Οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες, «νέοι και γενναίοι, οθωμανικοίς ονόμασι προσαγορευόμενοι εις το φαινόμενον, καθώς και οι γονείς αυτών, γεωργοί το επιτήδευμα»[1], ήταν όλοι τους γόνοι της εύανδρης και πολυπληθούς κώμης των Μελάμπων Αγίου Βασιλείου, Ρεθύμνου, συγγενείς μεταξύ τους, τέκνα πλούσιας, καλής και εναρέτου οικογενείας, έγγαμοι και πατέρες παιδιών. Ο Μανουήλ και ο Αγγελής, γιοι Ιωάννου Ρετζέπη, ήταν αυτάδελφοι, γνήσιοι αδελφοί, ο δε Γεώργιος ήταν γιος του Κωνσταντίνου Ρετζέπη και ο Νικόλαος άλλου Ιωάννου Ρετζέπη, όλοι τους εξάδελφοι μεταξύ τους, αλλά και με τους αδελφούς Μανουήλ και Αγγελή.
Μια πρώτη απλή επισήμανση που έχουμε να κάνουμε αφορά στο οικογενειακό όνομα των Αγίων, στο οποίο μπορεί, ίσως, να υπάρξει για ορισμένους κάποια σύγχυση, λόγω τής εκ των πραγμάτων του βίου τους τριπλής εκφοράς του (Ρετζέπηδες, Βλατάκηδες, Κουρμούληδες). Ρετζέπηδες ήταν κατά το οθωμανικόν, Βλατάκηδες κατά το ελληνικόν και Κουρμούληδες ως κρυπτοχριστιανοί.
Οι Ρετζέπηδες ήταν κρυπτοχριστιανοί από θηλυγονία και κατάγονταν από τη μεγάλη κρυπτοχριστιανική οικογένεια των Κουρμούληδων της Μεσαράς. Είχαν κτήματα και τη διαμονή τους στον Κουσέ της Μεσαράς[2], αλλά αρκετοί από αυτούς βρίσκονταν και στα Ρεθεμνιώτικα, όπως εδώ στις Μέλαμπες. Όμως, το θωρούμε αναγκαίο να διευκρινίσουμε εξαρχής ότι οι άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες, προερχόμενοι από συγγενικές μεταξύ τους ενάρετες και χριστιανικές οικογένειες- όπως η συγκεκριμένη οικογένεια των Βλατάκηδων της κώμης των Μελάμπων- συνειδησιακά δεν υπήρξαν ποτέ μωαμεθανοί Ρετζέπηδες, αλλά σταθερά χριστιανοί Βλατάκηδες και ως κρυπτοχριστιανοί Κουρμούληδες. Έτσι, και από τα δύο τελευταία οικογενειακά (Βλατάκης- Κουρμούλης) αναγνωρίζονται μέχρι και σήμερα απόγονοι των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων.
Το «Ρετζέπ(ης)» έγινε βαφτιστικό όνομα κάποιου προγόνου, κοινού πάππου, των Αγίων, με το όνομα Μανουήλ Βλατάκης και μετέπεσε, στη συνέχεια, όπως και τόσα άλλα βαπτιστικά ονόματα, σε επώνυμο[3]. Αυτός, λοιπόν, ο πρόγονος των Αγίων, κάποια στιγμή, δεν άντεξε την πίεση και την καταδυνάστευση του κατακτητή, λύγισε και με πόνο ψυχής προσποιήθηκε αλλαξοπιστία και επέλεξε τη γεμάτη φόβο και αγωνία ζωή του κρυπτοχριστιανού, προκειμένου να κερδίσει τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του και τη σημαντική περιουσία του, δεδομένου ότι οι κρυπτοχριστιανοί δεν πλήρωναν φόρους στο κράτος, ούτε δέχονταν ενοχλήσεις, απειλές και διώξεις από τους Οθωμανούς συμπολίτες τους.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η αλλαξοπιστία αυτή του πάππου των Αγίων, Μανουήλ Βλατάκη, πιθανόν να συνέβη κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη (1770-71)- στην οποία, πιθανότατα, θα είχε λάβει κι εκείνος μέρος- προκειμένου να σώσει τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του από τις φοβερές διώξεις με τις οποίες, μετά την καταστολή της, απάντησαν οι Τούρκοι. Οπότε, ο εν λόγω πρόγονος των Αγίων πιθανότατα δέχτηκε τον εξιλαμισμό όχι για οικονομικούς μόνο λόγους- όπως συνέβη με πολλούς άλλους Κρητικούς- αλλά προκειμένου να σώσει την ίδια του τη ζωή και την οικογένειά του από τον αφανισμό[4]. Προς τούτο, συνδέθηκε συγγενικά με την πανίσχυρη κρυπτοχριστιανική οικογένεια των Κουρμούληδων της Μεσαράς, νυμφευόμενος, μάλιστα, μια Κουρμουλοπούλα από το χωριό τους, τον Κουσέ. Έκτοτε- και σύμφωνα και με το συναξάρι των Αγίων- το οθωμανικό αυτό όνομα του πάππου, «Ρετζέπ(ης)», παρέμεινε ως όνομα και των ιδίων των αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων και των γονέων τους[5], αφού κληρονομικά ακολούθησαν και οι Άγιοι τον κοινό πρόγονό τους στην πορεία του αυτήν.
Όμως, είναι γεγονός, όπως σημειώσαμε παραπάνω, ότι ο πρόγονος αυτός των Αγίων, ο Μανουήλ Βλατάκης, προσποιήθηκε μόνον ότι αλλαξοπίστησε, γιατί στην πραγματικότητα δεν έπαυσε ποτέ τόσον αυτός ο ίδιος όσο και η ευρύτερη οικογένειά του και αυτά τα εγγόνια του, οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες, να διατηρούν μέσα τους κρυφή και άσβεστη τη χριστιανική πίστη και ελπίδα, παραμένοντας, πάντα, στην ψυχή, κάτω από την κρυπτοχριστιανική τους ταυτότητα, Ρωμιοί και πιστοί ορθόδοξοι χριστιανοί. Έτσι, τους έβλεπες να παρουσιάζονται έχοντας εικονικά στα χείλη τους τον Μωάμεθ, ενώ ο Χριστός δεν έπαυε ποτέ να θερμαίνει μέσα βαθιά τα φύλλα της καρδιάς τους!
Μπορεί, λοιπόν, οι Άγιοί μας, να κληρονόμησαν την κατάσταση αυτήν από τον κοινό πρόγονο και πάππο τους, συνειδησιακά, όμως, ποτέ εκ παραδόσεως δεν την αποδέχτηκαν και ως φυσιολογική στη ζωή τους και αναγκάζονταν κι εκείνοι να προσποιούνται «κατ’ επιφάνειαν μόνον και εν αναποδράστω ανάγκη» τους μωαμεθανούς και ότι εφάρμοζαν πιστά τα θρησκευτικά τους καθήκοντα τα απορρέοντα από τον ιερό Μουσουλμανικό Νόμο (παντρεύονταν, δηλαδή, και κατά το μωαμεθανικό τυπικό, πήγαιναν στο τζαμί και διάβαζαν το κοράνι), μέσα τους, όμως, άναβε δυνατή η φλόγα της ορθόδοξης πίστης και αφοσίωσής τους στον Χριστό και την Ελλάδα. Αυτό τους ανάγκαζε να εκτελούν, παράλληλα, και τα χριστιανικά θρησκευτικά τους καθήκοντα (να εκκλησιάζονται, να εξομολογούνται και να κοινωνούν) όχι, βέβαια, χωρίς δυσκολίες και πάντοτε μυστικά στο απόμακρο, συνήθως, χωριό των προστατών και αρχηγών τους κρυπτοχριστιανών Κουρμούληδων[6], στον Κουσέ της Μεσαράς[7], με σοβούντα και μόνιμα επικρεμάμενο πάνω τους τον κίνδυνο, αν ανακαλύπτονταν, να διακύβευαν τόσο τη ζωή τη δική τους, όσο και των τέκνων τους και των λοιπών προσφιλών τους προσώπων.
Οι Άγιοι, δηλαδή, Τέσσερις Νεομάρτυρες ως κρυπτοχριστιανοί ή «μυστικοί χριστιανοί»- όπως τους αποκαλεί το συναξάριό τους- εκτός από Μελαμπιανοί «Βλατάκηδες»- ήταν και «Κουρμούληδες» και διατηρούσαν στενές σχέσεις με το χωριό Κουσές των Αστερουσίων, έδρα τής μεγάλης αυτής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας. Από εδώ, από τον Κουσέ, οι Άγιοί μας έλκουν την κρυπτοχριστιανική τους ιδιότητα, εκ των κρυπτοχριστιανών, δηλαδή, αρχηγών και προστατών τους Κουρμούληδων τού εν λόγω χωριού. Οι Κρήτες κρυπτοχριστιανοί, οι οποίοι απέπτυαν τον μωαμεθανισμό επί Τουρκοκρατίας, είχαν στο εξής ως αρχηγούς και προστάτες τους τούς αδελφούς Κουρμούληδες τής Μεσαράς, κυρίους πολυάριθμων κολλίγων (δηλαδή δούλων κρυπτοχριστιανών), που και εκείνοι με τη σειρά τους ονομάζονταν «Κουρμούληδες». Γιατί, όπως δίδαξε ο Στέφανος Ξανθουδίδης, οι υπαγόμενοι επί Ενετοκρατίας σε έναν φεουδάρχη λάμβαναν, στη συνέχεια, το επώνυμό του και από αυτό, ακριβώς, εξηγείται η πληθώρα των Καλλέργηδων, Σκορδιλών, Βαρούχηδων κ.ά., που, ως χωρικοί και δουλοπάροικοι, λάμβαναν τα ονόματα των ευγενών αυτών οικογενειών στις οποίες υπάγονταν και δούλευαν[8].
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες, συνειδησιακά- ως προς την πρώτη τους επωνυμία- δεν υπήρξαν ποτέ μωαμεθανοί Ρετζέπηδες- όπως τους ήξεραν οι συγχωριανοί τους- αλλά ένιωθαν πάντοτε μέσα τους Έλληνες χριστιανοί, Βλατάκηδες, και ως κρυπτοχριστιανοί Κουρμούληδες, ευρισκόμενοι, δηλαδή- σύμφωνα με όσα σημειώσαμε παραπάνω- κάτω από την προστασία της ισχυρής αυτής και μεγάλης κρυπτοχριστιανικής οικογένειας της Μεσαράς.
[1] Ιλαρίωνος, Επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου 1877: 165 (συναξάρι).
[2] Μουρέλλος, Ι. Δ., Ιστορία της Κρήτης, τ. Α΄, Ηράκλειον 1931: 370. Ψιλάκης, Βασίλειος Ιστορία τής Κρήτης, τ. Γ΄, Αθήναι χ.χ: 32.
[3] Το Recep (απ’ όπου προέρχεται το βαπτιστικό Ρετζέπης) σημαίνει τον έβδομο μήνα του σεληνιακού έτους.
[4] Γρυντάκης, Γιάννης Μιχ., «Οι Τέσσερις Νεομάρτυρες Ρεθύμνης μέσα στην ιστορική συγκυρία» », Νέα Χριστιανική Κρήτη, τ. 24 (2005), 30-31.
[5] Και με αυτό το όνομα αναφέρονται και στο συναξάριό τους, προκειμένου, προφανώς, να δηλωθεί η κρυπτοχριστιανική τους ταυτότητα.
[6] Τωμαδάκης, Νικόλαος Β., ό.π., 326.
[7] Παπαδάκης, Κωστής Ηλ., «Σχέσεις Αστερουσίων και επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. “Βίοι παράλληλοι” ρεθεμνιώτικου και ηρακλειώτικου Νότου», στο συνέδριο Τα Αστερούσια της Παράδοσης και της Ιστορίας, Ηράκλειο 2017: 291- 292.
[8] Τωμαδάκης, Νικόλαος Β., ό.π.