ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΡΕΘΥΜΝΟ

Μονή Αγίου Πνεύματος Κισσού: Φάρος παιδείας και κάστρο λευτεριάς

0

Διακόσια χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την μεγάλη επανάσταση του Γένους που οδήγησε στη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους. Μια επανάσταση που προετοιμάστηκε, αρχικά, πνευματικά, με τους μεγάλους Δασκάλους του Γένους για να ολοκληρωθεί με την εθνική επανάσταση και την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.

Αυτά τα δύο κυρίαρχα ιδανικά, της παιδείας και της ελευθερίας προασπίστηκε και έθεσε σε πρώτη προτεραιότητα για σχεδόν δύο αιώνες η Μονή και Σχολή του Αγίου Πνεύματος, στον Κισσό Αγίου Βασιλείου. Για διακόσια σχεδόν χρόνια στάθηκε ζωοδότης φάρος παιδείας και κάστρο της κρητικής λευτεριάς.

Η ιστορία, όμως, της Μονής χάνεται στα βάθη των αιώνων, εκεί που το ιστορικό γεγονός περιπλέκεται και προχωρά χέρι-χέρι με τον θρύλο και την παράδοση. Ο αείμνηστος δάσκαλος Ιωάννης Αλεξανδράκης αλλά και οι σύγχρονοι, Γιώργης Τσιγδινός και Γιώργος Γαραντωνάκης διέσωσαν τις ιστορικές πηγές και μαρτυρίες για τη Μονή και τη Σχολή του Αγίου Πνεύματος, αλλά και ο φιλοπρόοδος Πολιτιστικό Σύλλογο του οικισμού, με την επωνυμία «Άγιο Πνεύμα», που συνεχίζει να στέκεται θεματοφύλακας της ιστορίας και της παράδοσης του τόπου.

Η είσοδος της Μονής.

 Σύμφωνα, λοιπόν, με την παράδοση η Μονή του Αγίου Πνεύματος στο χωριό Κισσός του Αγίου Βασιλείου ιδρύθηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο από μια πλούσια αρχόντισσα, την Μαρία, της οποία είχαν προσάψει το επίθετο «Αιγιδού», λόγω των μεγάλων κοπαδιών από αίγες που διατηρούσε, οι οποίες έβοσκαν, ελεύθερες, στη μεγάλη κτηματική περιφέρεια της αρχόντισσας, η οποία ξεκινούσε από την κορυφογραμμή του όρους Κέντρος κι έφτανε μέχρι τις ακτές του Λιβυκού πελάγους. Ακόμα και το οροπέδιο Γιους Κάμπος, ήταν μέρος της απέραντης γαιωδοσίας της και πήρε το όνομά του, κατά παράφραση, από την Αιγιδού Μαρία. Η αρχόντισσα Μαρία, που αναφέρεται και ως Πλουσία Μαρία, δεν είχε οικογένεια και προς το τέλος της ζωής της μόνασε στο μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος και τάφηκε σε αυτό. Προικοδότησε τη Μονή με την τεράστια περιουσία της, δημιουργώντας, έτσι, ένα κραταιό ίδρυμα με μεγάλες προσόδους. Για την ίδρυση της Μονής τη βυζαντινή περίοδο συνηγορεί και η καταχώρησή της στον διαρκή κατάλογο των κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδας του Υπουργείου Πολιτισμού με το ΦΕΚ 209/Β/29-2-1980, που αναφέρεται ως μοναστηριακό συγκρότημα της Βυζαντινής/Μεταβυζαντινής περιόδου.  

Βέβαιο είναι, πάντως, ότι, τουλάχιστον, στην ύστερη Βενετοκρατία η Μονή υφίσταται ως ορθόδοξη και βρίσκεται υπό την σκέπη και την προστασία της γνωστής βενετοκρητικής οικογένειας των Σανγκουινάτσων, μετέπειτα Σαουνάτσων, η οποία διαθέτει περιουσιακά στοιχεία σε όλη την έκταση του διαμερίσματος του Ρεθύμνου, με γνωστότερο τον ομώνυμο πύργο στην παραλία του Σταυρωμένου. Μάλιστα, όπως φαίνεται, η οικογένεια χρηματοδοτεί την Μονή σε κάθε ευκαιρία με μεγάλες δωρεές. Η εύρεση τάφου στο δάπεδο του καθολικού της Μονής, με οστά που ανάγονται στον 17ο αιώνα, αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο ότι η Μονή λειτουργούσε κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, αφού η ταφή κληρικών ή δωρητών στο εσωτερικό των ναών ήταν μια συνήθης τελετουργική πρακτική της ενετικής περιόδου.

Ο αύλειος χώρος της Μονής

Κατά τους δύο πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί διασώζονται έγγραφα από τα οποία πληροφορούμαστε τα ονόματα τριών από τους Ηγουμένους της Μονής: Τον Ακάκιο, που πρέπει να ήταν ο πρώτος Ηγούμενος της περιόδου της Τουρκοκρατίας, όπως και οι μεταγενέστεροι, Νεκτάριος και Πάμφιλος. Επίσης πληροφορούμαστε και διάφορα περιουσιακά στοιχεία της Μονής, καθώς και την ύπαρξη συνεταιρικού ελαιοτριβείου στις εκτάσεις της.

Η γεωγραφική θέση της Μονής μας δίνει τις εξηγήσεις για την μακραίωνη ακμή της. Θεμελιωμένη στις υπώρειες του όρους Κέντρος, στη θέση «Τράχηλας», του βυθίσματος δηλαδή των κορυφών του Κέντρους, με άφθονες υδάτινες πηγές, βρίσκεται στο κομβικό σημείο της οδικής διάβασης των δύο επαρχιών, Αγίου Βασιλείου και Αμαρίου, η οποία μπορεί να επιτευχθεί και μέσω του παρακείμενου Κισσανού φαραγγιού, ενώνοντας, με αυτόν τον τρόπο, τα 14 γειτονικά χωριά των δύο επαρχιών.

Σημείο «μηδέν» για την λειτουργία της Μονής αποτελεί η έκρηξη της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη. Λίγες μόνο ημέρες μετά την επίσημη έναρξή της, στην Παναγία τη Θυμιανή στα Σφακιά, στις 29 Μαΐου, οι Τούρκοι προχωρούν σε κινήσεις εκφοβισμού και τρομοκρατίας εναντίον του άμαχου πληθυσμού του νησιού. Σκοπός τους είναι να κάμψουν το φρόνημα των επαναστατών και να καταστείλουν την επανάσταση εν τη γενέσει της, πριν οπλιστούν επαρκώς οι Κρήτες. Πρώτος τους στόχος η Εκκλησία της Κρήτης με τη φυλάκιση και τη θανάτωση των Επισκόπων της. Στον λεγόμενο μεγάλο Αρπεντέ, στο Ηράκλειο βρήκαν φρικτό θάνατο από το μουσουλμανικό πλήθος σχεδόν όλοι οι Ιεράρχες του νησιού, ανάμεσά τους και ο Επίσκοπος Λάμπης Ιερόθεος.

Στις 15 Ιουνίου του 1821, ο φοβερός και αιμοσταγής Αμπαδιώτης Τούρκος, Ντελή Μουσταφάς με τους άντρες του, που όπως αναφέρει η παράδοση «μόνο Γιάννηδες είχε σφάξει 99», ξεκίνησε να καίει και να λεηλατεί τα χωριά του Άη-Βασίλη. Πέρασε από τις Μέλαμπες, τα Ακούμια και τα υπόλοιπα ανατολικά χωριά, σπέρνοντας στο διάβα του τον θάνατο και το όλεθρο. Φτάνοντας στη Μονή του Αγίου Πνεύματος, ολοκλήρωσε το φονικό έργο του, σφάζοντας τον Ηγούμενο και του τέσσερις ανυπεράσπιστους μοναχούς και μετά παρέδωσε στη φωτιά το Μοναστήρι καίγοντάς και καταστρέφοντάς το ολοσχερώς. Μετά την απομάκρυνση του Ντελή Μουσταφά, οι κάτοικοι του Κισσού, βιαστικά, έσκαψαν ένα πρόχειρο τάφο, πίσω ακριβώς από το Άγιο Βήμα του ναού και ενταφίασαν όλους μαζί τους Μοναχούς, χωρίς να τοποθετήσουν ούτε καν έναν σταυρό. Ο ομαδικός αυτός τάφος, με τους πέντε σκελετούς, ανακαλύφθηκε τυχαία το 1895, όταν γίνονταν εργασίες στον προαύλιο χώρο της Μονής. Ο Ντελή Μουσταφάς πλήρωσε τα ανομήματά του την επόμενη μέρα, στις 16 Ιουνίου 1821. Οι αδερφοί Τσουδεροί με τους άντρες τους και άλλους οπλαρχηγούς, μετά τη νικηφόρα μάχη στον Άη Γιάννη τον Καμένο, πληροφορήθηκαν τις βιαιοπραγίες του Αμπαδιώτη Τούρκου και με την προτροπή του Ηγουμένου της Μονής Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερού, έτρεξαν και τον πρόλαβαν στον Καψαλέ, έξω από το Σπήλι. Μετά από φονική μάχη, κατάφεραν να συλλάβουν τον Ντελή Μουσταφά και τους δύο γυναικάδελφούς τους, τους οποίους θανάτωσαν στη συνέχεια.

Ο ομαδικός τάφος των πέντε σφαγιασθέντων μαθητών.

Για αρκετά χρόνια η Μονή του Αγίου Πνεύματος παρέμενε ένας σωρός ερειπίων. Η συνέχιση της επανάστασης του 1821 και η έλλειψη Επισκόπου, στάθηκαν τροχοπέδη στην ανασύσταση της Μονής. Μόνο το 1835, ο νέος Επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων Νικόδημος Σουμπασάκης, εκμεταλλευόμενος και τις ελευθερίες που παρείχε η νέα αιγυπτιακή διοίκηση του νησιού, έθεσε σαν όραμά του την επαναλειτουργία του Μοναστηριού. Το Άγιο Πνεύμα περνάει, πλέον σε νέα φάση. Όχι πια ως Μονή, αλλά σαν Σχολή που στα δύσκολα και σκοτεινά χρόνια που θα ακολουθήσουν, θα σταθεί υπέρλαμπρος φάρος παιδείας και γνώσης.

Πρώτος στόχος του Νικόδημου ήταν να αποκτήσει ξανά η Μονή, έστω, μέρος της μεγάλης ακίνητης περιουσίας της, η οποία είχε υφαρπαγεί από τους Τούρκους την προηγούμενη δεκαπενταετία. Μόνο έχοντας η Μονή δική της περιουσία και έσοδα θα μπορούσε να συντηρήσει ένα τέτοιο μεγαλεπίβολο σχέδιο. Με υποχρεωτικούς εράνους σε όλους τους κατοίκους της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, ο φιλοπρόοδος αυτός Ιεράρχης, κατάφερε να αγοράσει ξανά ένα μεγάλο μέρος των κτημάτων της Μονής, που λόγω του τρόπου απόκτησής τους, ονομάζονταν, πλέον, «Επαρχιακά».

Ο Νικόδημος αρχίζει σιγά σιγά να αναγείρει νέα κτήρια για να στεγάσουν τη Σχολή του Αγίου Πνεύματος, η οποία, αρχικά λειτούργησε με έναν δάσκαλο και διδασκόμενα μαθήματα γραφή κι ανάγνωση από το Ψαλτήρι και την Οκτώηχο. Όντας η μοναδική σχολή σε όλη την περιοχή, σε αυτή φοιτούσαν και μαθητές από τις επαρχίες Πυργιωτίσσης και Καινουρίου. Τα έξοδα της Σχολής καλύπτονταν εξ’ ολοκλήρου από τις προσόδους των κτημάτων της, τα «Επαρχιακά» των οποίων τη διαχείριση είχε αναλάβει Ιερομόναχος, ορισμένος από την επαρχιακή κτηματική επιτροπή.

Η Σχολή συνέχισε με αυτόν τον τρόπο τη λειτουργία της και μετά την κοίμηση του Νικόδημου το 1845. Από τη δεκαετία του 1850 εισήχθη η λεγόμενη αλληλοδιδακτική μέθοδος. Με έναν μόνο δάσκαλο και με πολλούς μαθητές στην τάξη, οι ικανότεροι μαθητές των μεγάλων τάξεων βοηθούσαν τους αδύνατους μαθητές των κατωτέρων.

Η Σχολή διέκοψε, αναγκαστικά, τη λειτουργία της κατά τη μεγάλη τρίχρονη επανάσταση του 1866, μέχρι το 1869. Σε αυτό το διάστημα διαβιούσε εκεί ο Μοναχός Νεόφυτος, ή Μαυροπατέρας, ως επιστάτης και διαχειριστής της περιουσίας της Σχολής.

Στις 8 Δεκεμβρίου 1868, στους χώρους γύρω από την Σχολή του Αγίου Πνεύματος, έγινε μια από τις πιο φονικές μάχες της επανάστασης. Σώμα χιλίων εθελοντών από την Ελλάδα, υπό τις διαταγές του Μανιάτη, απόστρατου Συνταγματάρχη Δημήτριου Πετροπουλάκη, προδόθηκε και εγκλωβίστηκε από τον τουρκικό στρατό στη θέση Τραχήλα. Όπως αναφέρει ο ίδιος στην έκθεσή του, «του εχθρού επιπεσόντος από τρία διαφορετικά μέρη, ήτοι από Κισσόν, Τράχηλαν και Κρύα Βρύσιν, επί τούτω δε διετάξαμεν να σαλπίσωσι γενική συνάθροισιν, όπως συγκεντρωθή άπας ο στρατός εις το μέρος, όπερ ημείς κατείχομεν. Κατά την μάχην ταύτην διαρκέσασαν περίπου τρεις ώρας, απωλέσαμεν περί τους διακοσίους άνδρας, φονευθέντας και αιχμαλωτισθέντας». Για τη βοήθεια που προσέφερε η Σχολή του Αγίου Πνεύματος στους εθελοντές του Πετροπουλάκη, αλλά και για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, έχει ανεγερθεί λιτό, επιβλητικό μνημείο στον αύλειο χώρο της Μονής.

Το μνημείο που αναγέρθηκε στην μνήμη των Ελλήνων πεσόντων υπό τον Πετροπουλάκη.

            Μετά την επανάσταση και εκμεταλλευόμενη τα, έστω, σκιώδη προνόμια του Οργανικού Νόμου και την ισοτιμία των δύο γλωσσών, τουρκικής και ελληνικής, η Σχολή του Αγίου Πνεύματος επανακκίνησε τη λειτουργία της το 1870 και προήχθη σε «Ελληνική Σχολή του Αγίου Βασιλείου», έχοντας τρεις τάξεις. Πλέον, το Ψαλτήρι και η Οκτώηχος, αντικαταστάθηκαν με τη διδασκαλία της ελληνικής γραμματικής, της Γεωγραφίας και της αρχαίας ελληνικής Ιστορίας. Η Σύμβαση της Χαλέπας το 1878, που προέβλεπε καθεστώς ημιαυτονομίας για την Κρήτη και περισσότερα προνόμια στους Κρητικούς, έδωσε περαιτέρω ώθηση στη λειτουργία της Σχολής.

Ήταν τέτοια η λάμψη και το κύρος της, που στον πρώτο Δημοτικό νόμο του 1879, έδωσε το όνομά της στον ομώνυμο Δήμο της περιοχής, με την επωνυμία «Δήμος Αγίου Πνεύματος», που είχε 11 χωριά, και έδρα τον Άρδακτο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο πληθυσμός του Δήμου ήταν αμιγώς χριστιανικός με μόλις 27 μουσουλμάνους κατοίκους.

Οι παλιές αίθουσες διδασκαλίας της Σχολής του Αγίου Πνεύματος.

Κομβικής σημασίας στιγμή για τη λειτουργία και την περεταίρω ανάπτυξη της Σχολής υπήρξε η τοποθέτηση ως Επισκόπου Λάμπης και Σφακίων του Ευμένιου Ξηρουδάκη το 1887. Ο νέος Επίσκοπος, που αργότερα εξελέγη Μητροπολίτης Κρήτης, είχε σπουδαία θεολογική και εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σαν νέος Δάσκαλος του Γένους έβλεπε ότι η οριστική ελευθερία του πολύπαθου κρητικού λαού θα επιτυγχανόταν μόνο μέσα από την Παιδεία και τη μόρφωση.

Ο Επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων και μετέπειτα Μητροπολίτης Κρήτης, Ευμένιος Ξηρουδάκης.

Ο Ευμένιος διαπίστωσε ότι παρά την ίδρυση πολυάριθμων σχολείων στην ποιμαντική του περιφέρεια, το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο. Σε σύσκεψη που προκάλεσε στη Σχολή του Αγίου Πνεύματος τον Μάιο του 1887, με παρουσία των Δημάρχων των επαρχιών Αγίου Βασιλείου και Σφακίων, που αποτελούσαν τότε μια ενιαία διοίκηση, πέτυχε την ανωτεροποίηση της Σχολής, έναντι όλων των σχολών της περιφέρειας, τα έξοδα της οποίας θα αναλάμβανε εξ’ ολοκλήρου η πλούσια και κραταιά Μονή του Πρέβελη. Τιμητικά και τύποις μόνο ονομάστηκε Ιερατική Σχολή, κατ’ απαίτηση της Μονής Πρέβελη. Σκοπός της ήταν, οι απόφοιτοί της να χρησιμεύσουν ως ιερείς και ως δημοδιδάσκαλοι.  

Η σχολή, με τη νέα της ονομασία, λειτούργησε τον Σεπτέμβριο του 1887. Οι καθηγητές που δίδαξαν ήταν ανώτατης πανεπιστημιακής μόρφωσης, γεγονός που προσέδωσε νέο κύρος στη Σχολή και προσέλκυσε μαθητές και από τις γύρω επαρχίες. Στα δύο χρόνια λειτουργίας της, μέχρι το 1889, αφού μετά διέκοψε τη λειτουργίας της λόγω της νέας επανάστασης, σε αυτή φοίτησαν περίπου 70 μαθητές, ενώ σχολάρχης της ήταν ο φιλόλογος Μιχαήλ Τρουλλινος από τις Μέλαμπες. Η έλλειψη, όμως, επαρκών κτηριακών υποδομών και η αδυναμία διάθεσης κοινού συσσιτίου δυσχέραινε την εύρυθμη λειτουργία της Σχολής.

Για τα επόμενα χρόνια, ο ακάματος Ιεράρχης, χωρίς να χάνει το θάρρος του από το ρευστό πολιτικό σκηνικό που επικρατούσε, προσπαθούσε να συνεχίσει απρόσκοπτα τη λειτουργία της Σχολής, αναλαμβάνοντας ακόμα και ο ίδιος να διδάσκει. Κατά τα τέλη του 1894, τα νέα κτήρια της Σχολής ήταν έτοιμα και το θέμα του συσσιτίου των μαθητών λύθηκε, ενώ, η λειτουργία της Σχολής και ο κανονισμός της εξασφαλίστηκαν με Πατριαρχικό Σιγίλιο. Με τον νέο κανονισμό η Σχολή απαλλάχθηκε από την αγκύλωση της Ιερατικής Σχολής και επίσημα, πλέον, ονομάστηκε «Σχολή της Ιεράς και Σταυροπηγιακής Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πρέβελη». Η Σχολή είχε τετραετή φοίτηση που αναλογούσε στις ανώτερες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου και στην Α’ Γυμνασίου. Για να τονώσει την αίγλη της Σχολή, ο Ευμένιος, μετέφερε την έδρα της Επισκοπής από την Λαμπινή μέσα στις εγκαταστάσεις της Σχολής, σε νεόδμητο οίκημα που αποπεράτωσε με δικά του έξοδα. Πρώτος Σχολάρχης της υπήρξε ο τότε Ιεροδιάκονος Βασίλειος Μαρκάκης, από τον Κεραμέ, μετέπειτα Μητροπολίτης Κρήτης. Την επόμενη χρονιά ανέλαβε Σχολάρχης ο φιλόλογος Μιχαήλ Πρεβελάκης, μετέπειτα Διευθυντής του Γυμνασίου Ρεθύμνου, η σημαντικότερη, ίσως, πνευματική μορφή της εποχής.

Το παλιό Επισκοπείο του Ευμένιου, σήμερα πλήρως ανακαινισμένο.

Η Σχολή του Αγίου Πνεύματος, στις δύσκολες εκείνες εποχές των διαρκών κρητικών επαναστάσεων, αποτελούσε, πολλές φορές, το καταφύγιο των επαναστατών αλλά και των αδυνάτων και κατατρεγμένων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Επίσκοπος Ευμένιος «Προ των ομμάτων των μαθητών εξετυλίχθησαν άπασαι αι εις τοιαύταις περιστάσεις συνήθεις σκηναί. Εκ της Σχολής διήρχοντο οι οπλίται οι σπεύδοντες προς απόκρουσιν των επιτιθεμένων Τούρκων. Εκ της Σχολής διήρχοντο οι εκ της μάχης επανακάμπτοντες. Εν των περιβώλω της Σχολής εβολεύοντο οι της επαρχίας αρχηγοί και πρόκριτοι. Εν τη Σχολή κατέφυγον οι εκ της Επαρχίας Ρεθύμνης πρόσφυγες εξαιτούμενοι άσυλον και τροφήν».

Η Σχολή λειτούργησε με αυτή την μορφή μέχρι το 1899 με τις κτηριακές της εγκαταστάσεις να βελτιώνονται συνεχώς και να παρέχει υψηλής ποιότητας μόρφωση, μοναδική σε όλη την επαρχία Αγίου Βασιλείου, αλλά και εξαιρετικές συνθήκες διαβίωσης σε όλους τους μαθητές της που ήταν οικότροφοι.

Η θεία λιτανεία του 2021.

 

Η θεία λιτανεία του 2021.

Το πολιτικό μόρφωμα της Κρητικής Πολιτείας, που ξεκίνησε το 1899, σκόρπισε ενθουσιασμό και ελπίδες στου Κρητικούς. Τόσο ο στρατιωτικός Διοικητής του Ρεθύμνου, Ρώσος Συνταγματάρχης Θεόδωρος Ντε Χιοστάκ, όσο και ο Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης, πρίγκιπας Γεώργιος, επισκέφθηκαν τη Σχολή του Αγίου Πνεύματος το 1899, αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο την τεράστια προσφορά της στα Γράμματα και τη μόρφωση του πληθυσμού της περιοχής. Το νέο αυτόνομο κρατίδιο της Κρητικής Πολιτείας παρείχε δημόσια δωρεάν παιδεία, υπό την αιγίδα του κράτους. Η Σχολή του Αγίου Πνεύματος θεωρήθηκε ιδιωτική σχολή, μιας και ήταν υπό την αιγίδα της εκκλησίας κι έτσι διέκοψε τη λειτουργία της τον Ιούνιο του 1899. Συνέχισε να λειτουργεί ως «ελληνικό σχολείο» και Ημιγυμνάσιο μέχρι και το 1920, που η έδρα του μεταφέρθηκε στο Σπήλι.

Από εκείνο το σημείο και μετά αρχίζει η κατάπτωση και η παρακμή. Η περιουσία και οι εγκαταστάσεις της Σχολής πουλήθηκαν από το Εφεδρικό Ταμείο Ρεθύμνου, στο οποίο περιήλθαν, σε ιδιώτες. Ο τόπος βεβηλώθηκε, κακοποιήθηκε και ερειπώθηκε.

Από τους εορτασμούς του 2021.

Με τις ενέργειες του Πολιτιστικού Συλλόγου του Κισσού, τα κτίσματα διασώθηκαν και όπως προείπαμε, ο χώρος κηρύχθηκε αρχαιολογικός. Σταδιακά το παλιό Επισκοπείο αναστηλώθηκε με τη βοήθεια της Μητρόπολης Λάμπης Συβρίτου και Σφακίων,  της Περιφέρειας Κρήτης και του Δήμου Αγίου Βασιλείου. Η ανασύσταση της Μονής με την τοποθέτηση, τα τελευταία, χρόνια ως Ηγουμένου του Πανοσιολογιότατου κ. Βαρθολομαίου, του ακάματου Λευίτη, μόνο αισιοδοξία και αγαλλίαση μπορεί να προσφέρει σε αυτούς που πίστεψαν σε αυτό το εγχείρημα. Η πάλαι ποτέ κραταιά Μονή και Σχολή του Αγίου Πνεύματος, αρχίζει με μικρά αλλά σταθερά βήματα να ξαναβρίσκει τον βηματισμό της και ευχή όλων είναι να αποχτήσει σύντομα την αίγλη του παρελθόντος και συν τω χρόνω να ξαναγίνει ένας νέος υπέρλαμπρος φάρος Πολιτισμού αλλά και θρησκευτικής κατάνυξης.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Αλεξανδράκης Ιωάννης, Η Ιστορία της Μονής του Αγίου Πνεύματος, Ρέθυμνο 2016.
  • Δερεδάκης Νίκος, Η πρώτη σύσταση των Δήμων στον Ν. Ρεθύμνου επί Τουρκοκρατίας, στο deredakis.blogspot.com, 29.12.2020.
  • Δερεδάκης Νίκος, Άη-Γιάννης Καμένος και Σπήλι: Δύο μάχες της αρχής της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη, στο deredakis.blogspot.com, 4.5.2021.
  • Κριτοβουλίδης Κ., Απομνημονεύματα του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, Εν Αθήναις 1859.
  • Μαρκάκης Βασίλειος, Η εν Αγίω Πνεύματι Σχολή Πρέβελη, εφ. Αναγέννησις, 17.9.1899.
  • Μουρέλλος Ιωάννης, Κρητικαί Βιογραφίαι, Εν Αθήναις 1931.
  • Ξηρουδάκης Ευμένιος, Η εν τη κατά την Επισκοπήν Λάμπης και Σφακίων Ιερά Μονή του Παναγίου Πνεύματος Σχολή της Ιεράς και Σταυροπηγιακής Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πρέβελη, Εν Ρεθύμνη 1899.
  • Παπαδάκης Μιχαήλ, Το Μοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα 1978.
  • Πετροπουλάκης Δημήτριος, Έκθεσις περί της δευτέρας εις Κρήτην εκστρατείας αυτού, Εν Αθήναις, 1869.
  • Πρεβελάκης Μιχαήλ, Το Άγιον Πνεύμα κέντρο πνευματικόν, εφ. Κρητική Επιθεώρησις, 16.4.1938.
  • Σταυράκης Νικόλαος, Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης, Αθήνα 1890.
  • Τσιγδινός Γιώργης, Η Μονή και η Σχολή του Αγίου Πνεύματος στον Κισσό Αγίου Βασιλείου, Ρέθυμνο 1998.
Οι άγιοι πέντε νεομάρτυρες σφαγιασθέντες μοναχοί από τους Τούρκους στις 15 Ιουνίου 1821
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ