Σημαντικές αλλαγές στη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών δρομολογούν αποφάσεις που εκδόθηκαν από την ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές και αντίθετες με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι νομοθετικές ρυθμίσεις που είχαν γίνει επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη διδασκαλία των Θρησκευτικών σε δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια.
Οι νομοθετικές ρυθμίσεις που κρίθηκαν αντισυνταγματικές από την ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου με σειρά αποφάσεων (1749-1752 του 2019), με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο του ΣτΕ Αθανάσιο Ράντο και εισηγητή τον σύμβουλο Π. Μπράμη, ήταν του 2017, όταν και καθορίστηκαν τα προγράμματα διδασκαλίας των Θρησκευτικών για όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι με τη διδασκαλία των Θρησκευτικών «πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης» και ότι «το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές». Στις αποφάσεις του σημειώνεται όμως ότι για τους ετερόδοξους ή άθεους ή αλλόδοξους μαθητές δίδεται η ευχέρεια της απαλλαγής από το μάθημα και ως εκ τούτου δεν υποχρεώνονται να το παρακολουθήσουν για να έχουμε παραβίαση των δικαιωμάτων τους. «Οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές», αναφέρεται στις αποφάσεις, «έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα με την υποβολή σχετικής δήλωσης, η οποία θα μπορούσε να γίνει με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης, η δε πολιτεία οφείλει, εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται, να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος ελεύθερης ώρας».
Tα επίδικα προγράμματα σπουδών, σύμφωνα με το ΣτΕ, «όπως προκύπτει από τους σκοπούς και το περιεχόμενό τους, δεν αποβλέπουν στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών, διότι τα μεν προγράμματα του δημοτικού και του γυμνασίου δεν περιέχουν ολοκληρωμένη –και διακριτή έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών– διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το δε πρόγραμμα του λυκείου είναι αποσυνδεδεμένο από τη διδασκαλία αυτή». Τα προγράμματα σπουδών του 2017 κρίθηκαν αντισυνταγματικά κατά πλειοψηφία, καθώς υπήρχαν και δικαστές που διατύπωσαν αντίθετη γνώμη και μειοψήφησαν.
Με αυτό το σκεπτικό το δικαστήριο κατέληξε να κηρύξει αντισυνταγματικές τις εν λόγω ρυθμίσεις, δρομολογώντας ριζικές αλλαγές στη διδασκαλία του μαθήματος από το υπουργείο Παιδείας, το οποίο καλείται να εφαρμόσει τη δικαστική απόφαση.
Παράλληλα, το Συμβούλιο της Επικρατείας με άλλη απόφαση της ολομελείας του και με πρόεδρο την πρόεδρο του δικαστηρίου Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική η αναγραφή του θρησκεύματος στα απολυτήρια και στα πιστοποιητικά σπουδών των μαθητών, όπως επίσης ότι οι ρυθμίσεις αυτές παραβιάζουν και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Παρόμοιου περιεχομένου απόφαση είχε εκδώσει προ ολίγων εβδομάδων και η Αρχή για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων, με την υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως να ευθυγραμμίζεται άμεσα με το περιεχόμενό της.
Υπ. Παιδείας: Θα μελετήσουμε την απόφαση
«Το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων θα μελετήσει τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας προκειμένου ακολούθως να επανεξετάσει εξαρχής το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο, προβαίνοντας στις ενδεδειγμένες ενέργειες για την αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών των Θρησκευτικών και για την τροποποίηση της δήλωσης απαλλαγής από αυτό. Γνώμονάς μας να διασφαλιστεί η συμβατότητα των σχετικών ρυθμίσεων με τις συνταγματικές επιταγές», ανέφερε χθες η ηγεσία του υπουργείου μετά τη δημοσιοποίηση της απόφασης του ΣτΕ. Από την πλευρά του, ο τέως υπουργός Κώστας Γαβρόγλου έκανε λόγο για οπισθοδρόμηση, λέγοντας ότι «η απόφαση ακυρώνει τις προσπάθειες συνεννόησης με την Εκκλησία, όπου τα νέα προγράμματα σπουδών είχαν και την αποδοχή της Ιεραρχίας», ενώ πρόσθεσε ότι τα Θρησκευτικά, σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, δεν είναι πλέον μάθημα αλλά κατήχηση. Στο ίδιο πλαίσιο, ο πρώην υπουργός Νίκος Φίλης ανέφερε ότι «η νομολογία του ΣτΕ θα δημιουργήσει αδιέξοδο στην εκπαίδευση, προκαλεί θέματα συνείδησης και τελικώς οδηγεί τα πράγματα, ώστε, το μάθημα των Θρησκευτικών, με τη μορφή της κατήχησης να γίνει προαιρετικό».
kathimerini.gr