με βάση το Ιουλιανό ημερολόγιο. Το 1582 όμως καθιερώθηκε το νέο ημερολόγιο, το Γρηγοριανό και τακτοποιήθηκε η διαφορά των 10 ημερών. Στην Ελλάδα η αλλαγή έγινε το 1923, προσθέτοντας όμως άλλες 3 ημέρες, λόγω διαφοράς 3,5 αιώνων από το 1582. Εκείνοι όμως, που δεν το αποδέχθησαν ονομάστηκαν παλαιοημερολογίτες και γι’ αυτό έχομε τη διαφορά των 13ων συνολικά ημερών. Το όλο ζήτημα βέβαια είναι περίπλοκο, ο χριστιανικός κόσμος το κάνει όμως ακόμη περιπλοκώτερο και έτσι αφορμής δοθείσης καθένας δικαίως- αδίκως κάνει ό,τι θέλει εορτάζοντας το Πάσχα διαφορετικά, με αποτέλεσμα το Ορθόδοξο Πάσχα να συμπίπτει με το Πάσχα των Καθολικών ελάχιστες φορές, στη διάρκεια π.χ. των 100 χρόνων.
Όσον αφορά την Ορθοδοξία εορτάζει ενωμένη μεν το Πάσχα, διηρημένη δε τα Χριστούγεννα.