Με τη σημερινή έβδομη συνέχεια ολοκληρώνω τη νοερή ιστορικοφυσιογνωστική περιήγηση από το -παλιότερα Ρεθεμνιώτικο- Φόδελε μέχρι τα Περβολιανά σεπέρια και εν τέλει το Ρέθυμνο.
Είχαμε μείνει στην εκβολή του Γεροπόταμου. Ποιος να το φανταζόταν ότι στην αμμουδιά που σήμερα κάνουμε την ηλιοθεραπεία μας είχαν αποκλειστεί Γερμανοί αλεξιπτωτιστές της Μάχης της Κρήτης και ότι με τις κροκάλες που πιάνουμε στα χέρια μας είχαν γραφεί αγωνιώδεις εκκλήσεις αναζήτησης βοήθειας, ώστε να είναι ορατές από τα αεροπλάνα… (φωτογραφία αρχείου Μάρκου Πολιουδάκη).
Συνεχίζουμε όμως προς την περιοχή Σπηλιές (επίσημα Μαλή το Ρυάκι) όπου συναντάμε μια δεκαπεντάδα ενάλιων σπηλαίων και μια εκλεκτή παραλία. Οι παλιότεροι είχαμε προλάβει να κολυμπήσουμε διασχίζοντας μια μεγάλη ενάλια σπηλιά-γαλαρία προς τα ανατολικά, που όμως μια δυνατή τρικυμία κόντυνε κατά πολύ. Παρ’ όλα αυτά η παραλία διατηρεί μεγάλο μέρος της γοητείας της, παραπέμποντας περισσότερο σε ακτή του Λιβυκού πελάγους και αποτελώντας μία από τις δέκα ωραιότερες της Κρήτης.
Στο πρανές της λαγκαδιάς ο ιδιοκτήτης της περιοχής Κωστής Στρατιδάκης, συγγενής του συντάκτη των «Ιστορικών περιηγήσεων», διαμόρφωσε τα τελευταία χρόνια μια γοητευτική βραχοκλησιά, σε απόλυτη εναρμόνιση με το εκεί περιβάλλον, σε ανάμνηση του γεγονότος ότι την ημέρα εορτασμού του αγίου είχε διασωθεί σε δυστύχημα.
Ένα από τα ενάλια σπήλαια της περιοχής είναι το λεγόμενο Σπήλαιο του Λιονταριού, ονοματοδοτημένο από το γεγονός ότι στο εσωτερικό του δεσπόζει ένας βράχος που έχει τη μορφή ενός τέτοιου ζώου. Αυτό δείχνει μεταξύ άλλων ότι το σπήλαιο είχε διατελέσει κάποτε χερσαίο, έτσι που με τη σταγονορροή να μπορέσει να δημιουργηθεί ένας μεγάλος σταλαγμίτης, που σήμερα θαλασσεύει.
Και φτάνουμε στην περιοχή της Σκαλέτας. Είναι φανερό ότι το όνομά της αποτελεί υποκοριστικό της Σκάλας κι έχει βενετσιάνικη καταγωγή. Κατά τον Γιώργο Π. Εκκεκάκη, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελούσε την περίοδο εκείνη μικρή «σκάλα» για τα πλοιάρια, τα οποία κατά τη χειμερινή περίοδο ανελκύονταν στη στεριά. Εξ αυτού ο αείμνηστος Κρητολόγος υπέθετε ότι είχε πάρει το όνομά της και η Μονή Αρσανίου, από τις λέξεις δηλαδή αρσανάς και αρσενάλι, που παραπέμπουν σε ναυπηγείο.
Βρισκόμαστε μέσα στον πιο εκτεταμένο αρχαιολογικό χώρο του Ρεθύμνου, που περιλαμβάνει τις περιοχές Σκαλέτα-Σταυρωμένος-Αστέρι-Χαμαλεύρι-Παγκαλοχώρι. Μια πρώτη γεύση απ’ αυτόν παίρνουμε κοντά σχετικά στην ακτογραμμή από τις ανασκαμμένες και σκεπασμένες με στέγαστρο ρωμαϊκές θέρμες, στις οποίες απαθανατίστηκα με μαθητές μου ένα σαββατιάτικο πρωινό του έτους 1993, σε φωτογραφία του μαθητή μου Δημήτρη Σκαρτσιλάκη.
Αν ανηφορίσουμε ελάχιστα παραπάνω, θα συναντήσουμε τον σπηλαιώδη ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Η βραχοκλησιά αυτή δεν θα παρουσίαζε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από άλλες, αν από τα ανοίγματά της δεν γινόταν φανερό ότι ανήκει στην εποχή της βενετοκρατίας και αν επίσης δεν ήταν οικοδομημένη ακριβώς επάνω στα ερείπια αρχαιοελληνικού ναού, η βάση του οποίου διακρίνεται ακέραια. Μάλιστα η περιοχή παρουσιάζει και άλλο ενδιαφέρον, αν κρίνουμε από τα τριγύρω εκτεταμένα λαξεύματα.
Με τους μαθητές μου είχαμε περπατήσει και την ακτογραμμή, διαπιστώνοντας ότι επρόκειτο για ένα υπαίθριο μουσείο. Οι θαλασσοταραχές έρχονταν να διαβρώσουν περαιτέρω την ακτή και ν’ αποκαλύψουν ένα αρχαίο νεκροταφείο. Μάλιστα τα παιδιά είχαν εστιάσει την προσοχή τους σε έναν κιβωτιόσχημο τάφο, ο νεκρός του οποίου, σε αντίθεση με όσα πιστεύαμε για τους μινωίτες, ήταν πολύ ψηλός, οπότε με το εγνωσμένο χιούμορ της παιδικής ηλικίας τον είχαν ονομάσει «μινωικό Φασούλα»!
Η περιοχή στην οποία συνεχίζουμε την περιήγησή μας, κατά τη Μάχη της Κρήτης αποτελούσε έναν αεροδιάδρομο (φωτογραφία αρχείου Δημήτρη Σκαρτσιλάκη), ο οποίος επί Κατοχής διαμορφώθηκε σε μικρό αεροδρόμιο, για αποστολές προς τη Βόρεια Αφρική, στα στρατεύματα του Άφρικα Κορπς. Πολλοί Πηγιανοί, Αδελιανοί κ.λπ. και κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής είχαν δουλέψει με τη μορφή επαναλαμβανόμενων μηνιαίων αγγαρειών για το αεροδρόμιο αυτό, το οποίο, μάλιστα, στη συνέχεια ο Δήμος Ρεθύμνου είχε αποφασίσει να διατηρήσει και να επεκτείνει, διαθέτοντας γι’ αυτό προκαταβολή πενήντα εκατομμυρίων δραχμών. Συνέβη όμως ότι και αργότερα, στο «αεροδρόμιο του Λατζιμά», δηλαδή μια τρύπα στο νερό ή καλύτερα μια τρύπα στον αέρα!
Λίγο βορειότερα, μέσα από τη θάλασσα, είχε ανελκυστεί ένα συμμαχικό αεροπλάνο, το οποίο σήμερα κοσμεί το Μουσείο της Πολεμικής Αεροπορίας στη Δεκέλεια του Τατοΐου. Η αντιαεροπορική άμυνα του αεροδρομίου το είχε καταρρίψει κατά λάθος το 1941 κι είχε πέσει στα ανοιχτά του Σταυρωμένου-Παγκαλοχωρίου. Την ανέλκυσή του και τη μεταφορά στη Μαρίνα του Ρεθύμνου, όπου επαναβυθίστηκε για κάποιους μήνες, είχαμε παρακολουθήσει με αγωνία οι Ρεθεμνιώτες (εδώ σε φωτογραφία του Γιώργου Καλούδη).
Όλα αυτά τα γεγονότα της Μάχης της Κρήτης, που είχαν μετατρέψει το σημερινό τουριστικό θέρετρο σε κόλαση, έχουμε την ευκαιρία να θυμηθούμε στο Μνημείο Αυστραλών και Ελλήνων πολεμιστών που έπεσαν στον αγώνα στην περιοχή του Σταυρωμένου και στο οποίο κάθε χρόνο διεξάγονται αναμνηστικές τελετές. Να σημειώσουμε ότι στις κοντινές περιοχές Σχοινοκέφαλα και Τσικουριανά διασώζονται δύο τουλάχιστον γερμανικές πούγκες, με τμήματα των διαδρόμων προσέγγισής τους.
Αφήνοντας στην άκρη για λίγο την ιστορία και προσεγγίζοντας τον τόπο από τη φυσική του πλευρά, βλέπουμε ότι η αμμώδης ακτή αποτελεί έναν προνομιακό χώρο εκκόλαψης των αυγών της θαλάσσιας χελώνας Καρέτα Καρέτα, όντας ένας από τους μεγαλύτερους χώρους ωοτοκίας του είδους στη Μεσόγειο. Η τουριστική ανάπτυξη έχει εξασκήσει μεγάλες πιέσεις στα αρχέγονα αυτά ζώα, όμως φαίνεται ότι με την πάροδο του χρόνου και με τις προσπάθειες του Συλλόγου «Αρχέλων» η κατάσταση έχει αρχίσει να σημειώνεται με θετικό πρόσημο.
Συνεχίζοντας την περιήγησή μας φτάνουμε στις περιοχές Μαντράκι και Πύργος, οι οποίες δεν είχαν ονομαστεί έτσι χωρίς αποχρώντες λόγους. Το Μαντράκι στην Πηγιανή ακτή αντιπροσώπευε έναν ορμίσκο, ενώ στη θέση Πύργος ήταν οικοδομημένος και λειτουργούσε ο πύργος ακτοφρουράς της οικογένειας Saguinazzi, επικοινωνώντας οπτικά με τους αντίστοιχους στο Άδελε, στο Αρσάνι και στο Χαμαλεύρι.
Πλησιάζοντας στην πόλη κοντοστεκόμαστε στο Μνημείο των 110 Μαρτύρων, στην παραλία των Μισιρίων. Μπορεί να μην ήταν ακριβώς τόσοι οι εκτελεσθέντες, και να αναφέρεται περισσότερο σχηματικά ο αριθμός αυτός, όμως η βαρβαρότητα των Γερμανών αλεξιπτωτιστών υπήρξε ανάλογη εκείνης των Οθωμανών του Ηρακλείου μισό αιώνα νωρίτερα, όταν εκεί είχαν δολοφονήσει τους Ηρακλειώτες 110 Μάρτυρες.
Βρισκόμαστε μπροστά στα υπολείμματα των Περβολιανών Σεπεριών, στο τέλος του παραλιακού δρόμου, ο οποίος διανοίχτηκε ακριβώς κατά μήκος τους. Είναι γνωστή η λειτουργία των αμμοθινών ως οικοσυστημάτων, τα οποία παράλληλα προστάτευαν παλιότερα τις καλλιέργειες των Περβολιανών από την αρμπόνα της θάλασσας. Η βλάστησή τους περιλάμβανε αγαύες, θαμνοκυπάρισσα, πίπιλα, κρινάκια της θάλασσας κ.ά. (φωτογραφία αρχείου Βασίλη Χαριτάκη).
Αφού περάσουμε τα υπολείμματα (ή μάλλον την ανάμνηση) του πλησιέστερου στην πόλη πύργου, του Μπιριτζή Κουλέ, συνεχίζουμε περπατώντας στην αμμουδιά με τα πόδια γυμνά και τα παπούτσια στα χέρια, όπως ακριβώς το απολάμβανε πριν από έναν σχεδόν αιώνα η κυρία που μπόρεσε να φωτογραφήσει ο Ζακάκης (αρχείο Γιάννη Σπανδάγου). Η όλη σκηνή μας θυμίζει το απόσπασμα από το «Χρονικό μιας Πολιτείας» του Π. Πρεβελάκη: «…Από το μέρος του Ηράκλειου, ούθε χύνεται ο στρωτός γιαλός, είναι μεγάλη χαρά να σεριανάς ξυπόλητος μέσα στο κοντοθάλασσο, σε ώρα καλοκαιρινή, και να ξεκουράζεις τα μάτια σου απάνω στον αλαφρό της άμμος και στα παιχνίδια του νερού (Χρονικό 1938, 10).
Περιηγηθήκαμε σε επτά συνέχειες τη βόρεια ακτή του Ρεθύμνου, μέχρι το Φόδελε, κάνοντας συνολικά περισσότερες από εκατό στάσεις. Συναντήσαμε αρχαιολογικούς χώρους (Σταυρωμένου, Κατεβατή, Πέρα Γαλήνους κ.ά..), μοναστήρια (Αγίου Παντελεήμονα, Αγίου Αντωνίου, Αγίου Γεωργίου κ.ά.), εγκαταλειμμένους οικισμούς (Γαλήνους, Αλυκή κ.ά.), βυζαντινούς ναούς (Φόδελε κ.α.), βραχοκλησιές (Άγιος Αντώνιος, Ζωοδόχος Πηγή), σπήλαια και στοές ορυχείων (Μπαλί, Πέρα Γαλήνοι κ.α.), μνημεία προβιομηχανικής κληρονομιάς (νερόμυλους), σύγχρονα «λιμάνια» (Αλμυρίδα, Σκαλέτα) και παλιότερες «σκάλες» (Αγία Παρασκευή Σκεπαστής, Κουκίστρες και Αρσάνι). Κι ακόμη βενετσιάνικους πύργους και οθωμανικούς κουλέδες, αμμοθίνες, υγροβιότοπους με νερόφιδα, καβουρομάνες και νεροχελώνες, ενάλια σπήλαια με σταλαγμίτες-λιοντάρια, φυσικές γέφυρες (Καμαρόλα κ.ά.), αμμοθίνες και κάμποσα ακόμα άλλα. Και διαπιστώσαμε για μια ακόμα φορά ότι ζούμε σ’ έναν φυσικό παράδεισο με μεγάλη ιστορία. Θέλω να πιστεύω ότι στο μέλλον θα έχουμε την ευκαιρία να τα περιηγηθούμε μαζί εκ του φυσικού και όχι μόνο νοερά εκ του καναπέ!