ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ρεθεμνιώτικες στιγμές από τη ζωή του Νίκου Μαμαγκάκη (3)

0

Έντεκα χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Μαμαγκάκη, συνεχίζω την αναδρομή στην πολιτεία του στο Ρέθυμνο. Παράλληλα υπενθυμίζω τις δύο προτάσεις που έχω κάνει: να τοποθετηθεί μια πληροφοριακή πλάκα στο σπίτι που έζησε και να μετονομαστεί το «Σπίτι του Πολιτισμού» σε «Νίκος Μαμαγκάκης». Κι αυτό όχι μόνο επειδή το δικαιούται, ως η μεγαλύτερη μουσική φυσιογνωμία που γέννησε ποτέ το Ρέθυμνο, αλλά και επειδή το σημερινό όνομα του κτηρίου παραπέμπει σε μεγαθήρια κομμουνιστικού καθεστώτος (Παλάτι Λαού, Μέγαρο Πολιτισμού κ.ά.) παρά σε τέχνες. Υπενθυμίζω για όσους παρέστησαν τότε ότι η αναδρομή στη ρεθεμνιώτικη ζωή του Ν. Μαμαγκάκη είχε εκφωνηθεί από τον υπογραφόμενο, με τη συνοδεία σχετικής προβολής, στην εκδήλωση που είχε οργανώσει η Κινηματογραφική Λέσχη στο Ωδείο στις 6 Απριλίου 2019.

Οι αναγνώστες θα μου επιτρέψουν να παραθέσω εδώ μια δυσεύρετη φωτογραφία, που έχει ιδιαίτερη αξία για τους φίλους της παραδοσιακής μουσικής. Είναι φωτογραφία του ενός από τους τρεις μέντορες του Νίκου Μαμαγκάκη στη μουσική, του Νικήστρατου Αλεξανδράκη. Ο δεύτερος μέντορας ήταν, όπως αναγνώριζε ο ίδιος, ο Νικόλαος Επιτροπάκης, του οποίου φωτογραφίες κυκλοφορούν. Η βροντόλυρά του έχει δωρηθεί και εκτίθεται στο Λαογραφικό Μουσείο και φωτογραφία της δωρεάς στον Κωστή Ξεξάκη κυκλοφορεί  επίσης στο διαδίκτυο. Κυκλοφορούν επίσης κάμποσες φωτογραφίες του τρίτου μέντορα, του συγγενή του Ανδρέα Ροδινού.

Ο Μαμαγκάκης στην Αθήνα ήρθε σε επαφή τόσο με τον Μάνο Χατζηδάκη όσο και με τους ρεμπέτες, που του έδωσαν το πρώτο του ψωμί, μεταγράφοντάς τους σε παρτιτούρες τη μουσική των τραγουδιών τους. Ξαναγυρνούσε όποτε μπορούσε στην πόλη στην οποία είχε πρωτοαντικρίσει το φως του κόσμου. Την πρώτη φορά μάλιστα το έκανε με την προοπτική να εγκατασταθεί σ’ αυτήν. Ήταν την περίοδο 1953-1955, οπότε ανέλαβε ως αρχιμουσικός ην μπάντα του Δήμου, ενώ παράλληλα δίδασκε ως καθηγητής στο Ωδείο Ρεθύμνης. Η εμπειρία του στην μπάντα του Δήμου αποδείχτηκε πολύτιμη γι’ αυτόν, αφού είχε την ευκαιρία να μάθει καλά τα πνευστά όργανα, στα οποία μέχρι τότε υστερούσε.

Όμως το επόμενο έτος έφυγε για σπουδές στη Γερμανία, αφήνοντας ανικανοποίητο τον πατέρα του Ευάγγελο, που ήθελε να «νοικοκυρέψει» τον γιο του, παραδίδοντάς του τον φούρνο. Και θα τα κατάφερνε ίσως, αν, τυλίγοντας ένα καρβέλι σ’ ένα φύλλο εφημερίδας, δεν πρόσεχε σ’ αυτό την προκήρυξη μουσικών υποτροφιών του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Στη φωτογραφία σε αποκριάτικο χορό στο Ρέθυμνο, μαζί με μερικές από τις καλύτερες τότε υποψήφιες νύφες της πόλης.

Έφυγε έτσι μπροστά, προς το μέλλον του, για την Ελβετία αρχικά και για τη Γερμανία στη συνέχεια, για να γίνει ο Μαμαγκάκης, πολίτης και συνθέτης του κόσμου, μέσα σ’ αυτόν βέβαια και του Ρεθύμνου. Και μάλιστα της avant garde! Ξαναγύρισε στο Ρέθυμνο το έτος 1966, ως συνθέτης πια, του έργου του Παντελή Πρεβελάκη «Το Ηφαίστειο», το οποίο ανέβηκε στη σημερινή Πλατεία Μικρασιατών (τότε πλατεία Τούρκικου Σχολείου) με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδας του ολοκαυτώματος του Αρκαδιού, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, σε τρεις παραστάσεις. Ήταν τότε που οι συμπολίτες του θαύμασαν τον μέχρι πριν από λίγα χρόνια, ατίθασο και παραβατικό «Μαμάγκο», που τώρα κρατούσε στα χέρια την μπαγκέτα και διηύθυνε μ’ αυτήν μια πολυμελή ορχήστρα. Και ο θρησκευόμενος πατέρας του θα έκανε όπως πάντα τον σταυρό του, ψιθυρίζοντας πιθανότατα το «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα»!

Τελειώνοντας, οι αναγνώστες θα μου επιτρέψουν ν’ αναφερθώ σε κάποιους από τους Ρεθεμνιώτες που ο Ν. Μαμαγκάκης επέλεξε να αναφερθεί  στο τέλος της βιογραφίας του, στο κεφάλαιο που ονομάζει «Προσκλητήριο». Εκεί, εν μέσω επιγραφικών αναφορών, αφιερώνει κάμποσες κουβέντες στους Βαρδινογιάννηδες, που «...έρχονταν στο σχολείο με ένα κοινό δοχείο φαγητού, από το οποίο στο διάλειμμα έτρωγαν όλα τα παιδιά μαζί... Συμπαθούσα πάρα πολύ και τον Παύλο. Ο οποίος υπήρξε ένας αφάνταστα σπουδαίος και σημαντικός άνθρωπος (ίδιος Άγιος Φραγκίσκος)»! Τον είχε δει μάλιστα μια κηδεία να πέφτει πάνω σ’ ένα φέρετρο αγνώστου του και να κλαίει! Κι όταν τον είδε συντετριμμένο και τον ρώτησε, εκείνος του απάντησε ότι είχε λυπηθεί και έκλαψε πραγματικά.

Στο Προσκλητήριο αναφέρεται επίσης στον Μπάμπη Πραματευτάκη και στη δολοφονία του αδελφού  του Μανούσου, το έτος 1945, που συγκλόνισε τον Νίκο Μαμαγκάκη και την κοινωνία συνολικά του Ρεθύμνου. Οπωσδήποτε, ο Μ. Πραματευτάκης θα είχε κι εκείνος άλλη εξέλιξη, αν παρέμενε στην Αθήνα και ασχολούνταν αποκλειστικά με τη μουσική.

Με θερμά λόγια αναφέρεται και στον Σοφοκλή Τζέληση. Γι’ αυτόν είπε ότι του χρωστά «...μεγάλες χάρες, γιατί τσόνταρε στην αγορά ενός μουσικού οργάνου (κιθάρα) που με ταλανίζει μέχρι σήμερα». Για τον συμπολίτη αυτόν έχει γράψει κάμποσα ο Μάνος Γοργοράπτης, στον πρώτο τόμο της σειράς των βιβλίων του «Ρέθεμνος. Σημεία των καιρών», απ’ όπου και η φωτογραφία, στην οποία ο Σ. Τζέλησης διακρίνεται πίσω από το γκισέ.

Ο Νίκος Μαμαγκάκης δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στον «Ιωάννη τον αληθή», τον Γιάννη Χαλκιαδάκη, ο οποίος του είχε αποδώσει τον τίτλο «Ο τροβαδούρος της Ρεθύμνης». Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, το γεγονός ότι όλες σχεδόν οι αναφορές του Μαμαγκάκη σε ανθρώπους του Ρεθύμνου έχουν να κάνουν με αριστερών πεποιθήσεων συμπολίτες, στον πολιτικό χώρο των οποίων συγκαταλεγόταν και ο ίδιος και η οικογένειά του.

Φίλος του παιδικός και μάλιστα καρδιακός ήταν και ο Γιώργης Δεληγιώργης, με τον οποίο ο Ν. Μαμαγκάκης μοιράστηκε τα παιδικά του χρόνια, με τη συνοδεία κάποιου ακορντεόν, όταν υπήρχε η δυνατότητα. Γι’ αυτόν έχει γράψει η Εύα Λαδιά: «...Ο Γιώργης έπαιζε ακορντεόν αλλά εκεί που σε ταξίδευε ήταν παίζοντας φυσαρμόνικα. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι ήταν περιζήτητος στην παρέα και φυσικά δεν μπορούσε να λείπει από τις καντάδες. Ο ίδιος μπεσαλής με τους φίλους, φιλότιμος μέχρι υπερβολής, αφοσιωμένος σε ό,τι υποστήριζε, για ένα πράγμα δεν μπορούσε κανένας να τον ψέξει. Για την απόλυτα σταθερή στάση του ακόμα και στην ιδεολογία του».

Τον Γιώργο Καλομενόπουλο χαρακτηρίζει μεν ως ελάσσονα ποιητή (Minor poetas), σημειώνει όμως ότι τον θεωρεί «...μαζί με τον Πρεβελάκη τους σημαντικότερους ποιητές που έχει βγάλει ο τόπος μας, όμως ενώ ο Πρεβελάκης έχει ανδριάντες, από τον Καλομενόπουλο δεν βρίσκει κανείς ούτε ένα αντίγραφο από τα εκατό περίπου ποιήματα που είχε εκδώσει η γυναίκα του ιδίοις εξόδοις». Να σημειώσουμε ότι ο Ν. Μαμαγκάκης προχώρησε στην επανέκδοση τεσσάρων ποιητικών συλλογών του, όπως έκανε και με άλλα βιβλία, όπως το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη από τον Μπαρμπα-Παντζελιό και ο Νέος Ερωτόκριτος του Π. Πρεβελάκη.

Ο Μαμαγκάκης μελοποίησε επίσης έντεκα από τα ποιήματα του Καλομενόπουλου και τα εξέδωσε υπό μορφή ψηφιακού δίσκου, με τον τίτλο «Τα τραγούδια της Παλιάς Πόλης». Πρόκειται για τα ποιήματα «Ρέθεμνος», «Νουριγιέ (μια δημόσια γυναίκα της Φορτέτζας)», «Ο Καμής», «Νικήστρατος» (ο γνωστός μας λυράρης). «Λιμανίτες», «Τζέλησης» (στον οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω), «Ταβέρνα», «Γράμμα στον Γιάννη Μπαξέ[βάνη]», «Τελαλίσματα της Παλιάς Πόλης» και «Νέος Ρεθεμνιώτικος Συρτός».

Ένας άλλος Ρεθεμνιώτης στον οποίο αναφέρθηκε στο «Προσκλητήριό» του ήταν ο Παντελής Πρεβελάκης, μεγαλύτερός του οπωσδήποτε σε ηλικία κατά μία εικοσαετία. Ανέφερε γι’ αυτόν (φωτογραφία στα νεανικά του χρόνια στο Ρέθυμνο): «Μέγας και Ρεθεμνιώτης... Φίλος μου και ελπίζω και συγκάτοικός μου στον άλλο κόσμο, επειδή τον έχω θάψει απέναντι στο αμπέλι που ανατράφηκα στον Άη Γιάννη και έχω ζητήσει και μένα να με πάνε εκεί.».

Ο Νίκος Μαμαγκάκης πέθανε στην Αθήνα στις 24 Ιουλίου 2013 και κηδεύτηκε στο Ρέθυμνο στις 27 Ιουλίου. Σήμερα, έντεκα χρόνια μετά, είναι, πιστεύω, καιρός ν’ αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σε τι μορφής μνημείο θα πρέπει να μεταφερθούν τα οστά του, στον Άη Γιάννη, απέναντι από τον Ρεθεμνιώτη και επίσης μεγάλο για τον τόπο του Παντελή Πρεβελάκη. Για να μπορούν να συνομιλούν και να συντροφεύονται κι εκεί που βρίσκονται σήμερα, στο επέκεινα.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ