Αριστόδημος Λεων. Χατζηδάκης – Ζωή Εύδου
Έκδοση του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας-Τμήμα Δυτικής Κρήτης, Χανιά 2024.
Η ιστορία των μνημείων κάθε τόπου δεν είναι προνόμιο του ενός.
Το ΤΕΕ/ΤΔΚ στηρίζει διαχρονικά τις ερευνητικές, επιστημονικές ανησυχίες των μελών του, συμβάλλοντας παράλληλα στη διάδοση της τεχνικής γνώσης και της ιστορίας της, αφού κι εκείνη έχει τη δική της ιστορία.
Η παρουσιαζόμενη έκδοση δεν είναι απλά μια εμπλουτισμένη εκδοχή, του παλαιότερου βιβλίου (2003) για τα γεφύρια του νομού Ρεθύμνου, στην οποία συμπεριλήφθησαν και τα γεφύρια του νομού Χανίων, αλλά μια σύγχρονη και επίπονη διαδικασία, που ήρθε για να συμπληρώσει ένα τεχνικό κενό χρόνων.
Τα γεφύρια και κυρίως τα πέτρινα, δείχνουν το πείσμα των μηχανικών και των μαστόρων της εποχής να υπερβούν εμπόδια ώστε να κατασκευάσουν έργα ανθεκτικά, λειτουργικά και συγχρόνως άρτια αισθητικά. Ο σεβασμός στο υλικό και στη φύση έχουν δώσει πανελλαδικά αλλά και τοπικά εξαιρετικά δείγματα που συνδέονται με την ιστορία του τόπου. Η λιτότητα, η οικονομία, η ένταξη στο περιβάλλον, η αντοχή στο χρόνο αυτών των κατασκευών έχει πολλά να διδάξει τον σύγχρονο μηχανικό. Η προσφορά των συγγραφέων, ιδιαίτερα στο πολιτιστικό και τεχνικό θέμα των ιστορικών γεφυριών της Δυτικής Κρήτης, είναι τεράστια, αλλά και μοναδική.
Η Τέχνη αν και προσωπική έκφραση, έχει χαρακτήρα οικουμενικό. Συχνά παίρνει πανανθρώπινες διαστάσεις. Λειτουργεί ως ανάσα ζωής. Συμβάλλει στην άνθιση του πνεύματος. Αποτελεί προσωπικό ανάχωμα στη γκρίζα περιρρέουσα ατμόσφαιρα! Όταν η τέχνη γίνει προσιτή και οικεία, γίνεται λύτρωση. Γίνεται καθημερινή πηγή χαρούμενης αγαλλίασης. Γίνεται συνεργός στην ψυχική ανάταση και την ευδαιμονία…Έτσι εξηγείται η λεπτομέρεια σε όλα τα σωζόμενα γεφύρια της Δυτικής Κρήτης, που μας εντυπωσιάζει! Η πρώτη έκδοσή τους με τον τίτλο «Τα λίθινα γεφύρια του Νομού Ρεθύμνου-αναδρομή στην ιστορία τους και την ιστορία των λίθινων κατασκευών», σε αριθμό σελίδων 150, από τους ίδιους συγγραφείς, αποτέλεσμα έρευνας, που το ΤΕΕ τους είχε, επίσης, αναθέσει μέσω ομάδας εργασίας από το 1991.
Όταν, αργότερα, ο δραστήριος Πρόεδρος του ΤΕΕ/ΤΔΚ Σπύρος Σοφιανός θεώρησε ότι λόγω του ενδιαφέροντος του θέματος και την –εν τω μεταξύ- εξάντληση του βιβλίου, θα έπρεπε να επανεκδοθεί, ο ίδιος και οι συνεργάτες τους συνειδητοποίησαν ότι οι νέες γνώσεις επέβαλλαν τη συγγραφή του βιβλίου εκ νέου με διεύρυνση της γεωγραφικής αναφοράς στη Δυτική Κρήτη και φυσικά διεύρυνση του αντικειμένου στις ιστορικές και όχι μόνο τις λίθινες γέφυρες.
Η πρόταση έγινε γενικά αποδεκτή, και ύστερα από αρκετή δουλειά δύο χρόνων, με πρωτογενή έρευνα σε πηγές, το αποτέλεσμα ξεπέρασε κάθε προσδοκία, με το αντικείμενο να μένει ανεξάντλητο! Εξάλλου η έρευνα ποτέ δεν παίρνει τελεία. Παίρνει μόνον άνω τελεία και προχωρά…Σ’ αυτή την πορεία βλέπουμε πόσες από τις ιστορικές γέφυρες εξακολουθούν, παρά τη φθορά του χρόνου, να εξυπηρετούν ακόμα το επαρχιακό δίκτυο της Δυτικής Κρήτης, δεχόμενες φορτία πολλαπλάσια από αυτό για τα οποία σχεδιάστηκαν. Η συντήρησή τους αποτελεί, νομίζουμε, άμεση ανάγκη.
Ευτυχώς, οι τοπικές κοινωνίες, σε πολλές περιπτώσεις, έχουν ενδιαφερθεί για τις ιστορικές γέφυρες, παρουσιάζοντάς τις ως σημεία τουριστικού, φυσιολατρικού ενδιαφέροντος, και τοπόσημα ιστορικής μνήμης, αλλά παράλληλα και σημεία συσπείρωσης και συνεύρεσης των κατοίκων. Αυτό έχει εκδηλωθεί με σειρά πρωτοβουλιών, όπως διοργάνωση γιορτών, έκδοση ημερολογίων, καθαρισμούς και σήμανση του τόπου.
Όλες και Όλοι που συνέβαλλαν με όποιο τρόπο στη συγγραφή και αυτού του μοναδικού βιβλίου είναι άξιες και άξιοι θερμών συγχαρητηρίων, και όχι μόνο για τη διάσωση της ιστορίας του τόπου, αλλά και για την κατασκευή αυτών των τεχνικών μνημείων που εξακολουθούν να υπάρχουν τόσα χρόνια και να κοσμούν τον τόπο μας, κυρίως όμως, να διευκολύνουν την επικοινωνία των ανθρώπων του. Ποιο ολοκληρωμένο ιστορικό πλαίσιο κατέγραψε η αείμνηστη Χρυσούλα Τζομπανάκη, Αρχιτέκτων Μηχανικός και Αρχαιολόγος, στο πόνημά της, Η Αρχιτεκτονική στην Κρήτη, τόμος Α1, (2005) σσ. 1-237.
Ο ιστορικές λίθινες γέφυρες Δυτικής Κρήτης, ένα μέρος της τεχνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς μας, γνώρισαν σχετικά μικρό αλλά και όψιμον ενδιαφέρον για τη διάσωσή τους. Μετά την κατάρρευση των γεφυριών της Άρτας και της Πλάκας, καθώς και του ανατολικού τμήματος της γέφυρας του Κερίτη στην Κρήτη, θυμήθηκαν οι αρμόδιοι τη χρόνια έλλειψη συντήρησης των μνημείων αυτών.
Τα λίθινα γεφύρια, ως τεχνικές κατασκευές, ενσωματώνουν την τεχνογνωσία των δημιουργών τους και είναι μάρτυρες μιας ολόκληρης τεχνικής παράδοσης, βασισμένης στη θολοδομία. Αποτελούν κατ’ εξοχήν έκφραση και κορυφαία δείγματα της παράδοσης αυτής. Ως τμήματα των δρόμων και φορείς αποκατάστασης της επικοινωνίας ανάμεσα στις ανθρώπινες κοινότητες, έχουν ασφαλώς ένα συμβολικό χαρακτήρα, που έχει αποτυπωθεί στη λαογραφική μας παράδοση.
Η θέση είναι μάρτυρας της οργάνωσης του χώρου που επέβαλε την κατασκευή τους, ξεχασμένων σήμερα δρόμων, ανταλλαγών και λειτουργιών.
Το βιβλίο αυτό είναι διαρθρωμένο σε δύο μέρη. Του πρώτου μέρους είναι αντικείμενο η καταγραφή των ιστορικών γεφυριών της Δυτικής Κρήτης, κατά κύριο λόγο των λίθινων, αλλά και δύο πολύ σημαντικών μεταλλικών, στο Πέραμα Μυλοποτάμου και στον Ταυρωνίτη Χανίων.
Η εργασία αυτή ξεκίνησε το 1991, όταν ανατέθηκε στους πολιτικούς μηχανικούς Αριστόδημο Χατζηδάκη και Ζωή Εύδου με την 368/91 Απόφαση της Δ.Ε. του Τ.Ε.Ε. Δυτικής Κρήτης η καταγραφή των λίθινων γεφυριών το Ρεθύμνου. Τα ιστορικά γεφύρια της Δυτικής Κρήτης παρουσιάζουν μεγάλη χρονολογική ποικιλία που μας επιτρέπει να έχουμε μπροστά μας μια ολοκληρωμένη εικόνα εξέλιξης.
Από τα ρωμαϊκά χρόνια έχουμε στο Ρέθυμνο το γεφύρι της Ελεύθερνας, που έχει δομηθεί με το εκφορικό σύστημα, το οποίο μαζί με την «Ελληνική Καμάρα», στον νομό Χανίων, αποτελούν σπάνια δείγματα ρωμαϊκών γεφυριών στην Ελλάδα. Από τη Βενετοκρατία, έχουμε την κομψή γέφυρα του San Marco, στον ποταμό Πλατανιά λίγο έξω από το Ρέθυμνο, που έχει καταγραφεί και φωτογραφηθεί από το Gerola στις αρχές του 20ού αιώνα. Βενετσιάνικη ήταν πιθανότατα και η κατεστραμμένη σήμερα γέφυρα του Ατσιπόπουλου, που τόσο εντυπωσίασε τους περιηγητές των περασμένων αιώνων με το περίεργο σχήμα τους. Η τρίτοξη γέφυρα του Κλαδισού ποταμού, πεδίο μαχών και ιστορικό ορόσημο, εξυπηρετεί ακόμα τη σύνδεση της πόλης των Χανίων με τη Δυτική Κρήτη. Η επιβλητική γέφυρα στο Καθολικό του Αγίου Ιωάννη του Ερημίτη, στο Ακρωτήρι Χανίων, σημαδεύει την άγρια ομορφιά του φαραγγιού, την ερημιά και την ιερότητα του χώρου. Το βενετσιάνικο γεφυράκι στο γραφικό Θερισιανό φαράγγι αναστηλώθηκε πρόσφατα.
Από την Τουρκοκρατία και την Αιγυπτιακή Κατοχή έχουμε πολλά δείγματα γεφυριών που κατασκευάστηκαν, είτε με Μοναστηριακή πρωτοβουλία όπως τα γεφύρια του Πρέβελη, είτε με λαϊκή, όπως η «καμάρα του Μανουρά», στο Αμάρι.
Υπάρχουν αρκετά δείγματα, από τα τέλη του 19ου αιώνα, που σχετίζονται με τα πρώτα Δημόσια Έργα στο νησί μας, την ψήφιση του 1881 από τη Γενική Συνέλευση των Κρητών, του πρώτου Νόμου περί Οδοποιίας και την πρόσκληση των πρώτων ξένων μηχανικών.
Υπάρχουν τέλος τα έργα της Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων της Κρήτης, που από τη δημιουργία της, το 1901, από την Κρητική Πολιτεία και με προεξέχουσα τη μορφή του μηχανικού Μιχάλη Σαββάκη, έδωσε λαμπρά έργα τα οποία χρησιμοποιούνται ακόμα, όπως η γέφυρα των Ποταμών Αμαρίου (καμάρα Σίμα), Δαφνέ, τη γέφυρα του Γαράζου πάνω στην παλαιά Εθνική Οδό Ρεθύμνου-Ηρακλείου και του Στύλου στον Αποκόρωνα Χανίων. Η σπουδαία γέφυρα του Κερίτη κατέρρευσε πρόσφατα και ήδη εκπονείται η μελέτη για την ανακατασκευή της. Από αυτή την περίοδο έχουμε επίσης πλήθος μικρών γεφυριών που είτε εξυπηρετούν ακόμα τις μετακινήσεις σε αγροτικούς δρόμους είτε απέμειναν ξεχασμένες σε γραφικές διαδρομές, ευχάριστη έκπληξη για τους περιπατητές. Οι μεταλλικές γέφυρες στο Ρέθυμνο και στα Χανιά είναι, σίγουρα, τα πρώτα μεγάλα έργα της Κρητικής Πολιτείας.
Πέρα από την ιστορία των πέτρινων γεφυριών, τους συγγραφείς απασχόλησαν η τεχνική γνώση τους, οι φορείς της κατασκευής τους, η στατική τους λειτουργία, καθώς και ι μαρτυρίες παλαιών τεχνιτών για την τέχνη της πέτρας και τη θολοδομία, την λεγόμενη «καμαρική».