ΑΝΑΛΥΟΥΝ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΛΙΟΣ ΤΖΑΓΚΑΡΑΚΗΣ
Αποτελέσματα που κανένας δεν περίμενε, ποσοστά πρωτοφανή για εκλογές με σύστημα απλής αναλογικής, τα μηνύματα της κάλπης της 21ης Μαΐου μπαίνουν στο «κόσκινο» των αναλυτών, οι οποίοι «διαβάζουν» τα μηνύματα των ψηφοφόρων και μετρούν σωστά και λάθη των κομμάτων που διεκδίκησαν την ψήφο των ελλήνων.
Ο Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης ΔρΝίκος Παπαδάκηςκαι οΔιδάσκων Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης Δρ Στέλιος Τζαγκαράκης, μιλώντας στην εφημερίδα «Ρέθεμνος», έκαμαν λόγο για μια «εμφατική» και «ιστορική» νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη, στοιχειοθετώντας το γιατί και το πώς η Νέας Δημοκρατίας έφτασε στα όρια να κάνει αυτοδύναμη κυβέρνηση με σύστημα απλής αναλογικής.
Παράλληλα, αναλύουν τα δεδομένα που διαμορφώνονται για τα λοιπά κόμματα, που μετρούν απώλειες ή κέρδη και εξηγούν γιατί οι εκλογές της 25ης Ιουνίου, λαμβάνουν ιδιαίτερα σημαντικές διαστάσεις.
ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ Ν.Δ.
Εξηγώντας, οι κ.κ. Παπαδάκης και Τζαγκαράκης, σημειώνουν το ζήτημα της απλής αναλογικής, επισημαίνοντας: «Οι εκλογές της 21ης Μαΐου 2023 διεξήχθησαν με το σύστημα της απλής αναλογικής, με όριο εισόδου ενός κόμματος στη Βουλή το 3%. Παρότι η επίτευξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας 151 βουλευτών από ένα κόμμα είναι εξαιρετικά δύσκολη, η Νέα Δημοκρατία έφτασε αρκετά κοντά καθώς κατάφερε να εκλέξει 146 βουλευτές. Η διαφορά των σχεδόν 21 ποσοστιαίων μονάδων της ΝΔ από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος συγκέντρωσε μόνο 20,07% των ψήφων, και το γεγονός ότι από τα 5 κόμματα που εισήλθαν στη Βουλή μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει σε εκλογική δύναμη και μάλιστα περίπου 600.000 ψηφοφόρους σε σύγκριση με τις εκλογές του 2019 (έχασε ακριβέστερα το 36% της των ποσοστών του σε σχέση με το 2019), ενώ όλα τα (νυν κοινοβουλευτικά) κόμματα είδαν περισσότερους ψηφοφόρους να τα επιλέγουν, αναδεικνύει αφενός ότι ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος αξιολόγησε θετικά ή μάλλον θετικά τον τρόπο διαχείρισης των αλλεπάλληλων κρίσεων από την κυβέρνηση της ΝΔ, καθώς και τις προτάσεις της για τα επόμενα βήματα και αφετέρου ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων δεν πείσθηκε από την κυβερνητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι η ΝΔ άγγιξε την αυτοδυναμία με σύστημα απλής αναλογικής και ότι υπερέχει σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες της Ελλάδας εκτός της Ροδόπης, σε όλες τις ηλιακές ομάδες (συμπεριλαμβανομένων των νέων) και σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες είναι πρωτοφανές και αναδεικνύει επιπρόσθετα το γεγονός ότι οι πολίτες επέλεξαν την σταθερότητα ενός συστήματος ενισχυμένης αναλογικής παρά την πιθανή αστάθεια που μπορεί να επιφέρει η απλή αναλογική, ιδιαιτέρως εφόσον δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις για προγραμματικές συγκλίσεις».
Με βάση τα παραπάνω, οι δύο επιστήμονες καταλήγουν στα εξής: «Τούτων δοθέντων, η ΝΔ και ο κος Μητσοτάκης πέτυχαν μια εμφατική νίκη, που αν ανατρέξουμε στην εξέλιξη των εκλογικών αναμετρήσεων στην Μεταπολίτευση λαμβάνει ιστορικές διαστάσεις.
- Με εξαίρεση τις εκλογές του 1974, είναι η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των δυο πρώτων κομμάτων, των πρωταγωνιστών δηλαδή του εκλογικού ανταγωνισμού.
- Είναι η πρώτη φορά, με εξαίρεση επίσης τις εκλογές του 1974, που το πρώτο κόμμα λαμβάνει ποσοστό διπλάσιο του δεύτερου.
- Είναι η δεύτερη φορά (με την προηγούμενη να είναι στις εκλογές του 2000) που κόμμα που κυβέρνησε επί τετραετία αυξάνει και δεν μειώνει τα ποσοστά του».
Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΨΗΦΟΦΟΡΩΝ
«Σε καιρούς αλλεπάλληλων διεθνών κρίσεων και διευρυμένης αβεβαιότητας, φαίνεται ότι οι πολίτες προκρίνουν τα εχέγγυα σταθερότητας και συνακόλουθα κυβερνησιμότητας» τονίζουν οι κ.κ. Παπαδάκης και Τζαγκαράκης, αναλύοντας περαιτέρω: «Σε ένα τέτοιο περιβάλλον το (διεθνές) φαινόμενο της αύξησης της κυμαινόμενης ψήφου και της θεματικής ψήφου (issuevoting), που υπερβαίνει τις παραδοσιακές διαιρετικές τομές αποκτούν μεγάλη σημασία για τον προσδιορισμό της εκλογικής συμπεριφοράς. Οι αποκρίσεις σε ζητήματα πραγματικής οικονομίας, διαχείρισης της ενεργειακής κρίσης και των επιπτώσεων στο βιοτικό επίπεδο και ειδικά της ακρίβειας, των ανατιμήσεων και την πληθωριστικής κρίσης εκτιμούμε ότι έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της εκλογικής συμπεριφοράς. Η διαχείριση λοιπόν της πραγματικής οικονομίας και των κοινωνικών επιπτώσεων των αλλεπάλληλων κρίσεων φάνηκε να είναι μείζον, αλλά όχι το μόνο, διακύβευμα των εκλογών. Ας μην ξεχνάμε την «κανονιστική ισχύ του πραγματικού» που έχει επισημάνει ο Καθηγητής Δεμερτζής. Τούτων δοθέντων, κρίσιμη ήταν και τώρα η σημασία της αντίληψης- πρόσληψης τηςκυβερνησιμότητας, ως προς το που κατευθύνθηκε όχι μόνο η θετική ψήφος αλλά και επιλογή του ήσσονος κακού (δεδομένης και της προϊούσας απαξίωσης του πολιτικού συστήματος και προσωπικού και της διεύρυνση της απονεύρωσης της δημόσιας εμπιστοσύνης σε τμήματα της ελληνικής κοινωνίας) και η πειστικότητα των ίδιων των διλημμάτων».
ΓΙΑΤΙ ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ;
«Η διακυβέρνηση της ΝΔ και ο προγραμματικός της λόγος αποτιμήθηκε θετικά από μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος, όπως και η δυνατότητα απόκρισης στη διαχείριση μεγάλων κρίσεων, παρά τα λάθη και τις αστοχίες της» τονίζουν οι δύο καθηγητές της πολιτικής επιστήμης και αναλύουν ως εξής: «Η σαφήνεια της ατζέντας της για την οικονομική ανάπτυξη με καλύτερους μισθούς και περισσότερες θέσεις εργασίας, που συναρτήθηκε και με τη σημαντική μείωση της ανεργίας επί των ημερών της, έπαιξαν ρόλο επίσης. Η απεύθυνση της στη μεσαία τάξη και στο κέντρο, φαίνεται ότι θεωρήθηκε αξιόπιστη (από ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος) με δεδομένα και τα πεπραγμένα της διακυβέρνησης της, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέκτησε την εμπιστοσύνη της μεσαίας τάξης στην οποία συστηματικά επίσης απευθύνθηκε. Ενδεικτικό είναι ότι όπως επεσήμανε ο κος Μαύρος της MRBοι ελεύθεροι επαγγελματίες ψήφισαν τη Νέα Δημοκρατία σε ποσοστό περίπου 55%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε μόλις το 13% των προτιμήσεων. Η ΝΔ φαίνεται να κεφαλαιοποίησε και επιτυχίες της σε πεδία της δημόσιας πολιτικής (ανεργία, κατώτατος μισθός, επενδύσεις, ψηφιοποίηση του κράτους, μεταναστευτικό), αλλά και την πολιτική παροχών. Επίσης, το ότι κοστολόγησε επακριβώς το πρόγραμμα της, της απέδωσε επιπλέον κεφάλαιο αξιοπιστίας σε αντίθεση (από ότι φάνηκε) με τον ΣΥΡΙΖΑ που δεν δέχθηκε την πρόσκληση της κοστολόγησης του προγράμματος του, από κάποιο πιο ανεξάρτητο θεσμό (π.χ. Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής). Επιπρόσθετα, η ΝΔ προτεραιοποίησε ευκρινώς τα εθνικά θέματα, την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας, σε μια περίοδο που υφιστάμεθα εδώ και καιρό απειλή ασφαλείας από την Τουρκία και κανείς δεν έχει ψευδαισθήσεις ότι αυτή η περίοδος απομείωσης της έντασης θα διαρκέσει για πολύ. Σε αυτό ενδυναμώθηκε και από τα πεπραγμένα της διακυβέρνησης της, με την ενίσχυση τόσο των διεθνών συμμαχιών όσο και της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας μας. Σε κάθε περίπτωση η ΝΔ και ο κος Μητσοτάκης (με δεδομένο και το αποτέλεσμα των εκλογών του 2019) φαίνεται να συγκροτεί όρους πολιτικής ηγεμονίας στο Κέντρο».
ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΑ ΛΑΘΗ Ο ΣΥΡΙΖΑ
Αναλύοντας το αποτέλεσμα που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ οι κ. Παπαδάκης και Τζαγκαράκης, εξηγούν αρχικά, ότι «Μπορεί η έννοια του κεντρώου να θεωρείται επινόηση από την πολιτική επιστήμη, ωστόσο έχει μείζονα σημασία στον εκλογικό ανταγωνισμό καθώς πολλοί ψηφοφόροι αυτό-προσδιορίζονται ως κεντρώοι, πλοηγούμενοι έτσι ανάμεσα στις υφιστάμενες διαιρετικές τομές».
Επεξηγούν περαιτέρω τα εξής: «Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να πάρει πίσω ένα μέρος από την αριστερόστροφη ψήφο που πήγε σε άλλους σχηματισμούς, να απευθυνθεί στα αντιδεξιά ανακλαστικά κεντρογενών και κυρίως κεντροαριστερών ψηφοφόρων, να πείσει ψηφοφόρους του που απείχαν το 2019 να συμμετάσχουν στις εκλογές του 2023, να αναδειχθεί ως ο κυρίαρχος πολιτικός πόλος της κεντροαριστεράς (πιέζοντας περαιτέρω το ΚΙΝΑΛ). Επιπρόσθετα, προσπάθησε να προβάλλει εκ νέου αφενός τον κίνδυνο να συνεχίσει η ΝΔ την «νεοφιλελεύθερη» και κοινωνικά άδικη πολιτική της (όπως την προσδιόριζε) κι αφετέρου την δική του δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας (κυβερνησιμότητα) και να μην υπάρξει αδιέξοδο. Δεν τα κατάφερε και κυρίως δεν κατάφερε να πείσει ένα πιο μετριοπαθές κοινό, που είναι και σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος. Συγχρόνως δεν μπόρεσε να παγιώσει, στα 4 χρόνια αντιπολίτευσης, τις κοινωνικές συμμαχίες που εκπροσωπούσε και να το μετατρέψει σε μια σταθερή σχέση αντιπροσώπευσης, ούτε και να πείσει ότι το πρόγραμμα του είναι αξιόπιστο και εφαρμόσιμο, λόγω και διαφορετικών εσωκομματικών «φωνών» την προεκλογική περίοδο που συντηρούσαν ένα μετεωρισμό. Οι παλινδρομήσεις του για το θέμα της διακυβέρνησης, με την επιτρεπτικότητα που έδειξε σε ενδεχομενικότητες (π.χ. κυβέρνηση ηττημένων, κυβέρνηση ανοχής, κυβέρνηση ειδικού σκοπού) τον ζημίωσαν εκλογικά. Δεν συνέβαλλαν στην εμπέδωση του προτάγματος του, δηλαδή σταθερότητα με συνεργασίες».
Οι κ.κ. Τζαγκαράκης και Παπαδάκης, επισημαίνουν επίσης το ποιοι είναι οι κίνδυνοι που έχει μπροστά του ο κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, τονίζοντας, ότι Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το ΣΥΡΙΖΑ τώρα είναι η περαιτέρω αποσυσπείρωση. Το γνωρίζει, διαθέτει έμπειρα πολιτικά στελέχη και πολιτικό αρχηγό και εκτιμούμε ότι αυτόν τον κίνδυνο θα επιχειρήσει κυρίως να αντιμετωπίσει με έμφαση στον προγραμματικό του λόγο, με στόχο τη βελτίωση της εκλογικής του επίδοσης, ώστε να είναι μια ισχυρή αντιπολίτευση και να εμποδίσει την αυτοδυναμία της ΝΔ».
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ
Ως προς άνοδο του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, οι δύο πολιτικοί επιστήμονες, θεωρούν, ότι «Το ΚΙΝΑΛ- ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να προβάλει τον προγραμματικό του λόγο και να μετατρέψει την δημοσκοπική δυναμική του σε σταθερή και παγιωμένη επιρροή και σε σχέση εκπροσώπησης του χώρου (κυρίως κεντρο-αριστερά) στον οποίο απευθύνεται και συνακόλουθα να διεμβολίσει τον παγιωμένο από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις νέο δικομματισμό. Τα πήγε πολύ καλά αυξάνοντας το ποσοστό του κατά 41% και φτάνοντας στο στρατηγικό του στόχο για σχετικά ισχυρό διψήφιο ποσοστό, γεγονός που αναδεικνύει ότι αρκετοί κεντροαριστεροί ψηφοφόροι πείσθηκαν από τις προτάσεις αλλά και από τον τρόπο αντιπολίτευσης του κόμματος ενώ ανοίγουν ένα παράθυρο ευκαιρίας για ακόμα μεγαλύτερα εκλογική οφέλη στις επόμενες εκλογές».
Αντιστοίχως για το ΚΚΕ και τα λοιπά μικρά κόμματα, επισημαίνουν, ότι «Το ΚΚΕ αυξάνει αξιοσημείωτα τα ποσοστά του, διερευνώντας την απήχησή του στα αριστερά και πιθανόν επιβραβεύεται για την ιδεολογική συνέπεια του. Κινούμενη στα δεξιά της ΝΔ η Ελληνική Λύση επίσης αυξάνει τα ποσοστά της. Πολύ καλές επιδόσεις σημειώνουν η Πλεύση Ελευθερίας και το νεοεμφανιζόμενο Κόμμα Νίκη, που κινείται προς την άκρα δεξιά.
Το ΜΕΡΑ25 έμεινε εκτός Βουλής πληρώνοντας σε σημαντικό βαθμό την ασάφεια και την ανασφάλεια που δημιούργησε η πρόταση για εναλλακτικό σύστημα πληρωμών και συνολικά η στρατηγική για το σχέδιο «Δήμητρα».
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
«Η επόμενη ημέρα των εκλογών βρίσκει την Ελλάδα χωρίς κυβερνητική πλειοψηφία ενώ το πολύ υψηλό ποσοστό της ΝΔ όσο και η μεγάλη διαφορά της με τον ΣΥΡΙΖΑ και με τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης αναδεικνύει την πρόθεση του εκλογικού σώματος για αυτοδύναμη κυβέρνηση, η οποία δύναται να επιτευχθεί με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής με το οποίο θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές, σύμφωνα με το οποίο το πρώτο κόμμα λαμβάνει 20 μπόνους έδρες στο κοινοβούλιο με ποσοστό 25% και μια μπόνους έδρα για κάθε 0,5% άνω του 25%, με ανώτερο το 40% στο οποίο θα έχει λάβει το μάξιμουμ των 50 μπόνους εδρών. Αν τα ποσοστά ακολουθήσουν τις τάσεις των εκλογών της 21ης Μαΐου τότε στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση φαίνεται ότι θα υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας».
Τα παραπάνω είναι τα πρώτα που αναφέρουν στην ανάλυση τους οι δύο εκπαιδευτικοί τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι συνεχίζουν, λέγοντας: «Είναι γεγονός λοιπόν ότι οι εκλογές της 25/6 παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Το πιθανότερο είναι ότι η ΝΔ θα κεφαλαιοποιήσει την εκλογική δυναμική και θα πετύχει το στόχο του σχηματισμού (μιας μάλλον ισχυρής) αυτοδύναμης κυβέρνησης. Για αυτοδυναμία, με την ενισχυμένη αναλογική του κλιμακωτού μπόνους, χρειάζεται ένα ποσοστό της τάξης 37,5- 38% αν τα κόμματα που μείνουν εκτός Βουλής κινηθούν αθροιστικά στο 8-10%. Σημαντικό ρόλο θα παίξει λοιπόν και ο αριθμός των κομμάτων που θα εισέλθουν στη Βουλή (με ένα ενδεχόμενο ακόμα και επτακομματικής Βουλής να μην αποκλείεται). Αρχίζει συγχρόνως όμως και ένα νέο πλαίσιο εκλογικού ανταγωνισμού στην αντιπολίτευση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ και μένει να φανεί πως θα εξελιχθεί. Για την οριστικοποίηση του ευρύτερου πολιτικού τοπίου ωστόσο, ίσως θα χρειαστεί να περιμένουμε ένα χρόνο μέχρι δηλαδή τις επόμενες ευρωεκλογές»