Η αξιοποίηση των μνημείων και η ανάδειξη της τοπικής ιστορίας αποτελούν κορυφαία ζητήματα διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός τόπου. Το Ρέθυμνο μέσα σε αυτό το τοπίο μπορεί και πρέπει να έχει μια νέα προσέγγιση του μεγάλου και ανεξάντλητου σε δυνατότητες ανάπτυξης πρωτοβουλιών τομέα, με έμφαση στην δραστηριοποίηση της κοινωνίας, κυρίως σε θεσμικό επίπεδο, προκειμένου να υπάρξει μια σταθερή τροχιά δράσεων.
Το ζήτημα της αξιοποίησης των μνημείων της πόλης του Ρεθύμνου, που δεν χρησιμοποιούνται καθόλου ή αξιοποιούνται ελάχιστα σε σχέση με αυτό που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν, το ζήτημα του εύρους της τοπικής ιστορίας και το τι πραγματικά ξέρουμε γύρω από τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο μας, συζητήσαμε με τον διαπρεπή αρχαιολόγο κ. Γιάννη Τζεδάκι, ο οποίος δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο μεγάλο ζήτημα του αρχαιολογικού – ανασκαφικού έργου αλλά και στην προωθούμενη ανέγερση του νέου κεντρικού αρχαιολογικού μουσείου Ρεθύμνου στην περιοχή της Σοχώρας, θέμα, για το οποίο διαφωνεί ως προς την χωροθέτηση που έχει επιλεγεί.
Η συζήτηση με τον Γιάννη Τζεδάκι έχει ιδιαίτερο βάρος, διότι το βιογραφικό του, αποτελεί μια απτή μαρτυρία διαχείρισης και διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Ο Γιάννης Τζεδάκις έχει υπηρετήσει τον αρχαίο ελληνικό Πολιτισμό ως επιμελητής αρχαιοτήτων και ως προϊστάμενος στις Εφορείες Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δυτικής Κρήτης – θεωρείται θεμελιωτής της - Κυκλάδων και Ηρακλείου (1970-1982), καθώς και στην Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας (1991-1993). Ανασκαφέας σημαντικών αρχαιολογικών χώρων και μνημείων στα Χανιά και το Ρέθυμνο, έδωσε σπουδαία ώθηση στην έρευνα και μελέτη του Μινωικού Πολιτισμού της δυτικής Κρήτης. Στην Κεντρική Υπηρεσία του ΥΠΠΟΑ διετέλεσε επί σειρά ετών Διευθυντής Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (1982-1990 και 1993-1997) και Γενικός Διευθυντής Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς (1997-1998). Κατά το ανωτέρω διάστημα, συνέβαλε καθοριστικά στην προετοιμασία του νέου αρχαιολογικού νόμου με σειρά ρυθμίσεων και προώθησε το πρόγραμμα ορισμού ζωνών προστασίας των αρχαιολογικών χώρων, καθώς και το πρόγραμμα περιοδικών εκθέσεων στο εξωτερικό. Επίσης, ίδρυσε το Κέντρο Λίθου και το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων (1983).
Κατέχοντας την ανώτατη θέση ευθύνης, διετέλεσε Πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Μουσείων Αρχαιολογίας και Ιστορίας (ICMAH, ICOM) και εκπρόσωπος στη Διεθνή Επιτροπή για την επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών (UNESCΟ, 1982-1990 και1994-1998). Είναι συνιδρυτής του ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM), του οποίου υπήρξε και πρώτος Πρόεδρος. Κατά την περίοδο 2000-2004, εργάστηκε ως Σύμβουλος σε θέματα Πολιτισμού και οργάνωσης αρχαιολογικών εκθέσεων, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας.
ΑΝΑΓΚΑΙΑ Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ
Τα μνημεία μιας πόλης πρέπει να αξιοποιούνται κατάλληλα. Αυτό αποτελεί αδήριτη ανάγκη όχι μόνο για την προστασία τους αλλά και για την συμβολή τους στην γνώση και την ενημέρωση της τοπικής κοινωνίας. Προφανώς και ο τουριστικός παράγοντας παίζει σημαντικό ρόλο. Όμως, πρώτα και κύρια ένα μνημείο αποτελεί μαρτύριο για το τόπο και τους κατοίκους του, που πρέπει να γνωρίζουν και να ενημερώνονται συνεχώς, συμμετέχοντας ενεργά.
Παράλληλα, αυτό θα πρέπει να αξιοποιείται είτε με μόνιμες συλλογές, είτε με περιοδικές εκθέσεις, που θα είναι προσιτές στο ευρύ κοινό αλλά και για τους επισκέπτες.
Μιλώντας για το κρίσιμο αυτό ζήτημα, ο Δρ Γιάννης Τζεδάκις, αναφερθήκαμε ως παράδειγμα στο μουσουλμανικό τέμενος στην πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη, το οποίο μία ή δύο φορές έχει φιλοξενήσει κάποιες εκθέσεις και τον περισσότερο χρόνο είναι κλειστό και αναξιοποίητο.
«Αυτός ο χώρος παρόλο που είναι μικρός, θα μπορούσε να διεξάγει μια φωτογραφική έκθεση, για παράδειγμα με φωτογραφίες από την ανασκαφή του νεκροταφείου των Αρμένων, θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει φωτογραφίες με μερικές λάρνακες και μερικά αγγεία. Επίσης είναι σημαντικό να υπάρχει ένα κατανοητό κείμενο για τον τουρίστα αλλά και για τον ντόπιο. Να διευκρινήσω πως όταν μιλάμε για πολιτιστική κληρονομιά δεν εστιάζουμε μόνο στους τουρίστες, θα ήταν λάθος αν το υπουργείο πολιτισμού απευθυνόταν αποκλειστικά στους τουρίστες, χρειάζεται να ευαισθητοποιήσουμε τους ντόπιους, δηλαδή τους κατοίκους, πρέπει να τους δωθεί η δυνατότητα να καταλάβουν τι υπάρχει στη γειτονιά τους. Γι' αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μια έκθεση για τα βενετσιάνικα και τα τούρκικα μνημεία που υπάρχουν στο Ρέθυμνο. Ωστόσο βασική προϋπόθεση για να γίνει κάτι τέτοιο είναι να βρεθεί το άτομο που θα γράψει ένα ωραίο και επεξηγηματικό κείμενο για τα μνημεία, γιατί οι φωτογραφίες είναι εύκολο να παρθούνε, αλίμονο, εκεί είναι τα μνημεία, εκεί είναι το καταπληκτικό σπίτι της οικογένειας Δρανδάκη με την εσωτερική αυλή, είναι εντυπωσιακό, αυτό αποτελεί ένα μνημείο από μόνο του. Νομίζω πως η οικογένεια Δρανδάκη δεν θα αρνιότανε να παρθεί μια φωτογραφία που αργότερα θα συμπεριλαμβανόταν σε μια έκθεση για τα Ενετο-τουρκικα της πόλης. Είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε άλλωστε πως όλα αυτά τα κτήρια στον δρόμο της Αρκαδίου αποτελούν σημαντικά μνημεία, καθώς ο δρόμος στον οποίο συμπεριλαμβάνονται, ήταν ο επίσημος δρόμος επι Ενετοκρατίας δεν υπήρχε ο τωρινός μπροστινός δρόμος που σήμερα καλύπτεται από γραφεία».
ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Τα μνημεία της πόλης πρέπει να τεθούν στην υπηρεσία της ανάδειξης της τοπικής ιστορίας, επισημαίνει ο διαπρεπής επιστήμονας, τονίζοντας το ζήτημα της καθολικής γνώσης των ιστορικών γεγονότων, ακόμα και αν αυτά δεν είναι ευχάριστα. Η αλήθεια είναι πως έχουμε μάθει να εστιάζουμε σε ό,τι μας κάνει περήφανούς ως έλληνες, ως κρητικούς, ως Ρεθεμνιώτες. Σίγουρα όμως, υπάρχουν και σκοτεινά σημεία, τα οποία θέλουμε να ξεχάσουμε. Υπάρχουν όμως. Και αυτό δεν αλλάζει. Πάνω στα ζητήματα αυτά ο διαπρεπής επιστήμονας, συνεχίζοντας για το μεγάλο ζήτημα της αξιοποίησης των μνημείων, τα διασυνδέει με πρωτοβουλίες για την καταγραφή της τοπικής ιστορίας λέγοντας τα εξής: «Θα πρέπει η Δημοτική αρχή του Ρεθύμνου να βρει ένα κτήριο όχι τόσο μικρό όσο το τζαμί του Αγνώστου Στρατιώτη και να το αξιοποιήσει, μέσω προγραμμάτων με τρόπους που θα προσελκύουν τους ντόπιους και θα τους βοηθούν να ξαναθυμηθούν την ιστορία τους. Χρειάζεται να ξεκινήσουμε να διαβάζουμε πρώτα για τους προγόνους. Ας ξεκινήσουμε να μαθαίνουμε για την τουρκική κατοχή, για την βενετσιάνικη κατοχή και σταδιακά να πηγαίνουμε προς τα πίσω. Ετσι, ίσως είναι πιο εύκολο, γιατί όταν ξεκινάς να μαθαίνεις κατευθείαν για τους Μινωίτες είναι πολύ δύσκολο να συνδέσεις τα γεγονότα, γιατί ξεκινάς από μια τελείως διαφορετική εποχή σε σχέση με σήμερα, γεγονός που καθιστά δύσκολο να παρακολουθήσεις το πως εκτυλίσσονται τα γεγονότα. Επίσης υπάρχουν προβλήματα και με την αρχαιολογική υπηρεσία η οποία συχνά καθυστερεί τις ανασκαφές. Η πολιτιστική κληρονομιά χρειάζεται να συμπεριλαμβάνεται, ως μάθημα στα σχολεία, εγώ αν ήμουν υπουργός παιδείας θα το έβαζα, όχι ως υποχρεωτικό σε πρώτη φάση,γιατί κάποιος χρειάζεται να γράψει και το βιβλίο. Τι σημαίνει πολιτιστική κληρονομιά; δεν σημαίνει μόνο εικοστή 25η Μαρτίου που σηκώνουμε το λάβαρο, δεν είναι μόνο αυτό. Για να σηκωθεί το λάβαρο πέρασε πάρα πολύς χρόνος και προηγήθηκαν και πολλά επαναστατικά γεγονότα και πολλές ηγετικές φιγούρες που τα συνόδευαν. Θέλω δηλαδή να πω πως είναι σημαντικό να ξέρουμε και τι προηγήθηκε πριν από την τέλεση μιας ιστορικής πράξης, που τελικά θα εντυπωθεί στις σκέψεις των πολλών. Παραδείγματος χάρη ο Ρεθυμνιώτης, πρέπει να ξέρει γιατί ο Αξιωματικός Δημακόπουλος ήρθε στο Ρέθυμνο απεσταλμένος από τον ελληνικό στρατό, πριν από την έκρηξη του Αρκαδίου. Λοιπόν, δεν είναι μόνο το Αρκάδι που χρειάζεται να μείνει στην μνήμη των ανθρώπων, το Αρκάδι από μόνο του είναι μια θυσία τεράστια, αλλά χρειάζεται κάποιος να εξιστορήσει αναλυτικά τα γεγονότα, για να καταλάβουμε τους λόγους για τους οποίους οδηγηθήκαμε στο περιστατικό του Αρκαδίου, καθώς και τους λόγους που οι Τούρκοι αμέσως μετά την έκρηξη έκλεισαν το νοσοκομείο στο Ρέθυμνο, εκεί που ήταν η πρώην νομαρχία και γιατί έχτισαν ένα άλλο νοσοκομείο στα Χανιά, εκεί που επίσης ήταν η πρώην νομαρχία. Τα γεγονότα αυτό δείχνουν κάποια πράγματα, δείχνουν μία πίεση της ορθόδοξης εκκλησίας; Δείχνουν μια πίεση των κατοίκων των ντόπιων που είχαν κάποια δύναμη να « λαδώσουν» τους Τούρκους; Δεν ξέρω. Για εμένα όμως έχει σημασία αυτά να ερευνηθούν, όχι μόνο από τον ερευνητή αλλά και από κάθε πόλη ξεχωριστά, ώστε να μην παραμείνουν οι κάτοικοι προσηλωμένοι σε συγκεκριμένα γεγονότα αγνοώντας άλλα».
Ο ίδιος συνέχισε λέγοντας: «Εγώ πιστεύω, ότι η τοπική ιστορία είναι πολύ σημαντική και δεν πρέπει τα κακώς κείμενα της να τα «Καλύπτουμε κάτω απ’ το χαλί» και να προβάλουμε αποκλειστικά τα καλά κομμάτια και την μεγάλη θυσία. Όπου μπορούμε να συνδέσουμε την τοπική ιστορία με τα μνημεία είναι ακόμα καλύτερα».
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ
Πολλά χρόνια στην αρχαιολογική ανασκαφή με αποτελέσματα, όπως αυτό στους Αρμένους, να αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής μελέτης σε διεθνές επίπεδο και σε πολλά πανεπιστήμια. Δεν εμφανίζεται ευχαριστημένος με την εξέλιξη του αρχαιολογικού έργου και των ανασκαφών στο Ρέθυμνο. Ερωτηθείς, σχολίασε τα εξής: «Στην αρχαιολογική υπηρεσία υπάρχουν δύο είδη αρχαιολόγων. Είναι οι αρχαιολόγοι και οι « Ταλιμπάν» αρχαιολόγοι. Εγώ ονομάζω «Ταλιμπάν» αρχαιολόγους, τους ορθόδοξους οι οποίοι δεν θέλουν με τίποτα να διαταραχθεί το statusquo, στο οποίο οι μεν άνδρες ανδρώθηκαν και οι γυναίκες με την σειρά τους μεγάλωσαν και έχουν ως άλφα και ωμέγα στην ζωή τους να διατηρήσουν την ήδη υπάρχουσα γνώση, όπως είναι, δηλαδή δεν θέλουν τίποτα διαφορετικό, τίποτα καινούργιο. Θέλουν να διατηρήσουν αυτό που οι ίδιοι έχουν μάθει και δυστυχώς, ενώ πίστευα πως με τα χρόνια αυτό το φαινόμενο μειωνότανε, οφείλω να ομολογήσω πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει».
ΔΙΑΦΩΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
Το ζήτημα του νέου Κεντρικού Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου, το οποίο θα ανεγερθεί στην περιοχή της Σοχώρας, εκεί που σήμερα βρίσκεται το τοπικό ΚΤΕΛ, τέθηκε επίσης στην συζήτηση μας με τον Γιάννη Τζεδάκι. Ο ίδιος διαφωνεί με την συγκεκριμένη θέση, την οποία θεωρεί και ακατάλληλη, καθώς η θάλασσα, πριν μπαζωθεί ο χώρος και γίνει ο σημερινός περιφερειακός δρόμος, το κύμα έφτανε ακριβώς ως την σημερινή πύλη του σταθμού λεωφορείων.
Ο ίδιος θεωρεί πως ο πιο κατάλληλος χώρος ήταν αυτός της σημερινής Σχολής Δοκίμων Αστυφυλάκων. Μάλιστα παλαιότερα είχε προτείνει να γίνει εκεί ένα χώρος με διαδοχικά μουσεία, μοναδικός στην Ελλάδα, που θα μπορούσε να φιλοξενήσει τα μαρτύρια όλων των ιστορικών εποχών.
Συγκεκριμένα δήλωσε: «Ο χώρος ο οποίος επιλέχθηκε για το μουσείο είναι λάθος. Ο ιδεώδης χώρος για το νέο μουσείο του Ρεθύμνου, είναι εκεί που είναι η σχολή χωροφυλακής. Ο χώρος είναι τεράστιος και μπορούν να αναδειχθούν όλα αυτά τα θαυμάσια κομμάτια τα οποία έχουν συντηρηθεί από τους συντηρητές των Βυζαντινών τόσα χρόνια και όλων των λοιπών αρχαιοτήτων. Βεβαίως η σχολή χωροφυλακής είναι σημαντική. Μην ξεχνάμε πως το ‘17 συντήρησε το κράτος της Θεσσαλονίκης, κάτι που θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στο νέο μουσείο. Στο συγκεκριμένο χώρο υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργηθεί το «νησί» των μουσείων το οποίο δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Σε καμιά άλλη πόλη δεν θα μπορεί κανείς να βρει κάτι αντίστοιχο. Επίσης, θα μπορούσε να δημιουργηθεί και ένα πάρκινγκ στον από κάτω χώρο, όπου ο Δήμος θα έχει τη δυνατότητα να το εκμεταλλευτεί».