Ο κ. Ζαχαρίας Δημ. Καλοχριστιανάκης, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, χρόνια τώρα ασχολείται συγγραφικά και με αξιοσημείωτο, ομολογουμένως, ζήλο για την ανάδειξη της διαχρονικής Ιστορίας του τόπου του, των Αστερουσίων, μιας περιοχής παρθένας με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος, μεγάλη παράδοση και λαμπρά ιστορία, που αποτέλεσε την πόρτα εισόδου του μοναχισμού από την αρχική του κοιτίδα, την Αίγυπτο, αρχικά στον ελλαδικό και στη συνέχεια και στον πανευρωπαϊκό χώρο. Απ’ εδώ (από τους Καλούς Λιμένες, τόπο βιβλικό) πέρασε, ως γνωστόν, και διαχείμασε ο θείος των Εθνών Απόστολος κι εδώ, στις απόκοσμες κορυφές και στ’ απομονωμένα αστερουσιανά σπήλαια, βρήκε καταφύγιο ο ορθόδοξος μοναχισμός, όπου το πρώτον υιοθέτησε τον τύπο της νοεράς προσευχής, αλλά και ανέδειξε προς στήριξη της ορθόδοξης πίστης του κρητικού λαού την αντιρρητική θεολογία σε μια κορυφαία στιγμή της που σημαδεύτηκε από τον περίφημο λόγιο ιερωμένο και αριστοτελικό φιλόσοφο Ιωσήφ Φιλάγρη (1360 έως 1393), του οποίου τη δράση, το έργο και τον φιλοσοφικό στοχασμό ο κ. Καλοχριστιανάκης παρουσίασε με προηγούμενη συγγραφή του, υπό τις ευλογίες της τοπικής Εκκλησίας των Γορτυνίων, έκδοση και αυτό της Ι. Μονής Κουδουμά.
Τώρα, με το παρόν πόνημά του, υπό τον τίτλο: «Ο άγιος Κοσμάς ο Ερημίτης και Ομολογητής», ο κ. Καλοχριστιανάκης ασχολείται με τον εν λόγω Άγιο, με αφορμή την επιστροφή στην Κρήτη, από το μοναστήρι τού αγίου Γεωργίου του Μείζονος στη Βενετία, μέρους των λειψάνων του, τον Οκτώβριο του 2018, μετά από 960 χρόνια. Η επιστροφή αυτή, που σημάδεψε τη ζωή της Εκκλησίας της Κρήτης, ενθυμίζει την ανάλογη της επιστροφής, στον ομώνυμο ναό στο Ηράκλειο, της σεπτής Κάρας του αγίου Τίτου του Πρωτόθρονου, στις 15 Μαΐου 1966 κι έγινε μετά από έγκριση της Ρ/Καθολικής Πατριαρχικής Εκκλησίας της Βενετίας και των Ιταλικών αρχαιολογικών αρχών.
Η ενέργεια αυτή, στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και έγινε σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη, χάρη στις καταβληθείσες προσπάθειες του φιλίστορος Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακαρίου, αλλά και της Ι.Μ.Κουδουμά, που με απόλυτη επιστημοσύνη απέδειξε, μέσα από τα λιγοστά συναξάρια του Αγίου που υπάρχουν σε λατινικά κείμενα της παλαίτυπης σειράς «Acta Sanctorum», ότι το σπήλαιο άσκησής του ανήκει στην περιφέρεια της Ι.Μ. Κουδουμά. Μάλιστα, στο σπήλαιο αυτό, γνωστό υπό το δηλωτικό όνομα «Αββακόσπηλιος» [αβ(β)άς= πατέρας, με τη μοναχική έννοια], τα τελευταία χρόνια, η εν λόγω Μονή ευλαβώς τιμά και γεραίρει τον Άγιο.
Στο παρουσιαζόμενο βιβλίο μετά την ευλογία και τον χαιρετισμό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακαρίου, το Προλογικό Σημείωμα του Ηγουμένου της Ι. Μονής Κουδουμά κ. Μακαρίου και τον Πρόλογο του Καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης κ. Κωνσταντίνου Ανδρουλιδάκη, ακολουθούν τα «Προλεγόμενα» του Συγγραφέα, όπου με κάθε λεπτομέρεια εκθέτει τις δυσκολίες που συνάντησε κατά την έρευνά του περί τον βιογραφούμενο Άγιο, που, απ’ ό,τι φαίνεται, «περνά όλως απαρατήρητος από το σύνολο των Ορθοδόξων συναξαριστών». Οπότε, η προσπάθειά του στάθηκε εξαιρετικά δύσκολη και στράφηκε, κατ’ ανάγκην, προς άλλες πηγές, παράπλευρες, άντλησης πληροφοριών, περί τον εξαϋλωμένο και σχεδόν άσαρκο, όπως λίαν επιτυχώς τον περιγράφει, ασκητή, με τη μακριά ολόλευκη βιβλική γενειάδα.
Έτσι, με το προαναφερθέν βιβλίο του «Ο Ιωσήφ Φιλάγρης και τα Αστερούσια»- που μου έκανε την τιμή να το παρουσιάσω σε εκδήλωση της Ι. Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας πριν δύο χρόνια- με το βιβλίο του λέγω αυτό, ο κ. Καλοχριαστιανάκης κατάφερε, το πρώτον, να μελετήσει ενδελεχώς και «αρόσει» απ’ άκρου εις άκρον την έκταση των Αστερουσίων, στην οποία βρήκε ασφαλές καταφύγιο ο ορθόδοξος μοναχισμός. Τότε του δόθηκε η ευκαιρία μέσω του λόγιου ιερωμένου Φιλάγρη να εντοπίσει, ίσως, εγγύτερα και πληρέστερα και τα βήματα και τη μορφή και του άλλου ασκητή και διδασκάλου της αστερουσιανής γης, του Αγίου Κοσμά. Στα πρώτα αυτά στοιχεία προστέθηκαν, στη συνέχεια, και κάποια άλλα που είχε την καλοσύνη να του εγχειρίσει ο πανοσιολ. Αρχιμανδρίτης της Ι. Μ. Κουδούμα π. Ιλαρίων, που υπήρξε από τους πρώτους που ψηλάφησαν βιβλιογραφικά τη μορφή του Αγίου και, βάσει αυτής, και τον εξεικόνισαν ζωγραφικά, με την εικόνα αρίστης έμπνευσης και τεχνικής που κατακοσμεί το εξώφυλλο του παρουσιαζόμενου βιβλίου.
Πρόκειται, πάντως, για μεμονωμένες αναφορές, που και πάλι δεν παρέχουν επαρκή για τον βίο και την πολιτεία του Αγίου στοιχεία, ώστε ο Άγιος να συνεχίζει να θεωρείται παντελώς άγνωστος «τοις ανθρώποις και γνωστός τω θεώ μόνω». Άγνωστος στους συναξαριστές και στα Αγιολόγια της Ορθοδόξου και Ρ/Καθολικής Εκκλησίας και ελάχιστα γνωστός σε κάποια μόνον αγιολόγια και Μαρτυρολόγια της τοπικής Εκκλησίας της Βενετίας, στα οποία ανεγράφη ο βίος του από Λατίνους βιογράφους, μετά την αρπαγή του τιμίου λειψάνου του το έτος 1058. Μέσα, μάλιστα, από αυτά καθιερώθηκε να τιμάται η μνήμη του στις 24/9, τοπικά, από την Πατριαρχική Εκκλησία της Βενετίας.
Από μεταφράσεις των λατινικών αυτών αγιολογικών κειμένων ως χρονολογία του θανάτου του προσδιορίζεται το έτος 658. Τα προσωνύμια, περαιτέρω, που του αποδόθηκαν «Ερημίτης» και «Ομολογητής» είναι σαφώς δηλωτικά της προσωπικότητας και του ασκητικού, το πρώτο, τρόπου ζωής του Αγίου στο πραναφερθέν, παρά την Ι. Μονή Κουδουμά, παράλιο σπήλαιο και το δεύτερο (Ομολογητής) των διώξεων και της εξορίας που υπέστη από την άγνωστη πατρίδα του, λόγω της αφοσιώσεώς του στην Ορθοδοξία, αγωνιζόμενος σθεναρά και με αυταπάρνηση κατά της κρατούσας, τον καιρό εκείνο, μονοθελητικής έριδος. Έτσι, ο Άγιος βρέθηκε απομονωμένος στα απρόσιτα αστερουσιανά σπήλαια, όπου και απέθανε και ετάφη.
Ο συγγραφέας κ. Ζ. Καλοχριστιανάκης, παρά την ικανότητά του να συνομιλεί και να συνδιαλέγεται- όχι μόνο τώρα αλλά και με τα άλλα βιβλία του - με τα πρόσωπα και με την πρόσφατη και απώτερη του τόπου του ιστορία, αντιλαμβάνεται ότι η συγγραφή του αφήνει πολλά κενά και βασικά αναπάντητα ερωτήματα ως προς τον τόπο καταγωγής του Αγίου, τις ειδικότερες χρονολογίες της ζωής του, τον ακριβή τόπο ασκήσής του, του διδακτικού έργου του κ.λπ. Αντιλαμβάνεται, επί πλέον, ότι η έλλειψη των βασικών αυτών στοιχείων και πληροφοριών στερεί την εργασία του από το αναμφισβήτητο κύρος κάθε αξιόπιστης ιστορικού ενδιαφέροντος μελέτης και σεμνοπρεπώς καταθέτει ότι η ουσιαστική προσφορά του, τελικά, είναι να κεντρίσει το ενδιαφέρον του μελλοντικού ερευνητή ή, ακόμα καλύτερα, να παρακινήσει τα ιστορικά και θεολογικά τμήματα των πανεπιστημίων της Χώρας μας προς ανάθεσιν σχετικής διπλωματικής ή διδακτορικής διατριβής, προς περαιτέρω έρευνα και εμβάθυνση του θέματος.
Συγχαίρουμε τον φίλο κ. Ζ. Καλοχριστιανάκη, που με μια τόσο φιλόπονη- όπως η παρουσιαζομένη με το σημείωμά μας αυτό- εργασία άνοιξε, έστω, τον δρόμο σε μια τόσο σπουδαία έρευνα κρητικού αγιολογικού ενδιαφέροντος. Πολύτιμη, στην τετράγλωσση έκδοση της μελέτης (Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ρωσικά) και η δημοσίευση, «εν παραρτήματι», της ελληνικής μετάφρασης του λατινικού βίου του Αγίου Κοσμά και σύνολης της επίσημης αλληλογραφίας της Εκκλησίας της Κρήτης με την Εκκλησία της Βενετίας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επανακομιδή μέρους των λειψάνων του Αγίου Κοσμά. Εξαιρετικά ενδιαφέρον και το φωτογραφικό υλικό που παρατίθεται από τις λαμπρές εκδηλώσεις της επιστροφής. Όλα παραδίδονται, κατά τον συγγραφέα στον λαό της Κρήτης και στον ιστορικό του μέλλοντος «ως κτήμα ες αεί, ίνα μη τω χρόνω εξίτηλα γένηται».
Ο κ. Ζαχαρίας Δ. Καλοχριστιανάκης είναι αληθινά άξιος του «δικαίου επαίνου» αλλά και της αγάπης όλων μας και, μάλιστα, των Αστερουσιανών για το περίσσευμα της αγάπης του και για το περισπούδαστο και κεφαλαιώδους σημασίας έργο του για τον τόπο του και την Κρήτη γενικότερα, απόρροια της αγάπης του και των συστηματικών κι ενδελεχών ερευνών του στον χώρο της κρητικής, εκκλησιαστικής και πολιτικής ιστορίας.