ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΡΕΘΥΜΝΟ

«Η Μάχη της Κρήτης το 1941 και οι Μυλοποταμίτες στον Λατζιμά*»

0

Κυρίες και κύριοι,

«Θὰ μιλήσω πρῶτα πρῶτα γιὰ τοὺς προγόνους μας. Διότι εἶναι δίκαιο, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ πρέπον, σὲ μιὰ τέτοια περίσταση, κατὰ τὴν ὁποία θρηνοῦμε καὶ ἐγκωμιάζουμε τοὺς νεκρούς μας, νὰ τοὺς ἀπονέμεται ἡ τιμὴ αὐτὴ, νὰ μνημονεύονται πρῶτοι. Γιατὶ δὲν ὑπῆρξαν οὔτε μία στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία νὰ ἔπαυσαν νὰ κατοικοῦν τὴν χώρα αὐτή, καὶ χάρις στὴν ἀνδρεία τοὺς διαφύλατταν τὴν ἐλευθερία της ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας καὶ μᾶς τὴν παράδωσαν ἐλεύθερη. Καὶ ἐκεῖνοι λοιπὸν εἶναι ἄξιοι ἐπαίνου ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερο οἱ πατέρες μας. Γιατὶ ἐπὶ πλέον ἐκείνων, τὰ ὁποῖα κληρονόμησαν, ἀπέκτησαν μὲ πολλοὺς κόπους καὶ κληροδότησαν σὲ μᾶς τοὺς σημερινοὺς, ὅλη αὐτὴ τὴν ἐπικράτεια ποὺ κατέχουμε σήμερα».

Αυτό το απόσπασμα από τον Επιτάφιο του Περικλή, που καταγράφεται στα ιστορικά του Θουκιδίδη, φέρεται να εκφωνήθηκε το 431 π.Χ. ένα χρόνο μετά την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου και αφορούσε τους νεκρούς της Αθήνας στις μάχες που είχαν προηγηθεί. Όμως, από τότε μέχρι σήμερα, το απόσπασμα αυτό θα μπορούσε να είχε εκφωνηθεί άπειρες φορές σε κάθε γωνιά της χώρας για τις αμέτρητες μάχες και τους αγώνες που χρειάστηκε να δώσει το έθνος αυτό, προκειμένου να υπερασπιστεί ή να ανακτήσει την αυτοδιάθεση του, την ελευθερία του και την δημοκρατική του υπόσταση.

Και θα μπορούσε να εκφωνηθεί και για την περίσταση, η οποία σήμερα μας συγκέντρωσε στον Λατζιμά για να αποτίσουμε φόρο τιμής στους προγόνους μας εκείνους που πολέμησαν σε αυτή την γη, ακριβώς για να υπερασπιστούν τα ίδια δίκαια και ιδανικά, που αιώνες και αιώνες κράτησαν ζωντανούς τους Έλληνες απέναντι σε κάθε επίβουλο εχθρό.

Και ανάμεσα στους λοιπούς έλληνες, οι Κρήτες με τους δικούς τους αγώνες και τις αιματηρές θυσίες, αποτελούν ένα μεγάλο μέρος μιας ιστορίας που συνεχίζει να αποκαλύπτεται, να γράφεται και να αποδεικνύεται μέσα από τα τεκμήρια που την στοιχειοθετούν και που στο σύνολο της αποτελεί ευθύνη ζωής, για τον κάθε ένα από εμάς.

Κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, ετούτες τις μέρες του Μαΐου, τιμούμε την θρυλική Μάχη της Κρήτης. Δηλαδή, τον αγώνα που έδωσαν οι πατέρες και οι παππούδες μας, τον αντίστοιχο μήνα του 1941, για να αμυνθούν απέναντι στην απόβαση των γερμανικών ναζιστικών στρατευμάτων στο νησί μας και να αποτρέψουν την κατοχή του.

Άνισος αγώνας. Αναπότρεπτο το κακό. Αλλά οι μάχες εκείνες, ήταν τελικά αυτές που άλλαξαν την ροή της ιστορίας. Και μπορεί το νησί να κατακτήθηκε, αλλά ο άξονας βρέθηκε μπροστά στην αποφασιστικότητα ενός λαού, που κατάφερε να ανοίξει το κεφάλαιο της αντίστροφης μέτρησης για τον Χίτλερ, το στρατό του και όλο το κατασκεύασμα του άξονα,  το οποίο είχε μετατρέψει την Ευρώπη σε ένα πεδίο αλληλοσπαραγμού και βίας, που κάθε σώφρων άνθρωπος απεύχεται να επαναληφθεί.

Τον Μάιο του 1941 η Ευρώπη βίωνε ένα συνεχές αιματοκύλισμα. Η υπόλοιπη Ελλάδα ήταν ήδη υπό κατοχή. Στις 20 Μαΐου, ήρθε και η ώρα της Κρήτης. Οι πληροφορίες υπήρχαν από πριν. Οι σύμμαχοι, Βρετανοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί, είχαν κάνει τον σχεδιασμό τους και ο λαός της Κρήτης ήταν έτοιμος σαν από πάντα. Μόλις 28 χρόνια πριν, το 1913 είχε επιτευχθεί ο μεγάλος στόχος των Κρητών να ζήσουν ως ελεύθεροι έλληνες. Πως ήταν δυνατόν να πέσουν αμαχητί!

Η ώρα της επίθεσης στην παραλιακή ζώνη του Ρεθύμνου από την πόλη έως τον Λατζιμά διαφέρει στις πηγές. Όλοι πάντως την τοποθετούν από τις 3 το απόγευμα και μετά, περιγράφοντας αρχικά το βουητό από τα αεροπλάνα, ακολούθως το μαύρος σμήνος εναέρια, κατά μήκος των ακτών και ακολούθως την ρίψη των αλεξιπτωτιστών και τους βομβαρδισμούς.

Ο χώρος, ο χρόνος και η ιστορία έδιναν πάλι ραντεβού με την ψυχή των Κρητικών. Διότι, προφανώς και δεν αμφισβητείται αλλά μάλλον μνημονεύεται με ευγνωμοσύνη η συμβολή των συμμαχικών δυνάμεων, αλλά εκείνο που έκανε την ειδοποιό διαφορά στην Μάχη της Κρήτης, ήταν ο τρόπος που αντέδρασε ο λαός. Οι απλοί πολίτες, που κατέβηκαν σε όλα τα πεδία της μάχης, για να αποτρέψουν την απόβαση και να μετατρέψουν σε πολυήμερο εφιάλτη, αυτό που φαινόταν ρουτίνα για τις στρατιές, την αεροπορία και το ναυτικό των γερμανών. Η Κρήτη δεν έπεσε εύκολα. Έπεσε περήφανα. Παντού. Και βέβαια εδώ στον Λατζιμά, όπου συγκεντρώθηκαν οι άνθρωποι των χωριών του Μυλοποτάμου.

Ο αείμνηστος Μάρκος Πολιουδάκης γράφει: «Στο τέρμα της αμμώδους παραλίας και της πεδινής έκτασης στα ανατολικά, (του Ρεθύμνου) το έδαφος υπερυψώνεται κατά 50 μέτρα και σχηματίζει ένα μεγάλο πλάτωμα που φτάνει ανατολικά μέχρι τον Γεροπόταμο και σ’ ένα μεγαλοπρεπές βουνό τον «Κουλέ», 217 μέτρα ύψος. Η ακτή ρίχνει απότομα τα βράχια της πάνω στην θάλασσα. Το πλάτωμα αυτό λέγεται Λατζιμάς και είναι μια χαλεποϊσιάδα, βραχώδης, κλαδερή, και σχεδόν επίπεδη. Στην περιοχή αυτή διεξάχθηκε η 11ήμερη τιτανομαχία της Μάχης της Ρεθύμνης με πλήρη συντριβή των γερμανικών δυνάμεων».

Στον Λατζιμά προσγειώθηκε ο 3ος λόχος των γερμανικών δυνάμεων, ο οποίος προοριζόταν για το αεροδρόμιο της Πηγής. Κοντά στον 3ο λόχο έπεσε και ο λόχος διοικήσεως του 11ου τάγματος που είχε ξεκινήσει από το αεροδρόμιο των Μεγάρων με Διοικητή τον Ταγματάρχη Χανς Κρωχ.

Οι κάτοικοι των χωριών του Μυλοποτάμου μόλις είδαν τις γερμανικές δυνάμεις να κατεβαίνουν στον Λατζιμά άρχισαν να χτυπούν τις καμπάνες στις εκκλησιές. Οι πληροφορίες μεταφέρονταν από χωριό σε χωριό και όσοι μπορούσαν, με μαχαίρια, λιγοστά όπλα, τις κατσούνες τους, κυρίως με τις θρυλικές σπαθόβεργες και ρόπαλα τύπου χουρχούδες, αλλά και αγροτικά εργαλεία όπως δρεπάνια, θρινάκια και χαχαλόβεργες άρχισαν να κατεβαίνουν στα πεδία των μαχών για να υπερασπιστούν τον τόπο τους και την ελευθερία τους.

Στην έκθεση του ο Στρατηγός Σόλωνας Καφφάτος γράφει: «Εις την τοποθεσίαν Λατζιμάς, την πρώτην ημέρα, έσπευσαν άπαντες οι δυνάμενοι να φέρουν και οι διαθέτοντες όπλα κάτοικοι των εγγύτερων, προς το σημείον καθόδου των αλεξιπτωτιστών, χωρίων. Από της επομένης όμως, αθρόα συρροή εσημειώθει και των μάλλον απομακρυσμένων χωρίων της επαρχίας Μυλοποτάμου, συγκεντρώθηκαν 500 περίπου, ανδρών. Πλην ομάδων τινών  των περί το αεροδρόμιον, εις ας ο Διοικητής των Βρετανικών ταγμάτων διένειμε περί τα 70 όπλα, οι λοιποί ήσαν οπλισμένοι εξ ιδίων».

Οι πρώτοι που έφτασαν στα πεδία μάχης του Λατζιμά ήταν σύμφωνα με τις πηγές ο Διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής Πανόρμου Δημήτρης Φανουριάκης μαζί με τους άνδρες του τμήματος του. Ακολουθούσαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά από το Πάνορμο καθώς και ο 8ος Λόχος Σχολής Χωροφυλακής με 154 άνδρες. Παράλληλα άρχισαν να καταφθάνουν από τα Αγγελιανά, την Αλφά, το Μελιδόνι, το Πέραμα και όλα τα γύρω χωριά του Λατζιμά. Οι μάχες γενικεύτηκαν και ο Σόλωνας Καφφάτος περιγράφει ως εξής: «Οι Γερμανοί πανταχόθεν πλέον προσβαλλόμενοι και τρομοκρατηθέντες επί τη θέα από πάσης κατευθύνσεως συρρεόντων πολιτών, εγκατέλειψαν τας αρχικάς θέσεις των και οχυρώθησαν εντός των εκεί περιτοιχισμένων ποιμνιοστασίων από των οποίων ημύνοντο. Επανειλημμέναι απόπειραι των πολιορκητών των, όπως τους εκτοπίσουν, απέτυχον με βαρείας απωλείας των χωρικών και των χωροφυλάκων, των οποίων ο πτωχός και απηρχαιωμένος οπλισμός δεν ηδυνήθη να κατισχύση του νεωτάτου και πλουσιωτάτου οπλισμού του εχθρού».

Το παρατηρητήριο των Γερμανών στήθηκε πρόχειρα στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. Εκεί φυλάκισαν 7 κατοίκους των Αγγελιανών, που έγραψαν στον τοίχο του ναού το όνομα τους με κάρβουνο. Είχαν συλληφθεί από τις γερμανικές δυνάμεις που τοποθετούσαν φρουρές σε διάφορα σημεία του Λατζιμά έως το Χάνι Αλεξάνδου. Οι Αγγελιανοί αυτοί εκτελέστηκαν μαζί με άλλους συλληφθέντες, καθώς οι μονάδες των γερμανών προχωρούσαν από τον Λατζιμά προς το Χαμαλεύρι. Άλλες δυνάμεις κινήθηκαν κατά μήκος του δημοσίου δρόμου Σταυρωμένου – Νέας Μαγνησίας έως την Βιράν Επισκοπή, όπου στήθηκε οδόγφραγμα. Εκεί συνελήφθησαν χωροφύλακες και κάτοικοι που έσπευδαν στην μάχη από το Πέραμα, την Βιράν Επισκοπή και την Μαγνησία. 

Όλα τα χωριά, μικρά και μεγάλα, έστειλαν τους άντρες τους να πολεμήσουν. Ποιος από μας δεν έχει ένα παππού, ένα πατέρα, ένα συγγενή, που δεν έζησε τον εφιάλτη της γερμανικής απόβασης στον Λατζιμά αλλά και στις άλλες παράκτιες περιοχές έως την πόλη του Ρεθύμνου που λεηλατήθηκαν;

Θυμάμαι τον παππού μου Μανούσο Ξενάκη από το Μούσαι Μυλοποτάμου να μου διηγείται πως ήρθε εδώ μαζί με τον αδερφό της γιαγιάς μου Κωνσταντίνο Αποστολάκη από την Ομάλα Μυλοποτάμου. Πως πολέμησαν, πως μια σφαίρα σκότωσε τον Αποστολάκη δίπλα του καθώς μάχονταν πίσω από ένα ανάχωμα. Πως πήγε και το έθαψε σε ένα τάφο δίπλα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στον Καρνατζέ και πως επέστρεψε πίσω και ανακοίνωσε στην οικογένεια του τα γεγονότα.

Στα σπίτια της Κρήτης εκείνη την εποχή έπεσε όχι μόνο η βαριά μοίρα της κατοχής αλλά και το πένθος που κάθε οικογένεια είχε να αντιμετωπίσει.

Πάρα ταύτα, οι Κρήτες πάλεψαν. Πάλεψαν και με την ίδια τους την καρδιά για το προσωπικό τους δράμα ο κάθε ένας αλλά και με την ίδια την ψυχή τους, που δεν άφησε κανένα περιθώριο πέρα του να συνεχίσουν τον αγώνα τους για την ελευθερία.

Το καλοκαίρι μετά την απόβαση στην Κρήτη, ήρθε ο Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος στην συνέχεια έγραψε μεταξύ άλλων τα εξής: «Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλοκαίρι την Κρήτη, για να δω τα χωριά που γκρέμισαν κι έκαψαν οι βάρβαροι και τους άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά του πένθους. Περίμενα ν’ ακούσω κλάματα και να δω χέρια ν’ απλώνονται να ζητούν την βοήθεια. Και βρήκα ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα πεινασμένα κι’ αλύγιστα. Τι δύναμη και τι αντοχή είναι τούτη, συλλογιζόμουν, και πού βρίσκουν τα κορμιά τούτα τόση ψυχή; Και ποια ακριτική πνοή τους δίνει τόση αψηφισιά να παλεύουν με το θάνατο;

Ο Κρητικοί αλήθεια αγαπούν παράφορα τη ζωή και συνάμα ποτέ δεν φοβούνται το θάνατο. Μέσα από τα χαλασμένα χωριά που πέρασα, πάνω από τα νεοανοιγμένα μνήματα που δρασκέλισα, πίσω από τις κουβέντες που άκουσα, ακατάπαυτα διαπίστωσα τούτη τη μεγάλη δισυπόστατη παλικαριά: παράφορη αγάπη για τη ζωή και άφοβο αντίκρισμα του θανάτου.

Αδάμαστες ψυχές οι Κρητικοί, χιλιάδες τώρα χρόνια, παλεύουν στα κακοτράχαλα Κρητικά βουνά την πείνα, την γύμνια, τους βαρβάρους. Κι’ ούτε η μοίρα ούτε οι άνθρωποι μπόρεσαν ποτέ να τους κάμουν να σκύψουν το κεφάλι».

Με τα λόγια του ανυπέρβλητου Νίκου Καζαντζάκη ολοκληρώνουμε αυτή την σύντομη αναφορά στα γεγονότα του Λατζιμά τον Μάιο του 1941.

Για δε τους νεκρούς ήρωες προπάτορες μας που τιμούμε σήμερα ας κρατήσουμε και πάλι το πιο περήφανο και διαχρονικό μήνυμα από τον επιτάφιο του Περικλή: «Τάφος των επιφανών ανδρών είναι κάθε τόπος και δε σώζεται το όνομά τους μόνο σε επιγραφές στην πατρίδα τους, αλλά διατηρείται η ανάμνησή τους και στις ξένες χώρες, πιο πολύ στη μνήμη και στις καρδιές των ανθρώπων παρά στα γραπτά μνημεία και στους τάφους».

Ας κρατήσουμε, λοιπόν, την ανάμνηση τους στην καρδιά μας και ας είμαστε πάντα έτοιμοι, όπως ήταν και εκείνοι.

Σας ευχαριστώ.

*Ομιλία στην εκδήλωση μνήμης και τιμής για τους Μυλοποταμίτες που έπεσαν κατά την Μάχη της Κρήτης στον Λατζιμά το 1941. Εκφωνήθηκε Σάββατο 27 Μαΐου 2023.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ