Σε φάση ανοικοδόμησης και επαναλειτουργίας βρίσκεται η Ιερά Μονή Ασωμάτων στην «καρδιά» του Αμαρίου. Μια μεγάλη προσπάθεια για την αναστύλωση του και την εγκαθίδρυση νέα γυναικείας αδελφότητας βρίσκεται σε εξέλιξη και την περασμένη Τρίτη και Τετάρτη, εορτή των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, ο εορτασμός ήταν πραγματικά πανηγυρικός αφού για πρώτη φορά παρευρέθηκαν οι μοναχές που επιθυμούν να ζήσουν εκεί ως αδελφότητα και να ξεκινήσει η νέα ιστορική περίοδος της Μονής.
Η μοναχές που πρόκειται να πάνε στην Μονή Ασωμάτων, φιλοξενούνται προσωρινά στην Ιερά Μονή Σωτήρος Χριστού Κουμπέ Ρεθύμνου έως να διαμορφωθούν κατάλληλες συνθήκες για την εγκατάσταση τους στο Αμάρι. Το όλο έργο προωθεί η Ιερά Μητρόπολη Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων και προσωπικά ο Μητροπολίτης κ.κ. Ειρηναίος, ο οποίος είχε αυτή την προσδοκία για την επαναλειτουργία της Μονής εδώ και αρκετά χρόνια. Ιδιαίτερη δε μέριμνα και επισήμως υπεύθυνος του Μοναστηριού είναι ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Εμμανουήλ Διαμαντάκης, ο οποίος κάνει «αγώνα δρόμου» για να επιτευχθεί ο μεγάλος αυτός στόχος.
Το εγχείρημα δεν είναι μικρό. Ωστόσο, στην ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου υπάρχουν πολλά παραδείγματα επαναλειτουργίας μεγάλων και μικρών μοναστηριών που για δεκαετίες ολόκληρες είχαν εγκαταλειφτεί. Η Μονή Αττάλης – Μπαλί, η Μονή Βωσσάκου στην περιοχή του Μυλοποτάμου καθώς επίσης οι Μονές Χαλέπας και Δισκουρίου στην ίδια περιοχή αλλά και η Αγία Ειρήνη στο Ρέθυμνο είναι απτά παραδείγματα αντίστοιχης περίπτωσης. Στην δε Μητρόπολη Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων παρακολουθούμε το «θαύμα» της Μονής Αγίου Πνεύματος Κισσού που έχει ήδη γίνει ένα σημαντικό προσκυνηματικό κέντρο τα τελευταία δέκα χρόνια μετά από πολλές δεκαετίες ερήμωσης ενώ ακόμα και το κραταιό μοναστήρι του Πρέβελη πέρασε για μια περίοδο από «συμπληγάδες» μέχρι να εγκατασταθεί η νέα του αδελφότητα. Επίσης υπάρχει το παράδειγμα της Φοινικιάς στα Σελλιά Αγίου Βασιλείου, όπου το μικρό μοναστήρι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου που αναστυλώθηκε από την τοπική ενορία με μέριμνα του π. Ιωάννη Βάθη, επαναλειτουργεί και μάλιστα με δύο μοναχές που εγκαταστάθηκαν πρόσφατα εκεί.
Το Αμάρι τα τελευταία χρόνια κάνει μια προσπάθεια να αναστυλωθούν οι εγκαταστάσεις του Μετοχίου της Μονής Αρκαδίου στο Βένι και βέβαια έχει ξεκινήσει η αναστηλωτική προσπάθεια στην Μονή Ασωμάτων, όπου επικεντρώνεται τώρα το ενδιαφέρον καθώς έχει βρεθεί η νέα αδελφότητα για να την αναλάβει. Για το έργο αυτό, λοιπόν, χρειάζεται και πρέπει να ενσκήψουν με όλο το ενδιαφέρον τους οι φορείς αλλά και ιδιώτες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως χορηγοί του έργου. Αυτό έγινε και στα άλλα μοναστήρια και έτσι είναι δυνατόν να προχωρήσει με θετικά βήματα και το εγχείρημα στην Μονή Ασωμάτων.
ΜΟΝΗ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ*
Η Ιερά Μονή Ασωμάτων είναι αφιερωμένη στη Σύναξη των Αρχαγγέλων, είναι κτισμένη στον οικισμό Σχολή Ασωμάτων στο κέντρο της κοιλάδας του Αμαρίου.
Το υπάρχον συγκρότημα θεωρείται πως έχει διαμορφωθεί από τα τέλη της Βενετοκρατίας έως και τον 19ο αιώνα. Ορατές είναι παρεμβάσεις πρόσφατες, όταν η μονή μετατράπηκε σε γεωργική σχολή τον περασμένο αιώνα. Η παράδοση θέλει το συγκεκριμένο μοναστήρι να ιδρύθηκε κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες στο καθολικό της.
Η Μονή Ασωμάτων έχει συνδεθεί με την ευγενή βυζαντινή οικογένεια των Βαρουχών, περίπου στα τέλη της βενετοκρατίας. Κατά την άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους αναφέρεται η πυρπόλησή της. Από περιηγητές μνημονεύονται η καλή οργάνωση, η μεγάλη περιουσία και οι μορφωμένοι κληρικοί της. Κατά τον 18ο αι. αναφέρεται ως έδρα του επισκόπου Λάμπης. Στα τέλη του ίδιου αιώνα, ο ηγούμενος των Ασωμάτων Μανασσής εκλέχτηκε επίσκοπος Λάμπης και θεωρείται σαν «δεύτερος κτήτορας», καθώς πρωτοστάτησε σε εκτεταμένη ανακαίνιση της Μονής. Κατά την επανάσταση του 1821 εγκαταλείφθηκε για ένα διάστημα και άρχισε πάλι να ανασυγκροτείται φτάνοντας σε μεγάλη ακμή. Το 1927, ωστόσο, μεγάλο μέρος των κτισμάτων και της μεγάλης περιουσίας της παραχωρήθηκε για τη δημιουργία Γεωργικής Σχολής, γεγονός που οδήγησε στη διάλυσή της. Τα τελευταία χρόνια επανιδρύθηκε και καταβάλλεται προσπάθεια για την αποκατάσταση του μνημείου από τη οικεία μητρόπολη και την αρχαιολογική υπηρεσία.
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. το μονόχωρο, καμαροσκέπαστο καθολικό, στο μέσο της μεγάλης αυλής, μετασχηματίστηκε σε ελεύθερο σταυρό με τρούλλο μετά από μερική κατεδάφιση. Από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες προέκυψε ότι ο Ναός είχε κτισθεί στις αρχές του 14ου αι., ως μονόχωρος, ξυλόστεγος, πάνω στα ισομεγέθη θεμέλια προγενέστερου που χρονολογείται πιθανόν στον 10ο αι. και ο οποίος είχε καταρρεύσει από τον σεισμό του 1303. Στο δυτικό τμήμα του βρέθηκαν κάτω από το δάπεδο έξι επιμελημένης κατασκευής τάφοι, ενώ εντός τους ανακαλύφθηκαν χάλκινοι σταυροί λιτανείας που χρονολογούνται στον 10ο αι.
Εξωτερικά ο Ναός διαμορφώνεται πλαστικά με διπλά, οξυκόρυφα τυφλά αψιδώματα. Η αψίδα του ιερού είναι ημιεξάπλευρη και φέρει δίλοβο, οξυκόρυφο παράθυρο. Η τοιχοποιία αποτελείται από λαξευτούς λίθους, σε συνδυασμό τοπικά με πλίνθους, σε ένα χαλαρό πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Ο συνδυασμός αρχιτεκτονικών στοιχείων της Ελλαδικής Σχολής με δυτικές επιδράσεις τον κατατάσσει στην ομάδα των λεγόμενων φραγκοβυζαντινών. Γύρω από το καθολικό διατάσσονται τα κτήρια της Μονής, με τα αρχαιότερα να χρονολογούνται στα τέλη του 17ου αι. και να αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της Κρητικής Αναγέννησης. Το υπόλοιπο συγκρότημα αποτελείται από απλά κτίσματα του 19ου και του 20ού αι.
Η Μονή διέθετε πιθανόν κατά τον 18ο αι. εργαστήριο χρυσοκεντητικής, όπως συμπεραίνεται από σημαντικό αριθμό από άριστης ποιότητας άμφια που φιλοξενούνται μετά τη διάλυσή της στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, μαζί με άλλα κειμήλια, εικόνες και βιβλία.
* Πηγή: Μιχάλης Γ. Ανδριανάκης – Κωνσταντίνος Δ. Γιαπιτσόγλου (2012). Χριστιανικά Μνημεία της Κρήτης. Ηράκλειο απο (https://www.discoveramari.gr)