Διαβάζοντάς το αφιέρωμα του Μάνου Γοργοράπτη στον Γεώργιο Δημητριάδη, τον γνωστό στους παλιότερους ως Λιάσο, συνειδητοποίησα ότι ανάμεσά μας κυκλοφορούν άνθρωποι που έχουν βαθιά σχέση με την ιστορία. Μερικές μάλιστα φορές υπήρξαν δυναμικά υποκείμενά της, άνθρωποι κατά τα άλλα που «δεν θα τους έκοβε ποτέ το μάτι». Άνθρωποι απλοί, της βιοπάλης και της καθημερινότητας, πάντως χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για έναν ερευνητή ή έναν περίεργο, από πρώτη και μόνο ματιά. Θ’ αρχίσω από τους παλιότερους, που έχουν φύγει πια από κοντά μας και θα συνεχίσω με ανθρώπους διπλανούς μας, φίλους, γνωστούς και συγγενείς.
Θυμάμαι τον Νίκο Χατζημακρή, που είχε πάρει το προσωνύμιο «Καλοξόδευτος» από την ευχή που έδινε σε κάθε πελάτη που αγόραζε φρούτα από το τρίτροχο καρότσι του. Αργότερα,που δεν είχε πια δυνάμεις να το σέρνει,το είχε αντικαταστήσει μ’ ένα ελαφρύτερο, με σιμίτια και σταφιδόψωμα. Ήταν κι αυτός, όπως ο Λιάσος,αριστερός, σε απηνή καταδίωξη από τα όργανα της τάξης, που σαδιστικά τον πηγαινόφερναν στο Τμήμα.Όντας Μικρασιάτης, δεν περνούσε καν από το μυαλό του ότι θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από κομμουνιστής, ασυμβίβαστος και περήφανος μέχρι το τέλος. Τον είχα προτείνει στην Επιτροπή Ήθους και Κοινωνικής Προσφοράς (Γ. Χαλκιαδάκης, Μ. Τσιριμονάκη, Λ. Χατζηδάκης, Κ. Καλλέργης κ.ά.) για βράβευση ως προς το ήθος του κι ήταν μεγάλη η χαρά μου όταν είχε αποδεχτεί την πρότασή μου. Περήφανος, με καινούριες γαλότσες στα πόδια και φρεσκοσιδερωμένο παντελόνι-κιλότα, είχε σηκωθεί από τη θέση του στο ακροατήριο στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δημαρχείου κι είχε πλησιάσει τον τότε αστυνομικό διευθυντή, όχι για να εισπράξει μια ακόμα σφαλιάρα αλλά για να πάρει από το χέρια του το βραβείο Ήθους. Ποιος είπε ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται καλύτερα κρύο;
Το ίδιο περήφανος θα πρέπει να ήταν κι ο Γεώργιος Λιάσος, που δεν είχε το δικαίωμα καν να φέρει το όνομά του, για την ακρίβεια το επίθετό του. Λεγόταν Λιάσος, όντας Σλαβομακεδόνας από τα σλαβοχώρια της Καστοριάς, και κάποια στιγμή αναγκάστηκε από τις κρατικές αρχές να μετονομαστεί, με «ελληνικό» πια επώνυμο, γι’ αυτό και διάλεξε ως τέτοιο το όνομα του πατέρα του Δημήτρη. Ο Μ. Γοργοράπτης μας εξιστορεί υπό ποιες συνθήκες βρέθηκε στη μικρή μας πόλη και ποιες καταδιώξεις δέχτηκε σ’ αυτήν αλλά και πέρα απ’ αυτήν λόγω φρονημάτων. Ακόμη κι οι αγαπητοί μας Αριστόδημος και Λεωνίδας Χατζηδάκης, που του είχαν δώσει δουλειά, υπέκυψαν στις άνωθεν πιέσεις και τον απέλυσαν, παρόλη την εργατικότητα και αφοσίωσή του.
Ήταν Μακρονησιώτης και στη συνέχεια εξορισμένος στη Λήμνοκαι ποτέ δεν δέχτηκε να υπογράψει «δήλωση μετάνοιας». Γιατί άλλωστε να μετανοούσε, για τους αγώνες που έκανε για εκείνο που πίστευε ως καλό της κοινωνίας; Μέχρι τέλους έμεινε σταθερός, έχοντας αναγράψει περήφανα, με κόκκινα αυτοκόλλητα γράμματα, στη τζαμαρία του καταστήματός του λαχείων στη Μικρή Αγορά τον τίτλο «Ειμαρμένη». Ας είναι καλά εκεί που βρίσκεται, με το επώνυμο Λιάσος ασφαλώς, όπως κι ο κύριος Νίκος, με το παρωνύμιο «Καλοξόδευτος». Ας είναι καλά στο επέκεινα που σίγουρα θα βρίσκονται κι οι δυο τους,ως κοσμικήπια σκόνη, αφού ποτέ δεν πίστεψαν σε παραδείσους και δεύτερες ζωές.
Ο Σπύρος Μαρνιέρος δεν ήταν αριστερός ή τουλάχιστον δεν το έκφραζε. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να είναι αριστερός την εποχή εκείνη και να έχει καλή υπηρεσιακή εξέλιξη στο υπουργείο οικονομικών, προϊστάμενος στην Κεντρική Επιθεώρηση Τελωνείων. Είχε όμως κι αυτός την ιστορία του, ιστορία βαριά, όπως μάθαμε πρόσφατα από το βιβλίο της Εύας Λαδιά «Μαρτυρικά χωριά του Νομού Ρεθύμνου». Εκείνος δεν είχε χάσει πατέρα, όπως οι δυο συμπολίτες που θα συναντήσουμε παρακάτω. Είχε χάσει αδελφό, ο οποίος, δεκαεξάχρονο παλικάρι, δεν δέχτηκε να ντυθεί κορίτσι για ν’ αποφύγει το εκτελεστικό απόσπασμα, δεν δέχτηκε να «ξεγιβεντιστεί».
Και ναι μεν ο Γιώργης τους βάδισε έτσι προς τη μοίρα του, όπως πίσω έμεινε η μάνα του, η τραγική Αθηνά, που δεν το ξεπέρασε ποτέκαι καθηλώθηκε ψυχολογικά στο τραγικό αυτό γεγονός.Έτσι ο άλλος γιος, ο γνωστός μας Σπύρος, θεώρησε ως καθήκον του να ερευνά εφ’ όρου ζωής το ολοκαύτωμα του χωριού του και των χωριών του Κέντρους συνολικά.Και το έκανε σωστά, όπως θα το έκανε ένας έμπειρος ιστορικός, ανακαλύπτοντας ολοένα και περισσότερες πηγές, αξιολογώντας τις και αντλώντας απ’ αυτές πλήθος πληροφοριών. Με τον τρόπο αυτό καταξιώθηκε στην κοινή συνείδηση ως ο κατεξοχήν ερευνητής των Ρεθεμνιώτικων ολοκαυτωμάτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αλλά κι άλλος καταξιωμένος ερευνητής, εκείνος της Μάχης της Κρήτης,ο Μάρκος Πολιουδάκης, είχε ζήσει κι αυτός βαθιά την ιστορία στο είναι του. Είχε χάσει τον πατέρα, τον παππού και τη γιαγιά του, όντας μάλιστα μάρτυρας της εκτέλεσής τους από τους Γερμανούς κατακτητές. Ήταν μετά την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκε στο χωριό Αστέρι, μετά από πολλά βράδια στο ύπαιθρο, όπου είχαν καταφύγει, καλυμμένοι από τα αεροπλάνα που βομβάρδιζαν και πολυβολούσαν ό,τι κινούνταν. Δεκατριάχρονο παιδί παρακολούθησε την πορεία θανάτου των δικών του, που θερίστηκαν από τα πολυβόλα, με τυχαίους επιζώντες τρεις άνδρες που δεν πήραν χαριστική βολή. Ο Μάρκος σταδιοδρόμησε στο εμπόριο, αναδεικνυόμενος σε επιχειρηματικό πνεύμα, όμως δεν ξέχασε ποτέ εκείνα που είχε ζήσει και τον είχαν σημαδέψει.
Έβαλε σκοπό της ζωής του να μελετήσει τη Μάχη της Κρήτης και την Αντίσταση που ακολούθησε την κατάληψη του νησιού από τα γερμανικά στρατεύματα, ακόμα και τον σύντομο Εμφύλιο του Ρεθύμνου, συμμετέχοντας στο αριστερό στρατόπεδο. Και το έκανε σωστά, σαν έμπειρος ιστορικός, αναζητώντας σε εποχή π.Ι. (=προ Ίντερνετ)αλλά και δύσκολων μετακινήσεων τα αρχεία όλων των εμπλεκόμενων, από εκείνα των δικών μαςδωσίλογων μέχρι τα πολεμικά της Μεγάλης Βρετανίας, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας. Αποτελεί αισχύνη για το Ρέθυμνο το γεγονός ότι δεν αξιώθηκε να παραλάβει και ν’ αναδείξει τα ιστορικά τεκμήρια που συγκέντρωνε επί σειρά δεκαετιών σ’ ένα δημοτικό Μουσείο Μάχης της Κρήτης. Ευτυχώς στα γειτονικά Χανιά δεν υπάρχει ανάλογη αδιαφορία, κι εκεί ετοιμάζονται για ένα σωστό τέτοιο μουσείο, σ’ έναν χώρο που ενδείκνυται κατεξοχήν, στις φυλακές Αγιάς, των εκατοντάδων εκτελεσμένων της Γερμανοκατοχής.
Ανάμεσά μας κυκλοφορούν ακόμα και σήμερα άνθρωποι, άμεσοι φορείς της ιστορίας, που για μας αποτελεί απλή διήγηση και θολό παρελθόν. Σκέφτομαι για παράδειγμα τον φίλο Τάσο Κόλλια, με τον οποίο υπηρετήσαμε πολλά χρόνια μαζί στο 2ο Δημοτικό Σχολείο. Ποτέ δεν το είπε στους μαθητές του ούτε και σε κανέναν τρίτο ότι υπήρξε άμεσο θύμα του Β΄ Πολέμου. Εκείνος δεν γνώρισε καθόλου πατέρα, αφού τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές μαζί με τους άλλους 110 -ή περίπου τόσους- Μάρτυρες στα Μισίρια, πριν εκείνος γεννηθεί. Η μητέρα του κυρα-Βασιλεία ήταν έγκυος στον ίδιοκαι το μόνο που μπόρεσε να του προσφέρει για να τον θυμάται, πέραν των διηγήσεών της, ήταν μια γαμήλια φωτογραφία. Πολλές δεκαετίες αργότερα τον πλησίασε ένας γνωστός του για να του προσφέρειμια βέρα με το όνοματης μάνας του, που είχε βρει στα Σεπέρια. Διαισθανόμενος, φαίνεται,ο μακαρίτης ότι τους οδηγούσαν στην εκτέλεση, είχε σκύψει για να την κρύψει στην άμμο, ως τελευταίο μήνυμα προς τους δικούς του και προς τον γιο που δεν πρόλαβε να γνωρίσει και να χαρεί.
Μιας παρόμοιαςιστορίαςσταθήκαμε μάρτυρες πρόσφατα με τον πανεπιστημιακό καθηγητή Γιώργη Αλεξανδράκη. Κι αυτός έμεινε ορφανός από πατέρα αλλά κι από παππού, ακόμα κι από δυο του μπαρμπάδες. Όλοι τους εκτελέστηκαν στο Άδελε, μαζί μ’ άλλους 14 συγχωριανούς,το 1941. Κι αυτό παρ’ ότι η μητέρα του, ποντάροντας στα πανανθρώπινα αισθήματα της πατρότητας, είχε σπεύσει στον χώρο συγκέντρωσης και είχε παραδώσειτο παιδί στην αγκαλιά του πατέρα του. Οι εκτελεστές καθόλου δεν συγκινήθηκαν, αντίθετα ένας απ’ αυτούς του είχε δώσει ένα χτύπημα με τον υποκόπανο του όπλου. Το μόνο που έμεινε στο τρίχρονο παιδί ήταν μια φωτογραφία στην αγκαλιά του πατέρα του, στο σύντομο διάστημα που πρόλαβε να ζήσει μαζί του τον Ιούνιο του 1941, όταν κατέρρευσε το μέτωπο στην Αλβανία και κάποιοι από τους Κρήτες στρατιώτες είχαν κατορθώσει να επιστρέψουν στο νησί τους με καΐκια.
Όλοι οι εκτελεσμένοι είχαν ταφεί άμεσα σε κοινό τάφο, πριν αρχίσουν να μυρίζουν από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο κι είχαν εκταφεί από το σύνολο των γυναικών του χωριού. Τα οστά τους πλύθηκαν με κρασί κατά τα ισχύοντα και τοποθετήθηκαν σε κοινό μνήμα, αφού καμιά τους δεν μπορούσε πια ν’ αναγνωρίσει τον δικό της άνθρωπο. Ο Γιώργης Αλεξανδράκης όμως δεν αρκούνταν κάθε καλοκαίρι που επέστρεφε στα πάτρια να επισκέπτεται το κοινό μνήμα. Ήθελε να πιάσει στα χέρια το κρανίο του προπάτορά του, εκείνου που δεν είχε προλάβει να χαρεί, και να μπορέσει να τον μοιρολοΐσει ως επώνυμο άνθρωπο, κι όχι απλά ως έναν στους 18. Χρειάστηκε να δαπανήσει πολλά εξ ιδίων για να μπορέσει να ζήσει αυτή τη στιγμή, να αγκαλιάσει κάτι υλικό, συγκεκριμένο, με ταυτότητα και να το κλάψει όπως του έπρεπε και άξιζε.
Η Γεωργία Σταγάκη, εκ των πρωτεργατών του Κέντρου Περιβαλλοντικής Αγωγής «Φάλκονας» στην Καρωτή, δεν είχε προλάβει να χαρεί τον γάμο της. Ο άνδρας της περιλαμβάνεται σ’ εκείνους που άφησαν τα κόκαλά τους στο αλβανικό μέτωπο. Ο μοναχογιός της δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει, έστω και για λίγο. Ήταν έγκυος όταν της αναγγέλθηκε το θλιβερό γεγονός από τον πρόεδρο της Κοινότητας, όπως συνηθιζόταν τότε, και της παρέδωσε το «αποβιωτήριο» του μεταστάντος. Εκείνη επέλεξε να μην ξαναφτιάξει τη ζωή της. Μαυροφορέθηκε και ρίχτηκε στη δουλειά στα χωράφια προκειμένου ν’ αναθρέψει τον κανακάρη της. Και τα κατάφερε, μένοντας παράλληλα μακριά από κάθε κοινωνική εκδήλωση, πλην κηδειών. Η μόνη της χαρά ήταν να βλέπει τη συνέχεια του «καλού» της, τον γιο τους, να μεγαλώνει και να προοδεύει. Αργότερα χάρηκε που ο «Φάλκονας» χρειάστηκε τις γνώσεις και τις ικανότητές της. Αντί γενικά κι αόριστα ανακύκλωσης, είχε προτείνει τα παιδιά να φέρνουν χρησιμοποιημένο λάδι και να συμμετέχουν στη διαδικασία μετασχηματισμού του σε μυρωδάτο σαπούνι. Την θυμόμαστε όλοι που τη γνωρίσαμε σεμνή, εργατική στο έπακρο και εφευρετική. Και με το παράπονο πάντα ότι δεν φτιάχτηκε καν μνήμα για τους ήρωες αυτούς από το ελληνικό κράτος κι ότι τα κόκαλά τους άσπριζαν εκτεθειμένα στις δύσκολες καιρικές συνθήκες της Τρεμπεσίνας και του υψώματος Πούντα Νορντ
Άνθρωπος με βαθύ αποτύπωμα στην ιστορία είναι ένας ακόμα Ρεθεμνιώτης, ο Ανδρέας Ταξάκης. Τον ήξερα ως φτωχοπαίδι από τον Φουρφουρά, πουπροκειμένου ν’ ανταποκριθεί στα έξοδα της σπουδής του στο Γυμνάσιο χρειαζόταν να δουλεύει χειρωνακτικά. Εκείνο που δεν ήξερα κι έμαθα πρόσφατα ήταν ότι, εκτός από τη φτώχια, είχε ν’ αντιμετωπίσει και τον κατατρεγμό του μεταπολεμικού κράτους. Σ’ ένα κεφάλαιο του βιβλίου «Ο Γολγοθάς της 5ης Μεραρχίας Κρητών 1940-1941» του Γιώργου Σταράκη διάβασα μερικές από τις καταδιώξεις που είχε δεχτεί, αυτός κι η οικογένειά του, εξαιτίας των αριστερών φρονημάτων του πατέρα του.Δεν ήταν μόνο τα όσα υφίστατο ως «χωριατάκι». Θυμίζω ότι τα παιδιά από τα χωριά, όταν ξεκινούσαν να έρχονται στην πόλη ως γυμνασιόπαιδα, δεν τύγχαναν ευμενούς υποδοχής από τα «χωραϊτάκια», που τα αποκαλούσαν «χωριατάκια» και τα απέκλειαν από τις παρέες τους. Τη συμπεριφορά αυτή, που σήμερα θα αποκαλούσαμε «εκφοβισμό» και «bulling», οι καθηγητές συνήθως δεν απαγόρευαν ούτε και κατέστελλαν, παρότι πολλοί απ’ αυτούς κατάγονταν από χωριά και την είχαν υποστεί και οι ίδιοι. Τα παιδιά αυτά είχαν παράλληλα ν’ αντιμετωπίσουν προβλήματα διαβίωσης (διαμονής, μαγειρέματος κ.λπ.) και προβλήματα παρακολούθησης των μαθημάτων, οφειλόμενα στο φτωχό κοινωνικοοικονομικό, μορφωτικό και σχολικό περιβάλλον από το οποίο προέρχονταν.
Κι ακόμη αντιμετώπιζαν συχνά και ψυχολογικά προβλήματα, αφού από την ηλικία των έντεκα και κάτι χρόνων απομακρύνονταν από την οικογένειά τους και βρίσκονταν σ’ ένα άγνωστο γι’ αυτά περιβάλλον. Γύρω τους καιροφυλαχτούσαν παιδόφιλοι, «γαμπροί» και λοιποί, που όλοι τους δεν είχαν λείψεισε καμιά εποχή από παντού και ασφαλώς δεν χάθηκαν κι από το Ρέθυμνο. Όμως τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο Ανδρέας Ταξάκης ήταν πολύ πιο δύσκολα. Ήταν ο κατατρεγμός του μεταπολεμικού κράτους απέναντι όχι μόνο σ’ εκείνους που το αμφισβήτησαν αλλά και στις γυναίκες τους, τους συγγενείς τους, ακόμη και τα παιδιά τους.Δεν θα επαναλάβω εδώ το τι αντίκρισμα είχαν τα «πιστοποιητικά κοινωνικών προβλημάτων», για άδειες εξάσκησης επαγγέλματος, οδήγησης κ.λπ. Χωρίς τέτοιο πιστοποιητικό ο δρόμος ακόμα και των παιδιών αυτών προς τη μόρφωση και την κοινωνική άνοδο ήταν ναρκοθετημένος. Εκείνο που οπωσδήποτε τονίζει ο συγγραφέας είναι ότι, εν ονόματι της σύμπνοιας δεν πρέπει να ξεχαστούν όλα αυτά και πολλά άλλα, που οι αναγνώστες μπορούν να διαβάσουν στο κεφάλαιο του βιβλίου που προανέφερα.
Ο κατά κόσμον Λιάσος και κατά τις αρχές Γιώργος Δημητριάδης, οκατά κόσμον «Καλοξόδευτος» και κατά τις αρχές Νίκος Χατζημακρής, η Γεωργία Σταγάκη, ο Σπύρος Μαρνιέρος, ο Μάρκος Πολιουδάκης, ο Τάσος Κόλλιας, ο Γιώργης Αλεξανδράκης κι ο Αντρέας Ταξάκης είναι άνθρωποι σαν εμάς, μόνο σε πρώτη ματιά όμως. Έκρυβαν και κρύβουν μέσα τους όχι «σταγόνες ιστορίας», κατά τη σύγχρονη έκφραση, αλλά μεγάλα και σημαντικά κεφάλαιά της: κατατρεγμούς, εκτελέσεις, ορφάνια, εκτοπίσεις, φυλακές και,οπωσδήποτε όλοι τους,βασανιστικά και καθοριστικά παιδικά χρόνια. Κρύβουν μέσα τους την ουσία της ιστορίας και μπορούν να περηφανεύονται ότι υπήρξαν,με τον τρόπο του ο καθένας,συντελεστές της. Είμαστε περήφανοι γι’ αυτούς.