ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Τουρισμός: Όταν η μαζικότητα απειλεί τη βιωσιμότητα

0

Η θερινή περίοδος ξεκίνησε. Η αιφνίδια μετάβαση από ένα βαρύ  χειμώνα, σε μια Άνοιξη εφήμερη κι  ένα καλοκαίρι υποσχόμενο έντονη τουριστική δραστηριότητα,  κινητοποίησε τους ντόπιους επαγγελματίες  που,  υπό την ασφυκτική πίεση του χρόνου, προετοίμασαν εμπρόθεσμα  τις επιχειρήσεις τους για να υποδεχθούν τους ξένους επισκέπτες του Ρεθύμνου.

Η πόλη μεταμορφώθηκε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ανακαινισμένες , προϋπάρχουσες και νέες, ξενοδοχειακές μονάδες και επιχειρήσεις εστίασης και αναψυχής, παραλία με προηγμένες αισθητικά και λειτουργικά εγκαταστάσεις για τους λουόμενους,  πλήθος νέων πολυτελών κατοικιών που διατίθενται μέσω της πλατφόρμας Airbnb, συνθέτουν την, ανταγωνίσιμη στο διεθνές τουριστικό δίκτυο, φυσιογνωμία του Ρεθύμνου, ως δημοφιλούς ταξιδιωτικού προορισμού.

Κατά τα φαινόμενα, η σκληρή δοκιμασία της πανδημίας και όλων των δεινών που  συμπλήρωσαν τη δραματική επίδραση της στις ζωές όλων των ανθρώπων,  έθεσε σε εγρήγορση όλους τους μηχανισμούς άμυνας μας προκειμένου να διαχειριστούμε τις πολύπλευρες απώλειες και να υπερβούμε τις  δυσκολίες που συνεχίζουν να  αποθαρρύνουν σχεδιασμούς και να πλήττουν τις επιλογές και τη δράση μας.

Εντούτοις, την ίδια ώρα που απολαμβάνουμε την αισιόδοξη προοπτική της ανάκαμψης που, δυνητικά, θα μας επαναφέρει στην τροχιά ανάπτυξης , η οποία τόσο απρόσμενα ανακόπηκε από την οικονομική και  υγειονομική  κρίση που κορυφώθηκε με  τον πρόσφατο πόλεμο Ρωσίας- Ουκρανίας,  η ανησυχία μας για το μέλλον του Ρεθύμνου ως τόπο υποδοχής  «μαζικού τουρισμού», παραμένει ενεργή.

Ο προβληματισμός διατυπώθηκε πολύ εύγλωττα,  επιστημονικά άρτια και με αντικειμενική ορθότητα, στην πρόσφατη εκδήλωση που διοργάνωσαν η  Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου μας με  τα ενταγμένα στο ΚΕΜΕ Ερευνητικά Εργαστήριά της, σε συνεργασία με την Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνου και τον Δήμο Ρεθύμνης . Το θέμα ήταν «Μαζικός Τουρισμός και Βιώσιμη Ανάπτυξη: Η Επόμενη Ημέρα» Μια εξαιρετική ομολογουμένως πρωτοβουλία ενταγμένη στον κύκλο ομιλιών  «Το Πανεπιστήμιο στην Κοινωνία», στο πλαίσιο της οποίας παρουσιάστηκαν από έγκριτους επιστήμονες οι παράμετροι του μαζικού τουρισμού, οι επιδράσεις του στις τοπικές κοινωνίες αλλά και στη χάραξη της εθνικής τουριστικής πολιτικής, οικονομικά και ποιοτικά δεδομένα, οι αναπτυξιακές προοπτικές του τουρισμού κ.α. Ο διάλογος που αναπτύχθηκε στο πέρας των εισηγήσεων, ανέδειξε μέσα από τις παρεμβάσεις θεσμικών αλλά  και επαγγελματιών του τουρισμού, σημαντικές διαστάσεις της προβληματικής γύρω από τον υπερ-τουρισμό.

Όσα διατυπώθηκαν στη συγκεκριμένη εκδήλωση, απηχούν τον κοινό μας προβληματισμό. Απλώς επιβεβαιώθηκαν από την Επιστήμη.  Ως εκ τούτου, απέκτησαν οριοθετημένη, ξεκάθαρη υπόσταση, βάσει των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν, των διαθέσιμων ποσοτικών στοιχείων και δεικτών που, ως μετρήσιμοι,  δύσκολα  αμφισβητούνται ενώ οι ποιοτικές διαστάσεις του φαινομένου του μαζικού τουρισμού, είναι ορατές ακόμη και στους μη ασχολούμενους με τον κλάδο.

Όλοι μοιραζόμαστε θεωρώ κοινές εμπειρίες και βιώματα από την αλλαγή που υφίσταται η καθημερινότητα και οι ρυθμοί της ζωής μας στην πόλη κατά τους θερινούς μήνες. Τότε που η απλούστερη μετακίνηση μας στους δρόμους συνιστά «επικίνδυνη αποστολή», ένας  βραδινός περίπατος στα γραφικά σοκάκια του Ιστορικού μας Κέντρου προκαλεί αγοραφοβικό σύνδρομο, ένα καθημερινό μπάνιο στη μαγική παραλία του Ρεθύμνου προϋποθέτει οικονομικό κόστος που για μια οικογένεια ίσως να είναι απαγορευτικό μια και τα ελεύθερα τμήματα είναι ελάχιστα αφού απ’ άκρη σ’ άκρη το αμμώδες τμήμα έχει καλυφθεί από πολυτελείς στην πλειοψηφία τους εγκαταστάσεις (ομπρέλες, ξαπλώστρες, μπαρ πάνω στην άμμο, καναπέδες, πουφ, κουρτίνες, κούνιες, τραπέζια, «αλλαξιέρες», μηχανοκίνητα για θαλάσσια  σπορ,  κλπ.)

Κι ενώ το αστικό κέντρο ασφυκτιά, η ενδοχώρα παλεύει  με την εγκατάλειψη αφού η πλειοψηφία των κατοίκων των χωριών μας εργάζεται και επενδύει στις τουριστικά ανεπτυγμένες ζώνες όπου και  μετακομίζει συνήθως, είτε αφήνοντας τις πατρικές εστίες στη φθορά του χρόνου είτε μετατρέποντας τις σε μισθωμένες τουριστικές κατοικίες.  

Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν είναι: «Πόσο τουρισμό αντέχουμε τελικά;»

Ως κάτοικοι μιας πόλης που γνώρισε μια εκρηκτική τουριστική ανάπτυξη δίχως να έχει προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο. Αλλά και ως νησί, με απροσμέτρητου κάλλους φυσική ομορφιά και δυνατότητες που δεν είναι ανεξάντλητες.

Ας αναλογιστούμε τα ασύλληπτα ενεργειακά αποθέματα που απαιτούνται  για τον φωτισμό , τον κλιματισμό και τη λειτουργία του συνόλου του  τεχνολογικού εξοπλισμού στα  άπειρα  ξενοδοχεία, εστιατόρια και μπαρ αλλά και  στις μετακινήσεις, τα αποθέματα νερού που προϋποθέτει η λειτουργία πισινών, κοινόχρηστων ντουζιέρων στις παραλίες αλλά και ιδιωτικών στις τουριστικές επιχειρήσεις,   τους τόνους των παραγόμενων απορριμμάτων που χρήζουν άμεσης διαχείρισης, τις παρεμβάσεις σε φυσικά τοπία προκειμένου να διαμορφωθούν για να είναι επισκέψιμα κι «ελκυστικά».

Είναι ανησυχητικά μακρύς ο κατάλογος των αυστηρών, ενίοτε ασύμβατων  με το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, κατοίκων κι επισκεπτών, συνθηκών που πρέπει να πληρούνται για να επιβιώσει τουριστικά  ένας τόπος από τον αμείλικτο διεθνή ανταγωνισμό που καλλιεργείται και συντηρείται, με πρόταγμα την οικονομική ευημερία, εδώ και δεκαετίες, μεταξύ των ταξιδιωτικών προορισμών. 

Προφανώς,  συμφωνούμε ότι ο τουρισμός  είναι η ατμομηχανή της εθνικής μας οικονομίας  και ένας εκ των βασικών πυλώνων ανάπτυξης του Ρεθύμνου και της Κρήτης.

Επειδή όμως όπως πολύ σωστά επεσήμανε στην εκδήλωση του Πανεπιστημίου  ο κ. Στυλίδης Δημήτρης , αν. Καθηγητής Μάρκετιγκ στο Οικονομικό Τμήμα του Π.Κ. «..αν συνεχίσουμε αυτό το μοτίβο (της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης τουρισμού) μελλοντικά δεν θα υπάρχουν ούτε παραλίες ούτε φυσικά τοπία που είναι οι βασικοί πόλοι έλξης..» είναι αναγκαίο να αναθεωρήσουμε, να αναστοχαστούμε και να επανακαθορίσουμε τις προτεραιότητες μας.

«Ο στόχος της τουριστικής πολιτικής», είπε ο Καθηγητής Κοινωνιολογίας κ. Σκεύος Παπαϊωάννου, «θα ήταν να αναπτύξει τον τόπο του ως προς την κατεύθυνση των αναγκών των κατοίκων, να κάνει τον τόπο του βιώσιμο… Αυτή η στροφή προς τις ανάγκες των τουριστών είναι καταστροφή».    

Είναι χρήσιμο να αλλάξουμε την οπτική και την προσέγγιση μας προκειμένου να καταφέρουμε να  επαναπροσδιορίσουμε τον προσανατολισμό μας σε ότι αφορά την τουριστική πολιτική.

Είναι ματαιοπονία να εξαντλούμαστε σε γκρίνιες, αναμένοντας την πολιτεία να δώσει λύσεις σε λανθασμένες επιλογές που εμείς πρωτίστως υιοθετούμε. Είναι αδύνατον για το κεντρικό κράτος να γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες κάθε τόπου προκειμένου να προσαρμόσει τη τουριστική του στρατηγική, στις πολλές και διαφορετικές ανάγκες και δυνατότητες κάθε ελληνικής τουριστικής περιοχής.

Τις ζωτικές αυτές διαστάσεις τις γνωρίζουν οι κάτοικοι τους, οι θεσμοί τους, οι επαγγελματικές τους οργανώσεις.  Η τοπική κοινωνία λοιπόν οφείλει να κινητοποιηθεί, να οργανωθεί, να συζητήσει, να συναποφασίσει: Η Αντιπεριφέρεια, ο  Δήμος,  το Πανεπιστήμιο, το ΕΒΕ,  οι Σύλλογοι Ξενοδόχων,  Κατοίκων Παλιάς Πόλης, Εστίασης & Αναψυχής, νυχτερινών κέντρων διασκέδασης, τουριστικών πρακτορείων, τουρ. Δωματίων,  ταξιδιωτικών γραφείων, οδηγών ταξί,  το ΚΤΕΛ, όλοι όσοι εμπλέκονται στην διαχείριση του τουριστικού προϊόντος τον τόπο μας.    

Ο καθένας, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων, των  γνώσεων και των εμπειριών του μπορεί να συνεισφέρει στη χάραξη μιας τοπικής, κατ’ αρχάς, τουριστικής πολιτικής, την οποία θα προωθήσει εν συνεχεία στο αρμόδιο Υπουργείο για να ληφθεί υπόψη στη συγκρότηση της εθνικής τουριστικής πολιτικής.

Είναι κρίσιμης σημασίας θεωρώ, η εξισορρόπηση της τουριστικής  ανάπτυξης του Βόρειου Ρεθύμνου με το Νότιο. Σίγουρα δεν έχει ανάγκη ο
Νότος την άναρχη τουριστική ανάπτυξη του Βορρά. Ούτε χρειάζεται γιγάντιες ξενοδοχειακές μονάδες που θα τραυματίσουν ανεπανόρθωτα τη φυσική ομορφιά του και τους εξαίρετους βιότοπους του.  Ήπια, χαμηλή δόμηση με μικρές μονάδες, φτιαγμένες από ξύλο και πέτρα, επιχειρήσεις εστίασης και αναψυχής ανάλογου αριθμού και μεγέθους, ανάδειξη των μνημειακών κτισμάτων από τους κατά τόπους Δήμους, τα οποία  έχουν εγκαταλειφθεί και καταρρέουν, δημιουργία φυσιολατρικών μονοπατιών είναι μερικές μόνον από τις προϋποθέσεις που μπορούν εγγυηθούν μια υγιή τουριστική ανάπτυξη τόσο στο Νότο όσο και στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου. 

Η ανάπτυξη της ενδοχώρας, κατά την άποψη μου, θα πρέπει να ενταχθεί στις προτεραιότητες μας. Η αναζωογόνηση των χωριών μας, με επενδυτικές πρωτοβουλίες, τουριστικού περιεχομένου,   θα εξασφαλίσει όχι μόνον την επιβίωση τους αλλά και την προσέλκυση ποιοτικών επισκεπτών που σέβονται το περιβάλλον, την παράδοση του τόπου και την πολιτισμική του ταυτότητα. Η ανάπτυξη τουριστικών επιχειρήσεων, προσαρμοσμένων δομικά αλλά και   λειτουργικά,  στο μοναδικό, παραδοσιακό χαρακτήρα των χωριών της  Κρήτης, μπορούν να αποτελέσουν χώρους στους οποίους  ο επισκέπτης να γνωρίζει την αυθεντικότητα του νησιού, μέσα από τις γεύσεις, τους χορούς,  τις συνήθειες, τα έθιμα, την καλλιέργεια της γης και την  καθημερινή συνδιαλλαγή  με τη Φύση και την παραδοσιακή μας κληρονομιά αντί να σμίγει με ψήγματα της στις «κρητικές βραδιές»  που διοργανώνουν τα ξενοδοχεία της πόλης.

Ο «Πράσινος Αγροτουρισμός»   που διασυνδέει την πρωτογενή παραγωγή και τη μεταποίηση, βελτιώνει τη θέση των αγροτών και ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και αναγνωρισιμότητα των τοπικών παραδοσιακών προϊόντων στην αγορά, είναι μια δυναμική πρωτοβουλία,  η οποία μάλιστα χρηματοδοτείται μέσω προγράμματος και μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την ανάπτυξη της σημαντικής μορφής εναλλακτικού τουρισμού όπως είναι ο Αγροτουρισμός.  

Και μια και μιλάμε για εναλλακτικές μορφές τουρισμού: υπάρχουν πολλές μορφές και δεν είναι όλες συμβατές με τις δυνατότητες του Ρεθύμνου. Καλό να αξιοποιούμε ευκαιρίες που μας δίδονται, όπως συνέβη προσφάτως με το Διεθνή Ποδηλατικό Γύρο Ελλάδας αλλά θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας τις   αντοχές και τις δυνατότητες του Ρεθύμνου για τέτοιας εμβέλειας  διοργανώσεις. Και στην προκείμενη περίπτωση ούτε το οδικό δίκτυο ούτε το δίκτυο ποδηλατοδρόμων ήταν επαρκές με αποτέλεσμα την ανεκδιήγητη ταλαιπωρία των συμπολιτών και μάλιστα χωρίς αντίκρισμα αφού η προβολή του Ρεθύμνου ήταν αναντίστοιχη της ταλαιπωρίας αφού αποδείχθηκε πενιχρή έως ελάχιστη.

Αντιθέτως, ο θρησκευτικός τουρισμός, ο φυσιολατρικός, ο γαστρονομικός ο αθλητικός (σε συγκεκριμένα όμως αθλήματα που αφορούν την παραλία ή αγώνες δρόμου στην ενδοχώρα  ακόμη και το ποδόσφαιρο τύπου «mini soccer» κ.α) ο σχολικός- εκδρομικός, ο θαλάσσιος, ο εκπαιδευτικός  είναι μορφές που μπορούν κάλλιστα να ευδοκιμήσουν στο Ρέθυμνο.

Το θέμα της τουριστικής ανάπτυξης είναι τεράστιο και η συζήτηση ατελεύτητη. Είναι όμως ζωτικής σημασίας. Οφείλουμε να συμμετάσχουμε ενεργά  στο διάλογο,  διότι αφορά το παρόν και το μέλλον όλων μας. Προϋπόθεση  συμμετοχής είναι η ειλικρίνεια  και η υποβάθμιση της αξίας που δίδουμε στο προσωπικό κέρδος έναντι του συλλογικού οφέλους. Δεν είναι όλα μετρήσιμα με αριθμούς. Η ποιότητα δύσκολα αποτιμάται ποσοτικά, είναι εύκολα αναγνωρίσιμη όμως και απαραίτητη για την ευπρεπή επιβίωσή μας.  Αν ο κάτοικος μιας πόλης δεν μπορεί να απολαύσει τα αγαθά της, ασφυκτιά και νοιώθει ξένος στον τόπο του, κάθε άλλο παρά ευγενής  οικοδεσπότης θα γίνει, όσο κι αν προσποιηθεί.

  Η πανδημία, μεταξύ των πολλών μαθημάτων που μας πρόσφερε, ασχέτως αν προσπεράσαμε κάποια από αυτά, είναι πως όλα μπορούν να ανατραπούν και οι σημερινές βεβαιότητες να γίνουν εν μία νυκτί, αυριανά ζητούμενα.  Την ευημερία θα την εξασφαλίσουμε μαζί, με κοινή προσπάθεια, ωφέλιμους  συμβιβασμούς και  υποχωρήσεις του ατομικού έναντι του καθολικού, αυτού που αφορά το Ρέθυμνο ως μια ενιαία αδιαίρετη, ευλογημένη από τη φύση ενότητα,  που αξίζει την αγάπη  και το σεβασμό μας.        

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ