ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΡΕΘΥΜΝΟ

Κάλπες - γρίφος για νέα κυβέρνηση

0

 ΤΙ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

  • Απαντήσεις από τον Καθηγητή Πολιτικών Επιστημών Σήφη Πλυμάκη

Θα έχουμε νέα κυβέρνηση από την αυριανή εκλογική αναμέτρηση; Και αν ναι τί κυβέρνηση και με ποια κόμματα; Πρόκειται για τον κυρίως «γρίφο» τον οποίο καλούνται να λύσουν οι εκλογείς που θα προσέλθουν στις κάλπες της Κυριακής.

Και η λύση του γρίφου αυτού, θα δώσει απάντηση και στο ζήτημα για το αν θα έχουμε δεύτερες εκλογές προσεχώς, από το αποτέλεσμα των οποίων θα καθοριστεί και το αν θα οδηγηθούμε σε 3η συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση.

Υπάρχει το ενδεχόμενο μιας επανάληψης των εκλογών 1989 – 1990; Πώς ακριβώς λειτουργεί η απλή αναλογική και πώς η ενισχυμένη; Εν τέλει πως ψηφίζουμε αύριο και πως η ψήφος μας καθορίζει τις εξελίξεις για να φτάσουμε σε μια ισχυρή κυβέρνηση;

Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, επιχειρούμε να δώσουμε με την συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα μας ο Επίκουρος Καθηγητής Δημόσιων Πολιτικών του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Δρ. Σήφης Πλυμάκης.

Πρόκειται για ένα διακεκριμένο επιστήμονα και πολιτικό αναλυτή, ο οποίος είναι Ρεθεμνιώτης και διαπρέπει στα ελληνικά πανεπιστήμια.

Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στη συνέχεια εξειδικεύτηκε σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο δημόσιο μάνατζμεντ στο πανεπιστήμιο του Liverpool. Αγορεύτηκε Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών στο αντικείμενο των συμπράξεων δημοσίου – ιδιωτικού τομέα και ολοκλήρωσε τις σπουδές του σε μετα-διδακτορικό επίπεδο στο National Centre for Public Performance του Πανεπιστημίου Rutgers, σε θέματα στρατηγικού προγραμματισμού και αξιολόγησης στο δημόσιο τομέα.

Έχει διδάξει δημόσια πολιτική και μάνατζμεντ δημοσίων οργανισμών στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και την ΑΣΠΑΙΤΕ.. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα συμπεριλαμβάνονται ο στρατηγικός προγραμματισμός και η διαχείριση της αλλαγής στον δημόσιο τομέα, o σχεδιασμός και η αξιολόγηση δημοσίων πολιτικών και η εναλλακτική παροχή δημοσίων υπηρεσιών. Διαθέτει πολυετή εμπειρία στον σχεδιασμό και την υλοποίηση έργων διοικητικής αναδιοργάνωσης στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει εργαστεί ως εμπειρογνώμονας για την ΕΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς στο πεδίο των διοικητικών μεταρρυθμίσεων.

Συλλέξαμε τα βασικά ερωτήματα των ψηφοφόρων, τα θέσαμε υπόψη του, και οι απαντήσεις που ακολουθούν, εξηγούν απλά και κατανοητά, το τι ακριβώς έχει να συμβεί από το πρωί της Δευτέρας και μετά.

Τι είναι η «απλή αναλογική» ως εκλογικό σύστημα και γιατί δημιουργούνται ζητήματα ως προς τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης;

Η απλή αναλογική αποτελεί ένα εκλογικό σύστημα στο οποίο τα πολιτικά κόμματα που συγκεντρώνουν τουλάχιστον το 3% των ψήφων και εισέρχονται στη βουλή, μοιράζονται απολύτως αναλογικά τις 300 βουλευτικές έδρες με βάση το ποσοστό που συγκέντρωσαν στις εκλογές, χωρίς να προβλέπεται η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος με πρόσθετες έδρες, όπως οι 50 έδρες στο προηγούμενο σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Αντίθετα οι πρόσθετες – αδιάθετες έδρες κατανέμονται μεταξύ του συνόλου των πολιτικών κομμάτων της νέας βουλής βάσει του ποσοστού των ψήφων που έχουν λάβει. Με το σύστημα της απλής αναλογικής και βάσει του αριθμού των κομμάτων που συγκεντρώνουν το απαιτούμενο 3% και εισέρχονται στη βουλή, το ποσοστό της αυτοδυναμίας για το πρώτο κόμμα διαμορφώνεται από το 46%-47%, ενδεχόμενα και ακόμα μεγαλύτερο και μέχρι το 50%.

Τα αυξημένα αυτά ποσοστά των ψήφων που πρέπει να λάβει ένα πολιτικό κόμμα, άνω του 46%, ουσιαστικά καθιστούν ανέφικτη τη δημιουργία αυτοδύναμης κυβέρνησης από ένα πολιτικό κόμμα και λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά που έλαβε το πρώτο σε ψήφους κόμμα στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις.  Συνεπώς στην απλή αναλογική ο σχηματισμός κυβέρνησης καθίσταται ουσιαστικά εφικτός μόνο μέσω της συνεργασίας διαφορετικών πολιτικών κομμάτων, μία ‘αναγκαστική και επιβαλλόμενη συνεργασία και συναίνεση’, η οποία όταν δεν συνοδεύεται από την προηγούμενη σύγκλιση των συμμετεχόντων στην κυβέρνηση πολιτικών κομμάτων σε επίπεδο κυβερνητικού προγράμματος, πολιτικών προτεραιοτήτων στο σύνολο των τομέων της δημόσιας πολιτικής και της οικονομίας και τον απαιτούμενο συντονισμό, είναι εξαιρετικά πιθανό να οδηγήσει σε ουσιαστική ακυβερνησία της χώρας, πλημμελή λειτουργία του διοικητικού μηχανισμού και αποτυχία της κυβέρνησης.

Στην περίπτωση μη αυτοδυναμίας, ποια διαδικασία ακολουθείται; Τι πρέπει να γίνει για να σχηματιστεί μια νέα κυβέρνηση;

Σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει τη διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στα τρία πρώτα σε ψήφους πολιτικά κόμματα, αρχής γενομένης από τον πολιτικό αρχηγό του πρώτου σε ψήφους πολιτικού κόμματος. Εάν ο αρχηγός του πρώτου σε ψήφους πολιτικού κόμματος δεν μπορέσει εντός τριών ημερών να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση 151 βουλευτών με τη συμμετοχή άλλων πολιτικών κομμάτων, η διερευνητική εντολή δίνεται για τρεις ημέρες στον πολιτικό αρχηγό του δεύτερου σε ψήφους πολιτικού κόμματος και σε περίπτωση αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας και από το δεύτερο κόμμα, η διερευνητική εντολή δίνεται τέλος για τρείς ημέρες και στον πολιτικό αρχηγό του τρίτου σε ψήφους πολιτικού κόμματος. Σε περίπτωση που και ο πολιτικός αρχηγός του τρίτου σε ψήφους πολιτικού κόμματος δεν μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί το σύνολο των πολιτικών αρχηγών των κομμάτων της βουλής και διερευνά την πιθανότητα δημιουργίας κυβέρνησης συνεργασίας.

Εάν και η πολιτική αυτή πρωτοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν τελεσφορήσει, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει νέες εκλογές, εκλογές οι οποίες στην περίπτωση μας θα διεξαχθούν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής.

Εφόσον οδηγηθούμε σε 2η εκλογική αναμέτρηση, τι ακριβώς ισχύει για την κατανομή των εδρών και πόσο πιο εφικτό είναι να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση;

Σε περίπτωση που οδηγηθούμε σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, οι εκλογές αυτές θα διεξαχθούν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, όπου πριμοδοτείται κλιμακωτά με 40 έως 50 έδρες ανάλογα με το ποσοστό που θα λάβει στις εκλογές το πρώτο σε ψήφους κόμμα και το όριο της κυβέρνησης αυτοδυναμίας μειώνεται περίπου στο 36%-37%, βάσει και του αριθμού των κομμάτων που θα εισέλθουν στη βουλή. Πιο συγκεκριμένα και σε σχέση με το κρίσιμο μπόνους των αδιάθετων εδρών, το πρώτο κόμμα αν καταφέρει να λάβει πάνω από 25% παίρνει μπόνους 20 εδρών. Από το 25% πάνω, για κάθε 0,5% το πρώτο κόμμα λαμβάνει επιπλέον μπόνους μία έδρα, ενώ το σύνολο των 50 εδρών το λαμβάνει εάν το ποσοστό του είναι στο 40%.

Συνεπώς με το σύστημα αυτό της ενισχυμένης αναλογικής η πιθανότητα δημιουργίας μίας αυτοδύναμης κυβέρνησης, καθίσταται σημαντικά πιο πιθανή, λόγω της μείωσης του απαιτούμενου ποσοστού ψήφων για τη δημιουργία αυτοδύναμης κυβέρνησης και της ενίσχυσης του πρώτου κόμματος με αδιάθετες έδρες.  Γενικότερα και πέρα από την Ελληνική εμπειρία, σε διεθνές επίπεδο το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής είναι συνυφασμένο και οδηγεί στη δημιουργία αυτοδύναμων κυβερνήσεων.

Υπάρχει περίπτωση να ξαναζήσουμε την περίπτωση του 1989, οπότε έγιναν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις για να αναδειχθεί κυβέρνηση; Γενικότερα υπάρχει περίπτωση να γίνει και 3η εκλογική αναμέτρηση;

Θεωρητικά φυσικά και υπάρχει, εάν στις δεύτερες εκλογές που θα διεξαχθούν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής δεν προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα της βουλής, προεξέχοντος του πρώτου σε ψήφους πολιτικού κόμματος, δεν επιθυμούν τη δημιουργία ή δεν μπορούν να δημιουργήσουν μία κυβέρνησης συνεργασίας.

Φυσικά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το ενδεχόμενο διεξαγωγής τρίτων διαδοχικών εκλογών, αφενός οδηγεί στη δημιουργία αυτοδύναμης κυβέρνησης, αφετέρου προκύπτουν μία σειρά από κρίσιμα ζητήματα από τη πολύμηνη απουσία κυβέρνησης στη χώρα και μάλιστα σε μία περίοδο αυξημένων προκλήσεων και εν δυνάμει και απειλών στην οικονομία και τη γεωπολιτική.

Ας προσεγγίσουμε τον όρο «ισχυρή κυβέρνηση». Πως επιτυγχάνεται ο σχηματισμός κυβέρνησης με τετραετή θητεία στην περίπτωση που δεν υπάρχει αυτοδυναμία;

Αναγκαστικά και στην Ελληνική περίπτωση, δυστυχώς αναποτελεσματικά από την προηγούμενη εθνική εμπειρία, επιτυγχάνεται μέσω της συνεργασίας διαφορετικών πολιτικών κομμάτων που έχουν εισέλθει στο κοινοβούλιο και αθροίζουν συνολικά το 45%-46% των ψήφων στο σύστημα της απλής αναλογικής και του 37%-38% στο σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Το ζητούμενο στην Ελληνική πολιτική είναι το κατά πόσο είναι ισχυρή σε επίπεδο διακυβέρνησης, μία κυβέρνηση η οποία προκύπτει από διαφορετικά πολιτικά κόμματα, διαφορετικής στρατηγικής και διαφορετικών προτεραιοτήτων σε σημαντικούς τομείς της κυβερνητικής πολιτικής, τα οποία συνεργάζονται κατά μία έννοια αναγκαστικά προκειμένου να σχηματίσουν κυβέρνηση, χωρίς προηγούμενη και ουσιαστική σύγκλιση των πολιτικών και των προτάσεων τους και με δεδομένη την απουσία μίας κουλτούρας συνεργασίας και συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα. Τα προβλήματα των κυβερνήσεων συνεργασίας στην Ελληνική περίπτωση, επιβεβαιώνει και το έργο που παρήγαγαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις συνεργασίας, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι διακρίθηκε από τη σταθερότητα και τον ισχυρό συντονισμό και να αξιολογηθεί ως αποτελεσματικό και προς όφελος της προώθησης  των μεταρρυθμίσεων.

Για την κατανόηση του όρου ισχυρή κυβέρνηση και το πως επηρεάζει τη δημιουργία της το εκλογικό σύστημα με το οποίο διεξάγονται οι εκλογές, θα πρέπει να οριοθετήσουμε το τι τελικά αποτελεί μία ισχυρή κυβέρνηση. Τον όρο ισχυρή κυβέρνηση μπορούμε να τον αντιληφθούμε με δύο έννοιες προσέγγισης, μία εκλογική και μία με όρους δημόσιας πολιτικής. Στην πρώτη περίπτωση αναφερόμαστε σε αυτή της αυτοδύναμης κυβέρνησης η οποία διαθέτει από 151 βουλευτές και άνω, με την ισχύς της κυβέρνησης να ενισχύεται και από το συνολικό αριθμό των βουλευτών που διαθέτει πάνω από τους απαιτούμενους 151.  Όσο πιο αυξημένη είναι η κυβερνητική πλειοψηφία στη βουλή, τόσο θεωρητικά και μόνο, πιο ισχυρή είναι η κυβέρνηση να υλοποιήσει το πρόγραμμα της. Το θεωρητικά και μόνο απαντά στη δεύτερη και ίσως και σημαντικότερη διάσταση της ισχυρής κυβέρνησης, αυτής της δεσμευτικότητας της εφαρμογής του προεκλογικού της προγράμματος και της προώθησης των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων στο κράτος και την οικονομία, οι οποίες σε περιπτώσεις κρατών όπως αυτής της χώρας μας, αποτελούν το σημαντικότερο ζητούμενο και πρόκληση μίας ισχυρής κυβέρνησης. Συνεπώς μία ισχυρή κυβέρνηση θα πρέπει να προκύπτει με όρους εκλογικής αυτοδυναμίας της κυβέρνησης, αλλά και αποτελεσματικής εφαρμογής του κυβερνητικού έργου και κυρίως προώθησης των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους και με μοναδικό γνώμονα το δημόσιο και το εθνικό συμφέρον.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ