ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Η μικρασιατική εκστρατεία, η καταστροφή και οι πρόσφυγες στο Ρέθυμνο

0

Το 1909, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, που ήδη είχε πραγματοποιήσει το κίνημα στο Γουδί, προσκαλεί στην Αθήνα τον Ελευθέριο Βενιζέλο για να δώσει λύση στο οξύ πολιτικό πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί.  Στις εκλογές του 1910, το κόμμα του Βενιζέλου πέτυχε ευρεία πολιτική νίκη, ξεκινώντας, έτσι, ένα νέο κεφάλαιο στην πολιτική αλλά και πολεμική ιστορία της Ελλάδας.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε νεαρή ηλικία.

Το τότε ελληνικό κράτος περιελάμβανε μόνο την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία, τα νησιά του Ιονίου και τις Κυκλάδες, ενώ υπήρχαν αλύτρωτα ελληνικά εδάφη υπό οθωμανική κυριαρχία.

Ο Βενιζέλος, προσβλέποντας στην κατάρρευση της ήδη παραπαίουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας, έδωσε έμφαση στον εκσυγχρονισμό και εξοπλισμό του στρατού, αναλαμβάνοντας ο ίδιος και το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. 

Η ήττα της Τουρκίας στους Βαλκανικούς πολέμους.

Στους δύο βαλκανικούς πολέμους που ακολούθησαν, το 1912-1913, η Ελλάδα κατάφερε να διπλασιάσει τα εδάφη της και να γίνει ένα εύρωστο οικονομικά κράτος, υπολογίσιμο σε πολεμικό, πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο.

 Η έναρξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου, τον Ιούλιο του 1914, έφερε τον Εθνικό Διχασμό του 1915-1917 και την παραίτηση δύο φορές των Κυβερνήσεων Βενιζέλου. Ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, έκρινε ότι η θέση της Ελλάδας ήταν με το πλευρό της Αντάντ (Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία), αναμένοντας τον διαμελισμό των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και προσάρτησής τους στην Ελλάδα. Από την άλλη ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ προέκρινε την ουδετερότητα της Ελλάδας, βοηθώντας, ουσιαστικά, τις κεντρικές Αυτοκρατορίες (Γερμανία-Αυστρουγγαρία), αφού είχε παντρευτεί την αδερφή του Κάιζερ της Γερμανίας.

Ο Βενιζέλος εγκαθιδρύει κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, βοηθώντας στρατιωτικά την Αντάντ, ενώ ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αναγκάζεται από τις εξελίξεις να αυτοεξοριστεί. Η πολιτική Βενιζέλου θριαμβεύει αφού οι δυνάμεις της Αντάντ βγαίνουν νικήτριες στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.

Τα αποτελέσματα της συνθήκης των Σεβρών για την Ελλάδα.

Με τη συνθήκη των Σεβρών που υπογράφτηκε το 1920, παραχωρούνται στην  Ελλάδα η Δυτική και Ανατολική Θράκη και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος. Τέλος, η Συνθήκη ανέθετε τη διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης, που είχε ισχυρό ελληνικό στοιχείο, στην Ελλάδα για πέντε χρόνια. Μετά το τέλος της πενταετίας θα γινόταν δημοψήφισμα στους κατοίκους της περιοχής αν προτιμούν την ένωση με την Ελλάδα, ή την παραμονή τους στην Τουρκία. Η Μεγάλη Ιδέα, για την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, φαινόταν να παίρνει σάρκα και οστά.

 Το 1919, ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, διέταξε την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία, με την εντολή, ή καλύτερα με την ανοχή των Συμμάχων, προκειμένου να αποκατασταθεί η ειρήνη και η τάξη και να προστατευθεί ο χριστιανικός πληθυσμός από τις αυθαιρεσίες των ηττημένων Τούρκων. Η πόλη της Σμύρνης, εκείνη την εποχή, είχε πληθυσμό, περίπου 270.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 140.000 ήταν Έλληνες, στα χέρια των οποίων βρισκόταν το μεγαλύτερο μέρος της εμπορικής και οικονομικής δραστηριότητας. 

Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.

 Κι ενώ ο Σουλτάνος δέχτηκε τη Συνθήκη των Σεβρών, οι Νεότουρκοι, με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ, δεν την αναγνώρισαν και βρίσκονταν σε ανταρτοπόλεμο με την Αντάντ και τους Έλληνες συμμάχους της. Η ελληνική κυβέρνηση, προσπάθησε να επιβάλλει τα συμφωνηθέντα, με την προοπτική να κερδίσει και επιπλέον εδάφη, σε μια Οθωμανική Αυτοκρατορία, που φαινομενικά, τουλάχιστον, έδειχνε να καταρρέει. Έτσι, τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν, το καλοκαίρι του 1920, να προελαύνουν σε εδάφη έξω από τη συμφωνημένη ζώνη της Σμύρνης, υποτιμώντας τον Κεμάλ και τις δυνάμεις του.

Στο μεταξύ στην Ελλάδα η κοινή γνώμη είχε αρχίσει να στρέφεται εναντίον του Βενιζέλου, λόγω των μακρόχρονων πολέμων. Η αντιπολίτευση υποσχόταν ότι αν εκλεγεί θα τερμάτιζε τη μικρασιατική εκστρατεία. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, το κόμμα των Φιλελευθέρων έχασε και ο Βενιζέλος δεν εξελέγη ούτε καν βουλευτής, ενώ στην Τουρκία ο Μουσταφά Κεμάλ εδραιωνόταν όλο και πιο γερά. Η ήττα Βενιζέλου οδήγησε στην αποδυνάμωση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, το οποίο βασιζόταν κυρίως σε βενιζελικούς αξιωματικούς, και αντίστροφα, σε ενδυνάμωση του τουρκικού. 

Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος παρασημοφορεί στρατιώτες στο μικρασιατικό μέτωπο.

Παράλληλα, η επάνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο έδωσε στις Μεγάλες Δυνάμεις την αφορμή, που ήδη έψαχναν, να απαγκιστρωθούν πλήρως από τη μικρασιατική εκστρατεία, καθώς ο Κωνσταντίνος είχε άμεσες σχέσεις με την έκπτωτη βασιλική οικογένεια της ηττημένης Γερμανίας.

Οι ελληνικές δυνάμεις, έχοντας ήδη περάσει τη γραμμή ασφαλείας, Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ-Κιουτάχεια, είχαν φτάσει στον ποταμό Σαγγάριο, έχοντας ως απώτερο στόχο να χτυπήσουν τον Κεμάλ μέσα στην πρωτεύουσά του, την Άγκυρα. Η προσπάθεια των ελληνικών δυνάμεων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, καταφέροντας ψυχολογικό πλήγμα στους Τούρκους, βρήκε την αντίθεση και την αντίσταση από τα στρατεύματα της ίδιας της Αντάντ, που ήδη είχαν αρχίσει, με μυστικές, διμερείς συμφωνίες, να αλλάζουν πλευρά.

 Στις 13 Αυγούστου 1922, ο ενισχυμένος κεμαλικός στρατός, με οπλισμό που του είχε διατεθεί από Ιταλία και Σοβιετική Ένωση, που αποτελούσαν μέχρι πρότινος συμμάχους της Ελλάδας, ξεκίνησε τη μεγάλη αντεπίθεση. Χωρίς μεγάλη προσπάθεια διέσπασε τις γραμμές του ελληνικού στρατού, που είχε ήδη χάσει το ηθικό του, αναγκάζοντάς τον σε άτακτη υποχώρηση προς τα μικρασιατικά παράλια.

Ο ελληνικός στρατός εγκαταλείπει την Σμύρνη.

 Οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Η ελληνική κυβέρνηση, με σπασμωδικές κινήσεις, διέταξε την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα. Οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες αποχώρησαν στις 10 Αυγούστου, σύμφωνα με το παλιό Ιουλιανό ημερολόγιο που ίσχυε τότε, αφήνοντας απροστάτευτους τους Έλληνες της περιοχής. Στις 13 Αυγούστου οι πρώτοι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη, ενώ οι καταστροφές ξεκίνησαν στις 18 του ίδιου μήνα.

Οι κάτοικοι της Σμύρνης απεγνωσμένοι καταφεύγουν στο λιμάνι.

Οι νικητές προέβησαν σε εκτεταμένες βιαιοπραγίες και ωμότητες εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού όλης της Μικράς Ασίας. Η γενοκτονία των Ελλήνων που ξεκίνησε το 1906 από τη Θράκη ολοκληρωνόταν στη Σμύρνη από τους Νεότουρκους. Οι ελληνικές και αρμενικές συνοικίες της Σμύρνης παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ οι κάτοικοί τους αναζητούσαν απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής προς το Αιγαίο, κάτω από τα αδιάφορα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, βλέμματα των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων τα οποία τηρούσαν στάση αυστηρής ουδετερότητας, όπως είχαν διαταχθεί, μπροστά στη σφαγή, ενώ καταγράφηκαν και περιπτώσεις όπου οι άνδρες των πληρωμάτων ράβδιζαν τα χέρια των ικετεύοντων χριστιανών που προσπαθούσαν να ανεβούν στα καταστρώματα για να σωθούν, συμμετέχοντας έτσι στο έγκλημα των Τούρκων.

Η Σμύρνη φλέγεται.

 Οι Τούρκοι ήθελαν να εξαφανίσουν κάθε ελληνικό στοιχείο από τη Μικρά Ασία, προβαίνοντας σε ανείπωτα εγκλήματα. Μαζικές πυρπολήσεις κτηρίων και ανθρώπων, βιασμοί, εκτελέσεις, βασανιστήρια. Αμερικανοί μάρτυρες διηγούνται ιστορίες για πυρπολήσεις αρρώστων μέσα σε νοσοκομεία και παιδιών μέσα σε σχολεία. Πολλοί Χριστιανοί κάηκαν μέσα στις εκκλησίες τους, όταν αφού κατέφευγαν σε αυτές, οι Τούρκοι τούς έβαζαν επί τούτου φωτιά.

 Στους χριστιανούς-θύματα των τουρκικών θηριωδιών συγκαταλέγεται και ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, ο οποίος συνελήφθη, βασανίσθηκε, τυφλώθηκε και διαμελίστηκε από τον τουρκικό όχλο βρίσκοντας μαρτυρικό θάνατο στις 27 Αυγούστου 1922.  Αποκορύφωμα αποτέλεσε η πυρπόληση της αρμενικής και της ελληνικής συνοικίας της Σμύρνης. Το κάψιμο των σπιτιών ανάγκασε τους κρυμμένους σε αυτά Χριστιανούς να βγουν έξω στους δρόμους, με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι που είχαν γλυτώσει από τις προηγούμενες σφαγές, να πέφτουν στα χέρια των Τούρκων και να υφίστανται τρομερούς βασανισμούς πριν τον θάνατό τους.  Η πόλη εξαφανίστηκε καθώς από την πυρκαγιά διασώθηκε μόνο η τουρκική και η εβραϊκή συνοικία.

 Συνολικά η Μικρασιατική εκστρατεία είχε ως αποτέλεσμα πάνω από 25.000 νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες από ελληνικής πλευράς. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 άμαχους νεκρούς.

Στην Κρήτη, των 350 χιλιάδων κατοίκων, από το 1922 έως και το 1925, εγκαταστάθηκαν περίπου 34 χιλιάδες πρόσφυγες, αποτελώντας, περίπου το 10% του συνολικού πληθυσμού. Από αυτούς οι 19 χιλιάδες τοποθετήθηκαν στον Ν. Ηρακλείου, 8 χιλιάδες στον Ν. Χανίων, 5,2 χιλιάδες στον Ν. Ρεθύμνου και 1,7 χιλιάδες στον Ν. Λασιθίου.

Στην πόλη του Ρεθύμνου, που ο τότε ο πληθυσμός του δεν υπερέβαινε τις 8-9 χιλιάδες ψυχές,  κατέπλευσε στο λιμάνι, στις 25 Σεπτεμβρίου 1922, το υπερωκεάνιο ΠΑΤΡΙΣ αποβιβάζοντας 2.800 πρόσφυγες, προερχόμενους από διάφορα σημεία της Μ. Ασίας. Είχε προηγηθεί, στις αρχές του Αυγούστου και πριν την κατάρρευση του Μετώπου, η άφιξη 170 Ποντίων προσφύγων. Αυτοί φιλοξενήθηκαν προσωρινά στο θερινό θέατρο Ιδαίον Άντρον, πριν διαμοιραστούν σε διάφορους οικισμούς του Νομού. Μέχρι και το 1926 στο Ρέθυμνο είχαν φτάσει πάνω από 5.200 πρόσφυγες.

Η άφιξη ενός τόσο μεγάλου αριθμού προσφύγων, σε μια μικρή πόλη πάμφτωχη, που τη μάστιζε η ανέχεια, δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση και προβλήματα. Οι πρόσφυγες, ρακένδυτοι, με πολλά μέλη των οικογενειών τους αγνοούμενους, αναζητούσαν πρώτιστα στέγη και τροφή, με τον χειμώνα να πλησιάζει. Άμεσα συστάθηκαν επιτροπές περίθαλψής τους, ενώ διενεργήθηκαν δεκάδες έρανοι για την οικονομική στήριξή τους, κυρίως σε ένδυση και τροφή. Τα δημόσια κτήρια, οι εκκλησίες και τα τζαμιά της πόλης επιστρατεύθηκαν για τη διαμονή τους, σε συνθήκες πραγματικά άθλιες. Η μικρή κοινωνία του Ρεθύμνου ανταποκρίθηκε, στη συντριπτική της πλειοψηφία, προσφέροντας από το υστέρημά της, για την περίθαλψη των προσφύγων. Ακόμα και οι Μουσουλμάνοι της πόλης, που ακόμα υπήρχαν, αφού δεν είχε πραγματοποιηθεί ακόμα η ανταλλαγή των πληθυσμών βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης, βοήθησαν, έστω και λίγο, οικονομικά τους αλλόθρησκους πρόσφυγες. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, αρκετών μηνών, οι πρόσφυγες διέμεναν σε άθλιες συνθήκες στην πόλη του Ρεθύμνου, εξαρτώντας την επιβίωσή τους αποκλειστικά από τους εράνους και την όποια, ελάχιστη, κρατική βοήθεια. Η εύρεση εργασίας ήταν σχεδόν αδύνατη, σε μια πόλη που αδυνατούσε να θρέψει ακόμα και τους αυτόχθονες κατοίκους της.

Το υπερωκεάνιο ΠΑΤΡΙΣ.

Σημαντική ήταν η προσφορά του Λυκείου Ελληνίδων και του Συλλόγου Κυριών Ρεθύμνου, με εμβληματικές ρεθεμνιώτισσες κυρίες, όπως η Λέλα Κούνουπα, η Ιουλία Πετυχάκη, η Φερενίκη Βαλαρή και τόσες άλλες που προσέτρεξαν να βοηθήσουν και να απαλύνουν τον πόνο των προσφύγων. Η αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου, δίπλα στην πλατεία Μικρασιατών, ήταν χώρος καθημερινής διανομής συσσιτίου στα πεινασμένα προσφυγόπουλα από τους παραπάνω Συλλόγους.

Με την πάροδο του χρόνου και μετά την αναχώρηση των Μουσουλμάνων, βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης το 1924, οι συνθήκες ζωής των προσφύγων άρχισαν να βελτιώνονται, με αργό, βέβαια, ρυθμό. Πολλοί μετακινήθηκαν από την πόλη σε οικισμούς, κυρίως του ανατολικού Ρεθύμνου, καταλαμβάνοντας πρώην μουσουλμανικές γαίες προς καλλιέργεια, τα ανταλλάξιμα.

Ο κοινωνικός ρατσισμός, όμως, που υφίσταντο από την αρχή, πήρε πολλά χρόνια για να εκλείψει. Ο πρόσφηγκας, ο τουρκόσπορος, ο αναμαζωξάρης, ο ξενομπάτης, ήταν τα επίθετα που για αρκετά χρόνια στιγμάτιζε όλους αυτούς, που τους έβλεπαν ως ξένους οι Τούρκοι στη Μ. Ασία και ως Τούρκους οι Έλληνες στη νέα τους πατρίδα. 

Προσφυγόπουλα περιμένουν το συσσίτιο έξω από την αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου.

Σταδιακά, οι χιλιάδες αυτοί πρόσφυγες, άρχισαν να ενσωματώνονται στην τοπική, κλειστή, κοινωνία. Η κουλτούρα που έφεραν από τις αλησμόνητες πατρίδες, σε συνδυασμό με τις γνώσεις σε διάφορες τέχνες, τους έκαναν να ορθοποδήσουν. Έφεραν νέες τεχνικές, με σύγχρονη επιστημονική γνώση, στην πρώιμη βιομηχανία, τη γεωργία και την αλιεία. Νέα ήθη, νέα έθιμα. Νέες γεύσεις στην παραδοσιακή κρητική κουζίνα. Και βέβαια νέα ακούσματα, νέα γλωσσικά ιδιώματα.

Σήμερα, που ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει τεράστιες μεταναστευτικές ροές, οι μνήμες από τη μικρασιατική καταστροφή παραμένουν επίκαιρες όσο ποτέ, διδάσκοντάς μας την αλληλεγγύη, την αλληλοβοήθεια και τον αλτρουισμό, υπενθυμίζοντάς μας παράλληλα τη δύναμη του ανθρώπου για ψυχική ανάταση και πρόοδο.

 

 

 

 

 

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ