Πρέπει να ήταν μερικές ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, γιατί αρκετοί αξιωματικοί είχαμε πάρει από τα Δέντρα των Ναυστάθμων ορισμένα δωράκια για τις οικογένειές μας... Εκείνο τα απόγευμα ήμουν με τον κυβερνήτη σε ένα κινηματογράφο στα Χανιά, όταν ένας μοτοσυκλετιστής ήλθε και μας ειδοποίησε να γυρίσουμε επειγόντως στο πλοίο για κάποια αποστολή... Γυρίσαμε στο καράβι, ένα «θηρίο» [αντιτορπιλικό], όπου μας περίμενε η διαταγή να φύγουμε αμέσως για τη Γαύδο...
Η Γαύδος, που πρέπει τότε να αριθμούσε διακόσιες ψυχές, είχε έναν αγροφύλακα. Ο αγροφύλακας είχε ένα κυνηγετικό όπλο, που, όποτε δεν το κουβαλούσε μαζί του, το διέλυε και έκρυβε, αλλού την κάνη, αλλού το κοντάκι, αλλού τα φυσίγγια, μακριά από τα χέρια και τα μάτια δυο μικρών σατανάδων, που τα κατάφεραν να τραυματιστεί το μπράτσο του ενός με σκάγια.
Με έναν μικρό χειροκίνητο ασύρματο, που ήταν το μοναδικό μέσο επικοινωνίας αυτών των ξεχασμένων από όλους ανθρώπους, μάθαμε τα νέα. Το ελικόπτερο της 115 Πτέρυγας Μάχης στο Ακρωτήρι σήκωσε τα χέρια ψηλά, με τη δεκεμβριανή θύελλα που επικρατούσε στο Λιβυκό. Τη λύση θα την έδινε ακόμα μια φορά ένα «θηρίο».
Μέσα στο σκοτάδι ανοίξαμε όλες τις στροφές προς τα δυτικά, για να περιπλεύσουμε το δυτικό άκρο της Κρήτης. Πρέπει να είχε πολύ καιρό και μάλιστα χειροτέρεψε πολύ μόλις στρίψαμε... Όταν άνοιξα τα μάτια μου ο καιρός είχε πέσει, το πρωινό φως κρυστάλλινο φώτιζε μια μικρή προβλήτα, όπου πηγαινοέρχονταν άνθρωποι με φορεία και η πετρελαιάκατος του «Λέοντος» να πηγαινοέρχεται φουριόζα ανάμεσα στο καράβι και στο μώλο.
Με την ευκαιρία που προσφερόταν, γιατί ποιος ξέρει πόσα χρόνια είχε να πατήσει πολεμικό πλοίο στο νησάκι, ώσπου να ετοιμάσουν τον μικρό τραυματία και να τον μεταφέρουν στον «Λέοντα», μερικοί Γαυγιώτες είχαν έλθει με βαρκούλες και είχαν ανέβει στο αντιτορπιλικό, όπου περιεργάζονταν με ευλάβεια τα πάντα.
Ακουμπισμένος στα ρέλια αριστερά, απορροφημένος από τα διαδραματιζόμενα μεταξύ του νεαρού γιατρού μας και των ντόπιων στο μώλο, δεν πρόσεξα αμέσως την παρουσία δίπλα μου. Μόνο όταν επανέλαβε αυτό που με ρωτούσε γύρισα. Πρέπει να ήταν γύρω στα 25 παλληκαράκι, στο μπόι μου, συνομήλικός μου, με μάτια ορθάνοιχτα που με κοιτούσαν ερωτηματικά.
-Μήπως σας βρίσκεται ένα μολύβι μπικ;
Μηχανικά σήκωσα το χέρι μου και έβγαλα ένα μπικ που είχα στο τσεπάκι του σακακιού.
-Μπορώ, σας παρακαλώ, να το κρατήσω: Και μήπως σας βρίσκεται ακόμα ένα; Αλλά μόνο αν δεν το χρειάζεστε...
Κάτι στον τόνο της φωνής, κάτι από την άρθρωση που πρόδιδε κάποιες σχέσεις με βιβλία, και κάτι περισσότερο από απλό ψαρά ή απλό χωριάτη, που μ’ έκανε να τον κοιτάξω καλύτερα.
-Για έλα μέσα...
Στράφηκα και μπήκα από τον εγκάρσιο διάδρομο στο Γραφείο Μηχανής. Μ’ ακολούθησε διστακτικά ως το κατώφλι και η ματιά του στάθηκε σε ένα σημειωματάριο μπλοκ και στη ντάνα χαρτιών που είχα επάνω στο γραφείο. Με κοίταζε περίεργα, και σαν να μου φάνηκε λίγο ικετευτικά, κι αυτό μου άνοιξε την περιέργεια. Για να τον βγάλω από την αμηχανία χαμογέλασα.
-Έλα, πες μου, αν θέλεις κι άλλο μπικ.
Άνοιξα το συρτάρι του γραφείου, όπου φάνηκαν καμιά δεκαριά πολύχρωμα μπικ, γομολάστιχες, χαρτιά.
-Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, όμως είμαι περίεργος τι τα θέλεις.
Ήμουν έτοιμος, ο ανόητος, να του πω, τι τα θέλεις, είναι τόσο φτηνά αυτά, εμείς ούτε τα λογαριάζουμε, όταν η φωνή του, σιγανή αλλά καθαρή, κι εκείνο το αστραφτερό βλέμμα με κάρφωσε ακίνητο.
-Είμαι ο δάσκαλος, είπε προσεκτικά.
Έμεινα να τον κοιτάω αμίλητος. Ο δάσκαλος! Και είχε έλθει το σωτήριο έτος 1959, που η Ελλάδα ξεκίναγε να φτάσει τις Ευρωπαϊκές προηγμένες χώρες, και είχε έλθει αυτό το παλληκαράκι να ζητιανέψει δυο μολύβια για να δώσει γνώση στα παιδόπουλά του, χαμένος, ξεχασμένος από τους μανδαρίνους και από τους πολυπράγμονες μέσα στην καρδιά του βράχου του.
Ακόμα και τώρα που το θυμάμαι, τα μάτια μου βουρκώνουν για τον νεαρό δάσκαλο της Γαύδου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα και το πρόσωπο εκείνου του παιδιού, όταν σε κάμποση ώρα είδε να κατεβάζουμε στην πετρελαιάκατο, δεν θυμάμαι πόσα τσουβάλια και σάκους, γεμάτα από ό,τι είχαμε. Όλη η καντίνα, μολύβια, ξυραφάκια, σοκολάτες, μπισκότα, μπλοκ, σημειωματάρια, κορδόνια παπουτσιών, καραμέλες, τσιγάρα, σπίρτα, δεκάδες χρήσιμα και άχρηστα καλά. Κι ότι κατέβαινε του καθενός για να βοηθήσει το νεαρό Ακρίτα, ταγμένο στις πύλες του θέματος του Λιβυκού. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπό του, που έλαμπε σαν να του χάρισαν τον κόσμο όλο...
Όσο για σένα, δάσκαλε, που το όνομά σου δεν το έμαθα ποτέ, ίσως το Ναυτικό και το «θηρίο» να σε βοήθησαν λίγο στην πίστη σου στους ανθρώπους. Κι αντίστροφα όμως, εσύ ήσουν εκείνος που μας έδωσες πολλά εκείνο το πρωινό. Καλή σου ώρα όπου και να είσαι!
Στυλιανός Χαρατσής
Ο Στυλιανός Χαρατσής είναι αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Το άρθρο του «Ο δάσκαλος της Γαύδου» έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ναυτική Ελλάς».