ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ρεθεμνιώτικες στιγμές από τη ζωή του Νίκου Μαμαγκάκη

0

Συμπληρώθηκαν κιόλας έντεκα χρόνια από την εκδημία του Νίκου Μαμαγκάκη. Αφήνουμε λοιπόν για λίγο τον ιστορικό περίπατο στην ανατολική ακτογραμμή του Ρεθύμνου, παραμένοντας λίγο ακόμα στην Καμαρέλα του Γεροπόταμου, για να προσπαθήσουμε να δώσουμε από το φιλόξενο «Ρέθεμνος μερικά στοιχεία για τα παιδικά και νεανικά χρόνια του μουσουργού στο Ρέθυμνο, καθώς και για τις δύο μετέπειτα επιστροφές του σ’ αυτό. Επιστροφές που τρίτωσαν, με τη μόνιμη, με την ανακομιδή δηλαδή των οστών του και τον ενταφιασμό τους στον περίβολο της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη στον Εβλιγιά, δίπλα στη «Σκεπτόμενη κόρη». Τα στοιχεία αυτά είχα παρουσιάσει με πολλή εικονογράφηση στις 6 Απριλίου 2019 στην αίθουσα «Παντελής Πρεβελάκης» του Ωδείου Ρεθύμνης, σε σχετική εκδήλωση της Κινηματογραφικής Λέσχης Ρεθύμνου. Φωτογραφικό υλικό μου είχε προσφέρει απλόχερα η οικογένεια του ανιψιού του, Βαγγέλη Μαμαγκάκη.

Γράφει στη βιογραφία του: «Η παιδική ηλικία και ο τόπος που γεννηθήκαμε μας ακολουθούν όσα χρόνια και αν περάσουν. Το Ρέθυμνο είναι για μένα μια πληγή. Δεν υπάρχει μέρα που να μην κατηφορίσω με το μυαλό μου στους δρόμους, εκεί που πήγαινα. Χωρίς αυτό να είναι μια παρελθοντολαγνεία. Είμαι σε θέση να ξέρω ότι δεν είναι η πιο καλή απ’ όλες τις πόλεις του κόσμου. Αλλά αγαπάμε πάντα περισσότερο από όλα, τον τόπο που γεννηθήκαμε. Το Ρέθυμνο είναι βαθιά μες στην καρδιά μου...». Χρειάστηκε όμως να διευκρινίσει παρακάτω για ποιο Ρέθυμνο μιλούσε: «Την εποχή εκείνη για την οποία σου μιλώ, είχε μόλις οχτώ χιλιάδες κατοίκους. Όσοι μένουν δηλαδή σήμερα σε έναν ουρανοξύστη!». Στην πραγματικότητα, στις 3 Μαρτίου 1929, που γεννήθηκε, το Ρέθυμνο είχε λίγο περισσότερους, 10.558 κατοίκους (απογραφή 1928). Η πανοραμική φωτογραφία του μετανάστη στο Pittsburg των ΗΠΑ φωτογράφου Ε. Σημαντήρα, μας δείχνει ποια ακριβώς ήταν η πόλη την εποχή που άνοιξε σ’ αυτήν τα μάτια του ο μουσικοσυνθέτης.

Μητέρα του ήταν η Αφροδίτη Μπεμπή, γεννημένη στον Πρινέ Ρεθύμνου. Ο ίδιος την περιγράφει σαν μια απλή και σοφή γυναίκα του λαού. Θα πρέπει να ήταν και καλή παιδαγωγός, αν κρίνουμε από μερικές πράξεις της, όπως τη μετατροπή της δύσκολης και άχαρης συλλογής του ελαιοκάρπου με τα χέρια στα Φραντζεσκιανά Μετόχια σε παιχνίδι, με τη χρήση τραγουδιών, διήγησης ιστοριών αλλά και την τοποθέτηση κομματιών χαρουπόψωμου στην άκρη της πορείας κάθε παιδιού της, ανά τακτά διαστήματα εργασίας. Χρησιμοποιούσε πολλές μνημονικές τεχνικές. Έμαθε, για παράδειγμα, στα παιδιά της τραγουδιστά τα ονόματα των νησιών των Κυκλάδων. Είχε μέσα της ένα πλούσιο απόθεμα ποιητικού και παροιμιακού λόγου, όπως φαίνεται και από τη φράση της «εσύ παιδί μου γεννήθηκες ξένος», που έλεγε συχνά στον Νίκο, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα συχνά ταξίδια του στο εξωτερικό. Πέθανε το 1970, έχοντας την ικανοποίηση ότι ανάθρεψε, σε συνθήκες φτώχειας, τρία παιδιά, το ένα καλύτερο από τ’ άλλο.

Πατέρας του ήταν ο Ευάγγελος Μαμαγκάκης από τα Φραντζεσκιανά Μετόχια. Ήταν φούρναρης και έκανε συνεταιρικά αρτοποιείο με τον πατέρα του λυράρη Ανδρέα Ροδινού στην οδό Αρκαδίου, κοντά στο παλιό λιμάνι. Μόνος του έκανε φούρνο αργότερα στο Μακρύ Στενό, ενώ στη συνέχεια αγόρασε τον φούρνο του Ιωάννη Μπουρεξάκη δίπλα στην Αγία Βαρβάρα και εκεί τον θυμούνται οι πολύ παλιοί, ενώ οι λιγότερο παλιοί θυμόμαστε ως φούρναρη τον γιο του, επίσης Ευάγγελο. Είναι χαρακτηριστικό, νομίζω, το γεγονός ότι ο τελευταίος αυτός φούρνος, ο μοναδικός εναπομείνας με καύσιμη ύλη τα ξύλα στην πόλη, ιδιοκτησίας σήμερα Αλεξανδράκη, εξακολουθεί να ακούγεται ως «φούρνος του Μαμαγκάκη».

Ο πατέρας του συνθέτη περιγράφεται από τον ίδιο ως ένας άνθρωπος θεοσεβούμενος, στα όρια της θρησκομανίας και γνώστης των προφητειών. Είχε αποστηθίσει και χρησιμοποιούσε στον λόγο του εδάφια των Γραφών. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός που ανέφερε ο γιος του, όταν γύρισε από τη Γερμανία στη δεκαετία του 1970, όταν ο πατέρας τού είχε ζητήσει να μιλήσει ιδιαιτέρως μαζί του, ρωτώντας τον αν οι άνθρωποι πήγαν πραγματικά στο φεγγάρι ή επρόκειτο περί προπαγάνδας. Κι όταν εκείνος τον διαβεβαίωσε γι’ αυτό, άρχισε τα σταυροκοπήματα και τα «Μνήσθητί μου, Κύριε». Ο Ευάγγελος ήταν όμως και μερακλής και υπήρξε στην εποχή του ο καλύτερος παίκτης στο μπουλγαρί, όπως ανέφερε ο γιος του, ο οποίος μπορούσε να μετρήσει καλύτερα από τον καθένα τις μουσικές του ικανότητες. Το έργο του συνέχισε ο Στέλιος Φουσταλιεράκης, που θυμόμαστε οι παλιοί. Πέθανε το 1977.

Ο αδελφός του Ευάγγελος-Θεοδόσιος ήταν μεγαλύτερος από τον Νίκο κατά τέσσερα χρόνια. Ο συνθέτης τον περιέγραφε ως ένα πολύ ζωηρό παιδί και στη συνέχεια ως ένα σκληρό άντρα, στα όρια του νταή. Είχε κι εκείνος μουσική παιδεία, συμμετέχοντας στην μπάντα του Δήμου και παίζοντας ακορντεόν. Κατά τη Γερμανοκατοχή εντάχθηκε στο ΕΑΜ, γεγονός που στη συνέχεια πλήρωσε σκληρά, όταν μετά τα αιματοβαμμένα «Γεναριανά» του Ρεθύμνου συνελήφθη μαζί με άλλους αριστερούς και διαπομπεύτηκε στους δρόμους της πόλης, χτυπούμενος με τους υποκόπανους των όπλων στο σώμα και στο κεφάλι. Στη συνέχεια εξορίστηκε στη Μακρόνησο, από την οποία και κατάφερε να αποδράσει. Συνελήφθη μετά από μια εβδομάδα στην Αθήνα και καταδικάστηκε σε θάνατο, από τον οποίο διέφυγε παίρνοντας χάρη, εξαιτίας τόσο της αλλαγής της τότε πολιτικής ηγεσίας και της παρέμβασης συγγενικού προσώπου του όσο και -περισσότερο αυτό- του γεγονότος ότι ήταν καλός ακορντεονίστας. Είναι η περίπτωση ακριβώς για την οποία συνηθίζουμε να λέμε ότι η μουσική σώζει ζωές! Στη συνέχεια ο Βαγγέλης Μαμαγκάκης εξελίχτηκε σε πρότυπο οικογενειάρχη, κι έτσι τον ανασύρουμε στη μνήμη μας όταν μπαίνουμε σήμερα στον φούρνο που διαιωνίζει με τον τρόπο του το όνομά του.

Εξίσου δυναμική με τον Βαγγέλη υπήρξε και η αδελφή τους, η καλή μας κυρία Αρτεμισία, που είχε προβλήματα όρασης και την ατυχία να χάσει στα γεράματα το φως της. Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ, γνωρίζοντάς την ως καλή φίλη της μητέρας μου, ότι στα νιάτα της η γυναίκα αυτή «αλώνιζε» τα ρεθεμνιώτικα χωριά, προπαγανδίζοντας το ΕΑΜ και ευαγγελιζόμενη μια καλύτερη κοινωνία, γι’ αυτό και κρυβόταν από τους Γερμανούς κατακτητές, ώστε να χάσουν τα ίχνη της. Όπως ανέφερε ο αδελφός της Νίκος, άργησε να παντρευτεί αλλά ευτύχησε να γεννήσει και ν’ αναθρέψει μια κόρη. Ο ίδιος πίστευε ότι της άξιζε μια καλύτερη μοίρα κι ότι υπήρξε «θύμα των περιστάσεων». Είπε μάλιστα χαρακτηριστικά ότι «θα μπορούσε να είχε γίνει διευθύντρια υπουργείου, να πούμε, ή ακόμα και υπουργός».

Όπως όλα τα φυσιολογικά αδέλφια, έτσι και τα Μαμαγκάκια είχαν μεταξύ τους τις ζήλιες τους, αλλά γίνονταν μια γροθιά απέναντι στους ξένους. Μέχρι το τέλος του, ο Νίκος πίστευε ότι τα αδέλφια του δεν αγαπούσαν και δεν εκτιμούσαν τη μουσική του, αν και ασχολούνταν με τη μουσική και οι ίδιοι. Το γεγονός ότι διατύπωνε συχνά το παράπονο αυτό, ακόμα και στον βιογράφο του, καταχωρούμενο έτσι και εγγράφως, δείχνει για μια ακόμη φορά -νομίζω- το πόσο τα παιδικά αισθήματα μας συνοδεύουν μέχρι το τέλος της ζωής μας. Οπωσδήποτε οι στερήσεις που υπέστησαν, ιδιαίτερα κατά την Κατοχή αλλά και μεταγενέστερα, ήταν μεγάλες. Τις αντιμετώπιζαν, τα τρία αδέλφια, γινόμενα ολοένα και πιο σκληρά «Σοχωριανάκια», όπως ανέφερε ο Νίκος. Οι παλιότεροι θυμόμαστε με τρόμο τα Σοχωριανάκια, τα Μασταμπαδιανάκια, τα ορφανά του Ορφανοτροφείου και τα παιδιά του Συνοικισμού, των συμμοριών των οποίων τις ιστορικές συγκρούσεις, με τα καρουμπαλιασμένα και ανοιγμένα από τον πετροπόλεμο κεφάλια, απαθανάτισε ο Γιώργης Φρυγανάκης.

Το πρώτο τους σπίτι βρισκόταν στην οδό Βερνάρδου, στον σημερινό αριθμό 55. Ο Νίκος πρόλαβε να το χαρεί για λίγο, αφού καταστράφηκε στους βομβαρδισμούς της Μάχης της Κρήτης. Κατά τη διάρκειά τους και για πολύ καιρό μετά απ’ αυτούς κατέφυγαν σ’ ένα κτίσμα που είχαν στο αμπέλι τους στην περιοχή του Άη Γιάννη, στην σημερινή οδό Μαρκέλου, εκεί όπου ανεγέρθηκε στον 21ο αιώνα το Κέντρο Κοινωνικής Μέριμνας. Η φτώχεια της οικογένειας έγινε τότε ακόμα μεγαλύτερη, και τα αγόρια δεν είχαν ενδοιασμούς να κυνηγούν πουλιά με σφεντόνες και βεργιά (ξόβεργες), τα οποία στη συνέχεια η μητέρα μαγείρευε με τραχανά. Όμως, ας μην περάσει από το μυαλό μας ότι ο μετέπειτα μουσουργός ήταν κανένα ήσυχο παιδάκι. Επιτρέψτε μου να αναφέρω πέντε χαρακτηριστικές, απ’ αυτή την άποψη, πράξεις του.

Όπως έχω γράψει κι αλλού, οι βομβαρδισμοί της Μάχης της Κρήτης, ιδιαίτερα στο Ρέθυμνο και στα Χανιά, ήταν πλήρως αναντίστοιχοι με τις στρατιωτικές τους στοχεύσεις. Το πρωί της 20ής Μαΐου 1941 η μητέρα του είχε στείλει τον Νίκο στον φούρνο τους να φέρει ψωμί. Το πήρε, αλλά φρόντισε να περάσει και από το κτήριο που στεγαζόταν τότε η Φιλαρμονική, στην οποία σπούδαζε μουσική και μόλις είχε γίνει μέλος της μπάντας της. Το κτήριο στο οποίο στεγαζόταν ήταν το αρχοντικό της οικογένειας Νικολάου και Μαρίας Καστρινάκη, στο οικόπεδο του παλιότερου ΟΤΕ, όπως είχε την καλοσύνη να με βεβαιώσει ο ειδήμων της νεότερης ιστορίας του Ρεθύμνου, αείμνηστος Λεωνίδας Καούνης. Όμως, μία ή περισσότερες από τις βόμβες των στούκας το ερείπωσαν μπροστά στα μάτια του και ο μικρός κατέφυγε έντρομος κάτω από έναν πλάτανο των Χασαπιών. Το κτήριο διακρίνεται ερειπωμένο δεξιά στη φωτογραφία.

Αυτό δεν τον εμπόδισε στο γυρισμό του στο αμπέλι να σταματήσει έναν εξίσου έντρομο μ’ αυτόν γαϊδουράκο, που είχε χάσει το αφεντικό του, και να τον «απαλλοτριώσει». Το ίδιο έκανε αργότερα και με μια κατσίκα, η οποία αποδείχτηκε σωτήρια για την οικογένεια, αφού, όπως ανέφερε με κάποια υπερβολή, απέφερε πέντε κιλά γάλα ημερησίως και τέσσερα ριφάκια ετησίως. Η έντρομη μητέρα του συνθέτη Αφροδίτη, πήρε τα παιδιά της και κατέφυγαν στη σπηλιά της Τρυπητής (φωτογραφία), όπως ανέφερε στον βιογράφο του. Εδώ ο νεαρός, μόλις 12 χρόνων τότε, θα πρέπει να κάνει λάθος, αφού στην Τρυπητή στεγαζόταν η ελληνική διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων, μαζί με τα πυρομαχικά που είχαν μεταφερθεί εκεί από τις αποθήκες των Στρατώνων και της Φορτέτζας. Προφανώς εννοεί κάποιο από τα σπήλαια της κοντινής Ακροβατερής. Έτυχε να λείπει η μάνα του από τη σπηλιά, προφανώς σε αναζήτηση τροφής, όταν ένα γερμανικό απόσπασμα έκανε εισβολή σ’ αυτήν. Σ’ άλλα διπλανά σπηλιάρια είχαν ρίξει προληπτικά χειροβομβίδες, όχι όμως και στο συγκεκριμένο, γιατί η Αφροδίτη είχε διδάξει στα παιδιά της να φωνάξουν σε μια παρόμοια περίσταση: «Γκουτ πόπολο Γκερμάνια»! Πού άραγε, αναρωτιόταν στα γεράματά του πια ο συνθέτης, να είχε μάθει η αγράμματη εκείνη γυναίκα, την οποία θαύμαζε απεριόριστα, τη φράση εκείνη;

Από πάμπολλα περιστατικά φαίνεται ότι ο Νίκος Μαμαγκάκης δεν ήταν ένα ήσυχο παιδί, γι’ αυτό και είχε γίνει γνωστός με το παρωνύμιο Μαμάγκος. Παραδίπλα στο αμπέλι τους είχαν οι Γερμανοί φυτέψει ένα μεγάλο χωράφι με πατάτες, μερικές από τις οποίες είχε ξεπατώσει και κρύψει τους κονδύλους τους σε μια κολύμπα του ρέματος Καμαράκι (αριστερά στη φωτογραφία εποχής). Τον είδαν όμως και τον συνέλαβαν, στραπατσάροντας και φυλακίζοντάς τον, χωρίς μέχρι τέλους να ομολογήσει πού τις είχε εξαφανίσει. Και δε δίστασε αργότερα να ξαναπάει στην κρυψώνα εκείνη και να πάρει το πολύτιμο φορτίο! Ένα άλλο περιστατικό -μιλάμε πάντα για ένα παιδί 10-12 χρόνων- είχε να κάνει με έναν αναπτήρα που έκλεψε από κάποιον Γερμανό αξιωματικό, που τον είχε υπό την προστασία του, και που, ντράπηκε τόσο πολύ όταν τον ρώτησε γι’ αυτόν με πολλή διπλωματία, που με τρόπο τού τον επέστρεψε στη θέση του. Δεν έκανε όμως το ίδιο με μια πόρτα που «απαλλοτρίωσε», για την οποία φυλακίστηκε, δικάστηκε, και τελικά αθωώθηκε.

Μέσα στον χαλασμό των βομβαρδισμών είχε κάνει εισβολή με τη γαϊδουρίτσα (που αναφέραμε την περασμένη εβδομάδα) στο ζαχαροπλαστείο Ιωάννη Γρηγοριάδη, προκειμένου να αποκτήσει κάποιο από τα αθλητικά είδη που είχε βγάλει σε λοταρία ο «Patisserie-Confiserie Monsieur Jean Gregoriadis» στην οδό Αρκαδίου. Ο ίδιος εξοικονόμησε έτσι την πρώτη μπάλα της ζωής του και το τετράποδο εξασφάλισε το πρώτο -και κατά πάσα πιθανότατα τελευταίο του- τσουβάλι με σησάμι. Όταν όμως συνέχισαν προς ανακάλυψη λαφύρων και στο χαρτοπωλείο του Αριστόδημου Χατζηδάκη, στη σημερινή  οδό Μάρκου Μουσούρου, για πολύχρωμα δηλαδή μολύβια και τετράδια, ένας Γερμανός που το φρουρούσε από τους «πατριώτες» Έλληνες μπουκαδόρους που είχαν ρημάξει την πόλη, τους εξαπέστειλε με την κραυγή «Ράους». Κι όταν ο μικρός Νίκος πήγε θριαμβευτικά τα λάφυρά του στη σπηλιά, η αλύγιστη σε ηθικά θέματα μάνα του δεν τον άφησε να μπει μέσα, λέγοντάς του: «Αυτή τη στιγμή θα τα πάρεις και θα τα βάλεις πίσω εκεί που τα πήρες, αλλιώς να μην ξαναπατήσεις»! Παρόλες όμως τις κακουχίες, ο συνθέτης έγραψε για την περίοδο εκείνη: «Ειδυλλιακή ζωή, παρά το κρύο, τις δυσκολίες, τις δυστυχίες και τη γερμανική μπότα».

Αξίζει, νομίζω, ν’ αναφέρουμε εδώ και ένα άλλο περιστατικό από τη ζωή του Νίκου Μαμαγκάκη. Ζούσε μέχρι και την Κατοχή στο Ρέθυμνο ένας εξαιρετικός γιατρός, με το επώνυμο Χαλκιαδάκης, σπουδαγμένος στη μεσοπολεμική Γερμανία και παντρεμένος με Γερμανίδα. Ο άνθρωπος αυτός, όχι μόνο δεν συνεργάστηκε με τους κατακτητές, αλλά και πρόσφερε, κι αυτός και η γυναίκα του, πολύτιμες υπηρεσίες στην αντίσταση, σώζοντας από τον θάνατο και τα βασανιστήρια αρκετούς Ρεθεμνιώτες. Με την απελευθέρωση, όταν οι πάντες κινδύνευαν να χαρακτηριστούν ως δωσίλογοι, το ζευγάρι έφυγε κι εγκαταστάθηκε στο Μόναχο. Ήταν αυτοί που συμπαραστάθηκαν στον Νίκο Μαμαγκάκη όταν έφτασε στην πόλη τους για να σπουδάσει μουσική. Τον είχαν καλέσει μάλιστα στο σπίτι τους στη χριστουγεννιάτικη γιορτή που διοργάνωσαν, όταν εκείνος ξαφνικά σηκώθηκε και έστριψε το αυτί ενός καλεσμένου, αστράφτοντάς του και μερικά χαστούκια και εκφωνώντας κάποιες βρισιές στα ελληνικά. Τι είχε συμβεί; Ο καλεσμένος εκείνος τον κοίταζε για πολλή ώρα, χαμογελώντας του κάθε τόσο με νόημα. Ήταν ο διοικητής πριν από μια δεκαετία της Kreis Kommandantur του Ρεθύμνου, που θυμίζω ότι στεγαζόταν στην οικία Ανδρουλιδάκη, στη σημερινή οδό Χορτάτζη. Ήταν η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση του νομού και συστεγαζόταν με το Γραφείο Εργασίας, που ευτυχώς εκείνο δεν ευδοκίμησε στον τόπο μας.

Δεν είμαι σίγουρος αν ο σκαμπιλισμένος ήταν ο λοχαγός Μπλοκ ή ο Χανς Τούρλορ ή και ο περιβόητος για τις ωμότητές του Λούης. Πάντως ένας από αυτούς ήταν που το 1942 τον είχε υποψιαστεί ότι του είχε κλέψει το σακάκι του με τα γυαλιστερά σιρίτια, από την κρεμάστρα της Λέσχης Αξιωματικών, στην ΙΔΗ (φωτογραφία), στο Soldatenheim, όπου υποχρεωτικά πήγαιναν κάθε τόσο τα παιδιά της μπάντας του Δήμου κι έπαιζαν μουσική. Στη μπάντα αυτή ο Νίκος Μαμαγκάκης ήταν ο μικρότερος και ως τέτοιος ήταν ο κουβαλητής της γκρανκάσα (grancassa). Ας τον φανταστούμε, ένα δωδεκάχρονο υποσιτισμένο παιδί να μεταφέρει ένα γιγαντιαίο τύμπανο, διαστάσεων περίπου 41Χ56 εκατοστών! Πραγματικά, είχε ξεκρεμάσει κλεφτά το σακάκι και το είχε κρύψει μέσα από το πανί της θήκης του μουσικού οργάνου. Και δεν ήταν ασφαλώς η πρώτη φορά που το είχε κάνει. Κι όταν εκείνος σηκώθηκε να φύγει κι αναζήτησε το σακάκι του, τον υποψιάστηκε, τον έκλεισε σ’ ένα δωμάτιο και τον σήκωσε απ’ τα δυο αυτιά για να μαρτυρήσει πού το είχε κρύψει, πράγμα που δεν πέτυχε. Όταν λοιπόν στη χριστουγεννιάτικη γιορτή του Μονάχου τού έκανε νόημα ότι δεν τον είχε ξεχάσει, εκείνος πήρε πίσω το αίμα του, προς λύπην ασφαλώς των συνδαιτημόνων, των οποίων χάλασε ανεπανόρθωτα τη βραδιά!

Θα συνεχίσουμε όμως στις 70ές Ιστορικές Περιηγήσεις.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ