ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το αλβανικό μέτωπο του 1940 και η οδύσσεια του Κωστή Γ. Κρυοβρυσανάκη

0

Το 1940 ο αρχιφασίστας Μουσολίνι ζήτησε με τελεσίγραφο να του παραδώσουμε τη χώρα. ΟΧΙ απάντησε ο πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς και μαζί του όλη η Ελλάδα. Οι Ιταλοί ξεχύθηκαν στα αλβανικά σύνορα για να μας υποδουλώσουν. Ο γενναίος όμως στρατός μας με αξιοθαύμαστη γενναιότητα απέκρουσε τις δυνάμεις του σκότους.

Η Ελλάδα προκάλεσε τον παγκόσμιο θαυμασμό. Η γενναιότητα κι αποφασιστικότητα των Ελλήνων ήταν τόσο μεγάλη που πολλές φορές, αψηφώντας κάθε κίνδυνο, πολέμησαν με ηρωισμό τους Ιταλούς. Ο ελληνικός στρατός με επικεφαλής τον Αλ. Παπάγο αναχαίτισε τον εχθρό και άρχισε την αντεπίθεσή του. Στις 4 Δεκεμβρίου μπήκε στην Περμετή, στις 6 Δεκεμβρίου στους Αγίους Σαράντα, Δέλβινο (7 Δεκεμβρίου) κι Αργυρόκαστρο (8 Δεκεμβρίου). Οι επιτυχίες του στρατού μας συνεχίστηκαν και στις 10 Ιανουαρίου 1941. Έπεσαν στα χέρια του η Χειμάρρα, η Κλεισούρα κ. ά.. Αν δεν μας είχαν χτυπήσει οι Γερμανοί, θα τους είχαμε ρίξει στη θάλασσα.

Όλα τα δεινά του αλβανικού μετώπου αλλά και την οδύσσεια της επιστροφής είχε αφηγηθεί το 1993 ο αείμνηστος Κωστής Κ. Κρυοβρυσανάκης από τον Άρδακτο Αμαρίου με κάθε λεπτομέρεια όλα αυτά που έζησε αυτός και τόσοι άλλοι.

Η οδύσσεια 11 μηνών

« Με πονεμένη την καρδιά

Και δάκρυα προσώπου

Θα προσπαθήσω να σας πω

Τα πάθη του Μετώπου»

« Στις 5 Οκτωβρίου 1940 με επείγουσα ατομική πρόσκληση με καλούσαν να καταταγώ σαν έφεδρος στον στρατό στο Ρέθυμνο. Μετά τον τορπιλισμό της Έλλης δεν μου έκανε καμία έκπληξη αυτό.

Το διάστημα αυτό γινόταν επίταξη των ζώων από τα χωριά του νομού. Εμείς είχαμε καταυλιστεί στα Τρία Μοναστήρια και μέναμε σε αντίσκηνα. Στις 28 Οκτωβρίου 1940, τη μέρα που το Ρέθυμνο γιόρταζε  τη μνήμη των Τεσσάρων Μαρτύρων, πληροφορηθήκαμε την άδικη κι άτιμη ενέργεια των Ιταλών να μας κηρύξουν τον πόλεμο. Ο συνταγματάρχης Ι. Σέρβος μας μίλησε για την αποστολή μας και για το καθήκον μας προς την πατρίδα.

Το βράδυ της μέρας αυτής καταυλιστήκαμε στην περιοχή του Γάλλου. Στις 8 Νοεμβρίου ήρθε η διαταγή κι αρχίσαμε τις ετοιμασίες για την αναχώρηση του 44ου Συντάγματος για την Αλβανία.

Το βράδυ στις 18 Νοεμβρίου ξεκινήσαμε όλο το Σύνταγμα για τα Χανιά με τα πόδια, όπου καταυλιστήκαμε στο Νεροκούρου. Εδώ, γνωρίσαμε τους συμμάχους μας, τους Άγγλους, καθώς και τον συνταγματάρχη Θειακό Ξενοφώντα.

Μείναμε στο Νεροκούρου μέχρι τις 24 Νοεμβρίου και κάθε βράδυ κάναμε πορείες 20-30 χιλιόμετρα. Για πρώτη φορά έκαναν την εμφάνισή τους πέντε ιταλικά αεροπλάνα πάνω από τη Σούδα, αλλά δεν μπόρεσαν να κατέβουν χαμηλά. Στο Νεροκούρου, πολλοί από εμάς φάγαμε άφθονα πορτοκάλια, όπως κι εγώ, κι αρρωστήσαμε. Εγώ ειδικά είχα 39-40 πυρετό τις μέρες αυτές και ρίγος.

Η αναχώρηση με καράβια από τη Σούδα

            Στις 25 Νοεμβρίου ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας προς την Αλβανία, αφού επιβιβαστήκαμε όλη η μεραρχία σε επτά επιβατηγά πλοία, τα οποία συνόδευαν πολεμικά του στόλου μας, ενώ ένα σμήνος αεροπλάνων αποτελούσε τη νηοπομπή μας για προστασία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας δε συνέβηκε κανένα απρόοπτο.

Φτάσαμε στον Πειραιά, όπου χιλιάδες λαού είχαν κατέβει στο λιμάνι για να μας υποδεχτούν και μας χαιρετούσαν με τα μαντίλια τους και τις ζητωκραυγές τους. Στις 26 Νοεμβρίου που φτάσαμε, στρατοπεδεύσαμε στο Χαϊδάρι, περιμένοντας τη διαταγή εκκίνησης για το μέτωπο.

Αναχώρηση με τρένο από την Αθήνα

        Στις 30 Νοεμβρίου επιβιβαστήκαμε στο τρένο τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια, ενώ οι Αθηναίοι με ζητωκραυγές όπως «Ζήτω η Ελλάδα», «Ζήτω η Κρήτη» μας κατευόδωναν. Μέσα σε αυτές τις ζωηρές εκδηλώσεις, το τρένο ξεκίνησε κι απ’ όπου περνούσαμε πάντα οι ίδιες εκδηλώσεις του κόσμου.

        Η συνολική δύναμη της 5ης Μεραρχίας ήταν 566 αξιωματικοί, 18662 οπλίτες με 687 υποζύγια και 81 οχήματα και στις 5-4-41 ενισχύθηκε με 3000 Κρητικούς που τελείωσαν την εκπαίδευσή τους.

        Τις πρωινές ώρες της 1ης Δεκεμβρίου αποβιβαστήκαμε στο Αμύνταιο κάτω από δυνατή βροχή και φοβερό κρύο. Το τσουχτερό κρύο μας σούβλιζε τα κόκαλα και προχωρώντας μέσα στις λάσπες, φτάσαμε μετά από πορεία 5-6 ωρών στο χωριό Φιλώτα. Στο χωριό έμεναν Μικρασιάτες πρόσφυγες, όπου μας φιλοξένησαν στα σπίτια τους κι έκαναν ό, τι μπορούσαν να μας βοηθήσουν. Εγώ έμεινα στο σπίτι ενός Σαββάκη, αλλά ο πυρετός συνέχιζε να με θερίζει κι έφτασα στο σημείο να έχω σχεδόν παραλύσει. Μετά από πέντε μέρες φύγαμε από τη Φιλώτα τη νύχτα για τη Γαλάτεια.

        Η πορεία ήταν δύσκολη και κουραστική μέσα στη νύχτα και μας έπιασε ραγδαία βροχή. Εγώ δεν μπόρεσα να προχωρήσω και ο ανθυπολοχαγός Μαλανδράκης με είδε και με λυπήθηκε. Κατέβηκε τότε από το άλογό του και έβαλε εμένα να καβαλικέψω. Μπράβο του! Αυτός ήταν αξιωματικός!

        Δυστυχώς, όμως, για μένα τα πράγματα χειροτέρεψαν, γιατί πάγωσα κι αναγκάστηκε να με βάλει πάνω σε μια βοϊδάμαξα και να με σκεπάσει με κουβέρτες, για να συνέλθω. Στις 7 Δεκεμβρίου φύγαμε από τη Γαλάτεια και πήγαμε στον Άγιο Αθανάσιο. Περπατώντας μέσα στις λάσπες, όπου χωνόμασταν μέχρι το γόνατο, πολλοί κάρφωναν και δεν μπορούσαν να βγούνε.

        Μετά από 10 και πλέον ώρες πορεία, φτάσαμε στη Βασιλειάδα, όπου μας επισκέφτηκε ο μέραρχος, υποστράτηγος Παπαστεργίου.

        Μετά από πορεία μιας νύχτας, σαράντα και πλέον χιλιόμετρα, φτάσαμε στην Καστοριά. Αρχίσαμε να αφήνουμε πίσω την Ελλάδα και διασχίζοντας τα χιονισμένα βουνά μέσα στη νύχτα, που όσο προχωρούσαμε τόσο μεγάλωνε το μαρτύριό μας.

        Στις 13 Δεκεμβρίου φτάσαμε στην Κολοκυνθού. Εγώ με άλλους αρρώστους δεν μπορέσαμε να ακολουθήσουμε το σύνταγμά μας και καθυστερώντας δεν γνωρίζαμε πού πηγαίναμε. Τότε απελπισμένοι προχωρώντας στο άγνωστο πλέον μέσα στα βουνά, συναντήσαμε τον Νικ. Ζαχαριουδάκη, που μας καθοδήγησε προς τα πού να πάμε. Έτσι, μπορέσαμε και βρήκαμε τη μονάδα μας.

        Μαζί με άλλους αρρώστους παρουσιαστήκαμε στον διοικητή Θειακό και του είπαμε το πρόβλημά μας. Αυτός μας φέρθηκε απάνθρωπα, λέγοντάς μας : «Φύγετε από δω, κοπρίτες». Αυτή ήταν μια απαράδεκτη συμπεριφορά.

        Η πίκρα μου ήταν μεγάλη, αλλά δεν είχα τι να κάνω. Προχωρήσαμε στα τελευταία ελληνικά χωριά Ιεροπηγή, Κολοκυνθού κι Άγιο Δημήτριο, που μόλις φαινόταν από τα χιόνια.

   Πορεία μέσα στην Αλβανία

        Στις 16 Δεκεμβρίου φτάσαμε στο πρώτο αλβανικό χωριό, την Καπέτιστα. Κατάκοποι, μόλις μπορούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας, συνεχίζαμε την πορεία μας προς την Κορυτσά. Χαρούμενοι μπήκαμε στην ωραία αυτή πόλη της Βορείας Ηπείρου στις 17 Δεκεμβρίου. Με την υποδοχή που μας έκαναν είχαμε την εντύπωση πως βρισκόμασταν στην Ελλάδα.

        Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά την περάσαμε στο χωριό Λουμπόνια. Εγώ κι άλλοι δέκα στρατιώτες μείναμε σε ένα δωμάτιο Αλβανών, που μας έφεραν δώρο την πρωτοχρονιά ένα πιάτο τσίπα με πιπεριές.

        Από τα Λουμπόνια προχωρήσαμε προς Καφεζέζη και Φλόκι και στη συνέχεια για Ελβασάν μετά από πορείες τριών ημερών μέσα σε λάσπες και νερά. Εδώ, συναντήσαμε χιονοθύελλα, ομίχλη, τσουχτερό κρύο και γενικά συνθήκες που ούτε μπορεί να φανταστεί κανένας. Η ζωή μας στο Καφεζέζη θύμιζε ζωή ανατριχιαστική, αφού είχαμε χωθεί μέσα στις λάσπες μέχρι τη μέση, τα άλογα κάρφωναν και δεν μπορούσαμε να τα βγάλουμε. Μοιάζαμε με σκουλήκια της γης. Βγάλαμε τότε τα ρούχα μας και πλυθήκαμε στον ποταμό και στη συνέχεια προσπαθούσαμε να στεγνώσουμε. Πέντε στρατιώτες είχαμε για τροφή μια κονσέρβα. Ευτυχώς, όμως, βρήκαμε σε ένα καρφωμένο άλογο γαλέτες και πήραμε και φάγαμε μετά από τρεις μέρες.

        Από το άθλιο Καφεζέζη προχωρήσαμε προς την Ερσέκα- Μπαρπάσι-Γερμενίκ και τέλος κοντά στην Κλεισούρα στο Λεσκοβίσκι. Στις 28 Ιανουαρίου πλησιάσαμε την πρώτη γραμμή και είχαμε τους πρώτους νεκρούς από τα ιταλικά αεροπλάνα.

        Τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη, δεχόμασταν τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού και αεροπλάνων, που δεν μας άφηναν να σηκώνουμε κεφάλι. Αναγκαστήκαμε να κρυφτούμε μέσα στη γη σαν σκουλήκια, αφού είχαμε αρκετά θύματα. Στις 6 του Φλεβάρη βγήκαμε από τα χαρακώματα και σαν λιοντάρια με τις ξιφολόγχες χυθήκαμε στον εχθρό, πιάνοντας πολλούς αιχμαλώτους. Στις 10 του Φλεβάρη μετακινηθήκαμε προς το ύψωμα Πουντανόρ και Τρεμπεσίνα. Τα ιταλικά αεροπλάνα ήταν πολυάριθμα, που συνέχεια μας βομβάρδιζαν, όπως και το πυροβολικό τους.

        Οι Έλληνες μειονεκτούσαν στα όπλα, αλλά υπερείχαν στην ανδρεία και στην τόλμη και με τις τρομερές κραυγές «αέρα- αέρα» έκαναν τους Ιταλούς να λένε “Bono Greco” και να παραδίδονται.

        Μετά από θυελλώδη επίθεση του συντάγματος καταλάβαμε το Πούντα Νορ, αιφνιδιάζοντας τους αντιπάλους μας και πιάνοντας πάνω από τριακόσιους αιχμαλώτους. Στις 16 του Φλεβάρη άρχισε η αντεπίθεση του εχθρού μετά το σκληρό πάθημα που έπαθαν, αλλά οι υπερασπιστές, τα περήφανα παιδιά του Ψηλορείτη, κρατούσαν γερά. Το Πούντα Νορ (ψηλότερη κορυφή της Τρεμπεσίνας) ύψους 1.816μ έγινε κόλαση  πυρός.

Παραλίγο νεκρός

            Δεν μας έφταναν τα κρυοπαγήματα, η πείνα, τα πυρά του εχθρού, αλλά μας μάστιζαν και οι ενοχλητικές ψείρες. Εγώ ήμουν στο μεταγωγικό και κάθε βράδυ με τα ζώα μας πηγαίναμε πολεμοφόδια και τρόφιμα μέσα στο σκοτάδι στην πρώτη γραμμή.

            Μια φορά το μουλάρι ενός Βρυσανάκη (από τις Βρύσες Αγίου Βασιλείου) κάρφωσε στις λάσπες και ψόφησε. Αυτός πήγε στο μέτωπο και το ίδιο βράδυ σκοτώθηκε. Μια μέρα που ήμουν στο παρατηρητήριο ένας όλμος που έσκασε ένα μέτρο δίπλα από εμένα κι έτσι γλίτωσα από θαύμα.

 Ένα άλλο βράδυ εγώ, ο δεκανέας Κραουνάκης από το Γερακάρι κι ένας στρατιώτης ξεκινήσαμε για ενίσχυση του μετώπου, αλλά στον δρόμο χάσαμε τον δεκανέα και δεν τον ξαναείδαμε.

Η εαρινή επίθεση σε όλο το μέτωπο

            Με μεγάλη σφοδρότητα άρχισε στις 9 του Μάρτη η επίθεση των Ιταλών σε όλο το μέτωπο, στην οποία παρευρίσκετο και ο ίδιος ο Μουσολίνι. Εχθρικά πυρά από παντού. Με διαταγή όλοι οι μεταγωγικοί πήγαμε πλέον στην πρώτη γραμμή. Επί πέντε μέρες συνεχώς ο εχθρός μας σφυροκοπούσε από παντού. Όλοι νομίζαμε ότι τίποτα δεν θα έμενε όρθιο και κανένας δεν θα γλίτωνε.

            Η σειρά όμως του συντάγματος άρχισε μετά. Ούτε μια σφαίρα δεν αστοχούσε. Οι Ιταλοί, βλέποντας τα θύματά τους, άρχισαν να το βάζουν στα πόδια. Μεγάλη η νίκη του στρατού μας στο μέτωπο της Τρεμπεσίνας, όπου 500 Ιταλοί στρατιώτες και 3 ταγματάρχες πιάστηκαν αιχμάλωτοι.

Ο φασιστικός στρατός, μετά την αποτυχία της επίθεσης στην Τρεμπεσίν, άρχισε να υποχωρεί από όλο το Αλβανικό μέτωπο. Ο Μουσολίνι, ντροπιασμένος, πλέον, έφυγε για την Ιταλία, αναγνωρίζοντας την αποτυχία του στρατού του.

Πάνω στο Αμπρί Πούντα Νορ έμενα μέσα σε μια σκηνή με έναν Καραβάνο από τον Μυλοπόταμο. Τη σκηνή μας την είχαμε στήσει πάνω στο χιόνι. Το πρωί, είδαμε ότι δίπλα μας, μέσα στο χιόνι, ήταν ένας νεκρός στρατιώτης και τον είχαμε μαζί μας.

Χιλιάδες αιχμάλωτοι

Πανικός έπιασε πλέον τους Ιταλούς και σε κάθε επίθεσή μας παραδίδονταν κατά εκατοντάδες, ενώ οι περισσότεροι έτρεχαν να σωθούν. Λίγο ακόμη και θα τους ρίχναμε στη θάλασσα. Ο ελληνικός στρατός μέσα στα χιόνια πολέμησε τον εισβολέα και τον νίκησε. Η νίκη αυτή είχε ιδιαίτερη σπουδαιότητα, αφού οι Ιταλοί ήταν περισσότεροι, είχαν τελειότερο οπλισμό και περισσότερα εφόδια. Ακόμη με τη νίκη του έδειξε πως οι δυνάμεις του Άξονα δεν είναι ανίκητες.

Γερμανική Εισβολή

            Ο Χίτλερ, βλέποντας πως οι Ιταλοί δεν μπορούσαν να κατακτήσουν την Ελλάδα, αποφάσισε να επέμβει ο ίδιος τον Απρίλιο του 1941. Στις 6 Απριλίου οι μεραρχίες του Χίτλερ επιτέθηκαν εναντίον της πατρίδας μας. Νέες σελίδες ηρωισμού και αυτοθυσίας γράφτηκαν στην ιστορία μας από τους υπερασπιστές των συνόρων μας.

Η υποχώρησή μας

            Μια βραδιά –δεν θυμάμαι ημερομηνία- ήρθε ένας ανθυπολοχαγός και ο στρατιώτης Περδικάκης από του Μαριού και μου είπε (ήμασταν φίλοι) ότι απόψε θα γίνει γενική επίθεση ή υποχώρηση. Εγώ το είπα στους στρατιώτες και ήμασταν όλοι έτοιμοι.

            Μόλις βράδιασε, ο ανθυπολοχαγός φώναξε τον λοχία Μπελιβανάκη να ειδιποιήσει τους άντρες να είναι έτοιμοι. Πράγματι, όλοι ήταν έτοιμοι κι άρχισαν την υποχώρηση, ενώ ο ταγματάρχης κι 8 στρατιώτες έμειναν στο παρατηρητήριο. Όλοι ξεκινήσαμε να φεύγουμε, εγκαταλείποντας τα εδάφη, που είχαμε κατακτήσει με ποταμούς αίματος.

            Εγώ έτρεξα αμέσως να ειδοποιήσω τον ξάδελφό μου, που ήταν στη σπηλιά. Πήγα και είδα ότι όλοι είχαν φύγει κι απογοητεύτηκα.Προχώρησα όμως προς την έδρα του συντάγματος. Στον δρόμο τι να δω: Πεταμένα όπλα, πολεμοφόδια, κουβέρτες και τόσα άλλα.

            Βρήκα στο σύνταγμα τον ξάδελφό μου και τον χωριανό μου, Γιώργη Στεργιάκη και μαζί αρχίσαμε την οπισθοχώρηση, με σκοπό να περάσουμε γρήγορα τη Μεσογέφυρα, για να μην πιαστούμε αιχμάλωτοι.(Πώς γύρισαν τα πράγματα από νικητές να τρέχουμε τώρα να σωθούμε!)

            Φτάσαμε στις αποθήκες της μεραρχίας. Εκεί είδαμε έναν λοχία να ρίχνει βενζίνη και να βάζει φωτιά σε ένα ολόκληρο τετράγωνο από τρόφιμα, όπλα κ. ά. Αυτός μας ζήτησε να τον βοηθήσουμε και να μας πάρει μαζί του με το αυτοκίνητο στα Γιάννενα. Εμείς, όμως, τρέχαμε να σωθούμε.

            Φτάσαμε στη Μεσογέφυρα, στην οποία υπήρχε διαταγή να σταματήσει ο στρατός και να μη φεύγει άτακτα. Υπήρχαν πάνω στη γέφυρα αξιωματικοί με πολυβόλα να μας σταματήσουν. Πού να σταματήσουν, όμως, χίλιους και πλέον στρατιώτες μετά από αυτά που συνέβησαν; Περάσαμε τη γέφυρα και μπήκαμε σε ελληνικό έδαφος, φτάνοντας στο Καλπάκι.

 

Παράδοση όπλων

               Στο Καλπάκι υπήρχε ένας ενωματάρχης και μας παρακάλεσε να σταματήσουμε μέχρι να έρθει κι ο υπόλοιπος στρατός. Πράγματι, τον ακούσαμε, συγκεντρωθήκαμε αρκετοί και κατεβαίναμε συντεταγμένοι.

               Το Πάσχα μάθαμε πως η Ελλάδα συνθηκολόγησε με τη Γερμανία να παραδώσουμε τα όπλα. Σ’ ένα μέρος τα παραδίναμε, αλλά κανένας δεν μας ρωτούσε. Έτσι, άοπλοι προχωρήσαμε από τη Βασιλειάδα και  Άρτα.

Πάσχα με ένα πορτοκάλι

            Την ημέρα του Πάσχα φτάσαμε στην Άρτα και μας έδωσαν ένα πορτοκάλι στον καθένα. Υπήρχε σχέδιο να μας βάλουν από την Πρέβεζα σε ένα πλοίο για την Κρήτη. Το σχέδιο όμως το πληροφορήθηκαν οι Γερμανοί κι έτσι ναυάγησε. Έτσι συνεχίσαμε την πορεία μας μέρα- νύχτα με τα πόδια από την Άρτα για Αγρίνιο και Μεσολόγγι.

            Από τον Ψαθόπυργο περάσαμε στην Πελοπόννησο, δηλαδή Αίγιο, Κόρινθο και καταλήξαμε Ναύπλιο. Στο Ναύπλιο παραμείναμε δυο μήνες μαζί με τους Γερμανούς χωρίς να μας ενοχλήσουν. Στην αρχή υπήρχε συσσίτιο από το κράτος, αλλά, όταν τέλειωσε, μας έστειλαν σε διάφορα μέρη της Πελοποννήσου.

            Εγώ μαζί με την παρέα μου, συνολικά 6 στρατιώτες, πήγαμε στην Καλαμάτα κι από εκεί στη Μηλίτσα Μεθώνης. Οι στρατιώτες ήταν: Παναγιωτάκης Αντώνης, Μπαγουράκης (Άνω Μέρος), Λεντιδάκης Μιχ. (Σπήλι) κι εγώ (Κώστας Γ. Κρυοβρυσανάκης), ο ξάδελφός μου (Κώστας Ι. Κρυοβρυσανάκης) και ο Γεώργιος Στεργιάκης από τη Λοχριά.

            Στη Μηλίτσα μείναμε δυο μήνες, όπου μας τάιζε όλο το χωριό κι εμείς τους βοηθούσαμε όπως μπορούσαμε.

Ετοιμασίες για την Κρήτη

Πρότεινα στην παρέα μου να προσπαθήσουμε να φύγουμε για την Κρήτη. Στο διπλανό χωριό , Καδιάνικα, είχε έρθει ένας στρατιώτης από την Κρήτη. Τον βρήκαμε και τον ρωτήσαμε πώς ήρθε.

Το χωριό έκανε έρανο και μας έδωσαν ό,τι μπορούσαν, χρήματα και τρόφιμα. Τους αποχαιρετήσαμε σαν να ήμασταν παιδιά τους και φύγαμε. Φτάσαμε στην Κορώνη, αγοράσαμε μια βάρκα με πανί, τριάντα στρατιώτες που είχαμε μαζευτεί, τριάντα χιλιάδες δραχμές. Την κάναμε συμβόλαιο σε έναν βαρκάρη από την Κορώνη να μας φέρει στην Κρήτη και η βάρκα δική του.

Αναχώρηση για την Κρήτη

            Την Κυριακή 11 Αυγούστου 1941, αναχωρήσαμε για την Κρήτη ( Την Πέμπτη ήταν της Παναγίας). Όλα πήγαιναν θαυμάσια, όταν πλησιάσαμε και είδαμε τα κρητικά βουνά.

            Ξαφνικά, έπεσε θαλασσοταραχή, το πανί της βάρκας σχίστηκε, τα νερά έμπαιναν μέσα, τα κύματα ήταν βουνά. Οι ελπίδες μας ήταν μόνο στον Θεό. Περάσαμε τόσα βάσανα στα κρύα και στα χιόνια, τόσα πυρά του εχθρού και να χαθούμε τόσο άδικα!! Όλοι παρακαλούσαμε την Παναγία να μας σώσει. Ο καθένας κάτι έταζε. Εγώ έταξα στην εκκλησία του χωριού μας μια καμπάνα, το ίδιο και ο ξάδελφός μου Κώστας.

            Την ώρα εκείνη περνούσε ένα γερμανικό αεροπλάνο και του κάναμε σινιάλο να μας σώσει. Μέχρι εκεί φτάσαμε!

Το θαύμα έγινε

Το μπουρίνι σταμάτησε, η θάλασσα έγινε ήσυχη, το θαύμα είχε γίνει και όλοι σωθήκαμε. Η βάρκα, όμως, δεν μπορούσε να κινηθεί, γιατί σχίστηκε το πανί. Κατεβάσαμε το πανί, το ράψαμε και ξεκινήσαμε προς άγνωστη κατεύθυνση. Μετά από δυο μέρες βλέπουμε ξηρά και η χαρά μας δεν περιγραφόταν.

Επιστροφή στην Πελοπόννησο

Δυστυχώς, όμως, ξαναγυρίσαμε στην Πελοπόννησο, στο ακρωτήριο Μαλέα, την παραμονή της Παναγίας.Δίπλα στο ακρωτήριο υπήρχε ιταλικό φυλάκιο. Πλησίασαν τρεις Ιταλοί, πέταξαν σκοινί κι έδεσαν τη βάρκα. Μπήκαν μέσα και μας ρώτησαν πού πάμε. Εγώ τους είπα πως πάμε στην Καλαμάτα να βγάλουμε ταυτότητες. Μας έκαναν έρευνα και ό, τι στρατιωτικό βρήκαν το πήραν. Τους ζητήσαμε νερό και μας πήγαν σε ένα σαρνίτσι (πηγάδι), όπου ήπιαμε, αφού είχαμε τέσσερις μέρες στη θάλασσα χωρίς νερό.

Μας έβαλαν στη βάρκα, μείναμε το βράδυ και το πρωί μας είπανε να φύγουμε.Πράγματι πήγαμε τότε στο χωριό Κυπάρισσος στη Μάνη. Το χωριό είχε λιμανάκι και κοντά εκεί ένα πηγάδι με βλυχό νερό και δίπλα συκιές που ανήκαν σε έναν παλιό καπετάνιο. Οι κόρες του έβγαζαν δυο ώρες νερό να μας ξεδιψάσουν, ενώ φάγαμε πολλά σύκα και μας έπιασε δυσεντερία. Πήγαμε μετά στο χωριό, αγοράσαμε ένα αρνί, το σφάξαμε, βάλαμε στο ζουμί του τυριά και μας πέρασε. Στην Κυπάρισσο καθίσαμε δυο μέρες κι ένας μαυραγορίτης προσπάθησε να του πουλήσουμε τη βάρκα μισοτιμής.

Από εκεί πήγαμε στον Γερολιμένα, βρήκαμε έναν Γεωργούλα και του πουλήσαμε τη βάρκα 30.000δραχμές, όσο την είχαμε αγοράσει. Έτσι πήρε ο καθένας το χιλιάρικο που είχε δώσει. Στον βαρκάρη που δεν μπόρεσε να μας πάει στην Κρήτη δώσαμε 5000 δραχμές.

Πήγαμε στη συνέχεια στον Άγιο Κήρυκο. Εγώ με την παρέα μου βρήκαμε ένα παιδί με τον πατέρα του που πουλούσαν κρεμμύδια. Μας πέρασαν με τη βάρκα από τον κόλπο στο Λαφονήσι, όπυ γινόταν ένας γάμος, αλλά δυστυχώς δεν μας έδωσαν σημασία. Αγοράσαμε 80 δραχμές χαρούπια και φάγαμε.

Στη συνέχεια πήγαμε στη Νεάπολη, όπου ένας παπάς από τα Βάτικα, ο Εμμανουήλ Λουλούδης, συγκέντρωνε χρήματα, έβρισκε καΐκια και τα έστελνε στην Κρήτη. Συγκεντρωθήκαμε 70 Κρητικοί, αλλά το καΐκι με μηχανή έβαζε 60. Περιμέναμε άλλη μια μέρα, όπου ήρθαν κι άλλοι, έτσι συμπληρώθηκε και το δεύτερο καΐκι. Ετοιμαστήκαμε να φύγουμε και τα δυο καΐκια. Ο παπάς με το πετραχήλι και με το ευαγγέλιο μας ευλογούσε.

Προχωρήσαμε, φτάσαμε στα Κύθηρα, μείναμε λίγο, ώστε να φτάσουμε νύχτα στην Κρήτη να μη μας δουν οι Γερμανοί. Βρήκαμε μια κατσίκα, τη σφάξαμε, την ψήσαμε και τη φάγαμε.

Επιτέλους στην Κρήτη

Πλησιάσαμε στις ακτές της Κρήτης. Το μικρό καίκι μπόρεσε και αποβίβασε τους επιβάτες του, ενώ  το μεγάλο ήταν δύσκολο να πλησιάσει. Ο καπετάνιος έβριζε τότε την Κρήτη κι ορισμένοι από εμάς προσβλήθηκαν και παρ’ ολίγο να είχαμε δυσάρεστο επεισόδιο. Ευτυχώς, τότε πλησίασε το μικρό καΐκι, μας έβαλε μέσα και αποβιβαστήκαμε.

Μείναμε μέχρι το πρωί εκεί. Όλοι έλεγαν ότι ήταν η Κρήτη, αλλά εμείς είχαμε αμφιβολίες. Το πρωί βεβαιωθήκαμε πράγματι πως πατούσαμε τα ιερά χώματα της Κρήτης. Πέσαμε κάτω και τα προσκυνούσαμε. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη, μετά την οδύσσειά μας επί 11 μήνες να βρισκόμαστε πάλι στη λεβεντογέννα Κρήτη μας.

Προχωρήσαμε και φτάσαμε στο Ροδωπού Κισσάμου, όπου ήρθαν οι κάτοικοι, μας υποδέχτηκαν και μας περιποιήθηκαν όσο μπορούσαν, αλλά και να μας ρωτήσουν για τους δικούς τους.

Χωρίσαμε τότε και πήγε ο καθένας με την παρέα του για το χωριό του. Εγώ μαζί με τον ξάδελφό μου ξεκινήσαμε για το χωριό μας τη Λοχριά. Εκεί μας βρήκαν δυο απατεώνες και προσπάθησαν να μας εκμεταλλευτούν, βγάζοντάς μας ταυτότητες. Ευτυχώς όμως με τη βοήθεια ενός γέρου τους αποφύγαμε. Πήγαμε σε ένα χωριό και ο πρόεδρος μας έβγαλε ταυτότητες χωρίς καμιά αμοιβή. Στη συνέχεια πήγαμε σε ένα άλλο χωριό και μείναμε στο σπίτι ενός Μποτώνη, που είχε αμάξι, κι έκανε διαδρομή για τα Χανιά. Ξεκινήσαμε για τα Χανιά, αλλά στο Μάλεμε τέλειωσε η βενζίνη, από το χωριό απόσταση 15 χιλιόμετρα. Εκεί μας είδαν οι Γερμανοί, αλλά δεν μας πείραξαν, γιατί φορούσαμε ρούχα νεολαίας, που μας είχαν δώσει από το Ναύπλιο.

Τρακάραμε με γερμανικό αυτοκίνητο

            Όταν ο βοηθός έφερε τη βενζίνη, ξεκινήσαμε για τα Χανιά. Δυο με τρία χιλιόμετρα πριν φτάσουμε, τρακάραμε με γερμανικό αυτοκίνητο. Πανικός μας έπιασε όλους. Ευτυχώς ο Γερμανός οδηγός ήταν καλός, είδε ότι έφταιγε και δεν είπε τίποτα. Έτσι φτάσαμε στα Χανιά. Μείναμε δυο μέρες και πήγαμε στον διοικητή χωροφυλακής να μας υπογράψει νέες ταυτότητες.

Την επόμενη μέρα, μπήκαμε στο λεωφορείο του Συγγελάκη για το Ρέθυμνο και ανεβήκαμε πάνω στην οροφή του. Στη Σούδα έγινε έλεγχος από τους Γερμανούς, αλλά δεν μας πείραξαν. Έξω από το Ρέθυμνο αποφασίσαμε να κατέβουμε, αφού μέχρι τότε τη βγάλαμε καθαρή να μην πάθουμε κακό μέσα στο Ρέθυμνο. Περάσαμε του Γάλλου, Αρμένους, Καρέ και φτάσαμε στο Γερακάρι και Άνω Μέρος με τα πόδια. Ρωτήσαμε να δούμε τους συγγενείς των φίλων μας, που ήμασταν μαζί στη Μηλίτσα, αλλά μας είπαν πως είχαν έρθει.

 

Στις 24 Αυγούστου στο χωριό μας

        Στις 24 Αυγούστου 1941, φτάσαμε στο χωριό μας και στους δικούς μας. Εγώ είχα μια κόρη, τη Μαρία δυο χρονών, κι όλοι έτρεξαν να μας υποδεχτούν. Εδώ τελειώνει η οδύσσειά μου.

Τιμή και δόξα ανήκει σε όλους τους πολεμιστές  και αγωνιστές του 1940-1941, γιατί έδειξαν για μια ακόμη φορά με το παράδειγμά τους ότι η «ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ»

Μεγάλες οι απώλειες του πολέμου

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940-41 στοίχισε πολύ ακριβά στη χώρα μας με 13.325 νεκρούς (689 αξιωματικοί και 12.636 στρατιώτες) και 61.179 τραυματίες ( από αυτούς οι 25.000 παγόπληκτοι). Το 1940-41 ήταν από τους πιο βαρείς χειμώνες, αφού τα χιόνια στα βουνά της Αλβανίας ξεπερνούσαν το ένα μέτρο.

Οι απώλειες της 5ης Μεραρχίας ήταν αρκετά μεγάλες με 1.141 νεκρούς, 2.025 τραυματίες, 2.553 παγόπληκτους και 434 με διάφορα νοσήματα. Το σύνολο των απωλειών δηλαδή έφτασε τους 6.154. Η 5η Μεραρχία είχε τις μεγαλύτερες απώλειες, συγκριτικά με όλες τις ελληνικές.

Από πλευράς Ιταλών οι απώλειες έφτασαν τους 102.000 (νεκρούς- τραυματίες)

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ