ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Παλαιϊνές Κρητικές Κουβέντες - Μεγάλη Εβδομάδα

0

Γράφει η Ευγενία Ζαμπετάκη

 

-Γιαγιά, γιαγιά Μαριγώ επεψέ(1) μας η μάνα να κάτσομενε επαδά στο σπίτι σου να μα σε κάμεις ένα βραστάρι να το πιούμενε γιατί ασβεστώνει και τάχει ούλα στη μέση.

-Καλώς τα και καλώς τα και τα τέσσερά μου κουβαληθήκετε, και του χρόνου να ‘στε καλά. Μια στιγμή να φτυαρίσω τα σκουπίδα τσ’ αυλής κι ύστερα θα βγούμενε απάνω.

-Βγαίνομενε εμείς και έλα γερά - γερά(2) γιατί ελυσσιάξαμενε(3) τση πείνας.

-Ετελείωσα τσι δουλειές θα πλύνω τα χέρια μου, θα πετάξω μια σταλέ νερό στη μούρη μου κι απόης(4) θα σας σε κάμω θολόσταση(5) να σα στη βάλω στα χρειγιδάκια(6) να φάτε.

-Γιαγιά, τση είπενε το Μανωλιό, εγώ δε θέλω ζουμιά, εμένα θα μου βάλεις μια κούπα κρασί να βουτήξω και ένα γ-κόρθο ψωμί να τη κάμω κότσι(7)

Έστεσενε η Μαριγώ το τσικαλάκι στη φωτιά έβαλενε νερό αλεύρι και ζάχαρη, απής έβρασενε την εκένωσε(8) στα χρειγιδάκια. Εβαλενε τα δυο δαχτύλια κρασί σε μια γ-κούπα, την απογέμισενε νερό και την ν-έδωκενε στο Μανωλιό απού τη γύρεψενε.

Εφάγανε τα κοπέλια, εγεμίσανε τ’ ασκάκια(9) ν-τωνε ευχαριστηθήκανε και παρακαλέσανε τη γιαγιά ν-τωνε ν’ αναστορηθεί ιστορίες για τα πάθη του Χριστού, για τη Μεγαλοβδομάδα, για το Πάσχα.

-Από μένα την αγράμματη περιμένετε να σας σε πω για το Χριστό; Είντα εσείς πάτε ούλα στο σκολειό, δε σας τα ’πανε οι δασκάλοι;

-Μας τα πανε γιαγιά και τα κατέμενε μα μας αρέσουνε οι ιστορίες απού σου λεγενε η λαλά σου… πε μας γιαγιά, μη ξαργείς αρχίνηξε.

-Εγώ, πώς να χαλάσω χατήρι στα καλοπίταγα(10) κοπελάκια μου.

Θ’ αρχινήξω μ’ ένα τραγουδάκι που έχει όλη τη σημασία της Μεγαλοβδομάδας.

«-Μεγάλη Δευτέρα – Μεγάλη μαχαίρα

-Μεγάλη Τρίτη – Μεγάλη κρίση

-Μεγάλη Τετάρτη – Ο Χριστός εχάθη

(ή ο Χριστός επαραστάθη)

-Μεγάλη Πέμπτη – Ο Χριστός ευρέθη (ή Μεγάλη γέψη)

-Μεγάλη Παρασκή – Ο Χριστός εις το καρφί

(ή Μεγάλη ταραχή)

-Μεγάλο Σάββατο – Ο Χριστός στον Τάφο

(ή αρνιά και ρίφια κάτω)

-Μεγάλη Κυριακή – Ο Χριστός Αναστημένος ο Ιούδας κρεμασμένος»

Ούλη τη Μεγάλη εβδομάδα νηστεύομενε το κρέας, τ’ αυγά, τα γαλατερά. Τη Μ. Τετράδη νηστεύομενε και το λάδι, πάμενε στην εκκλησία που γίνεται το Άγιο ευχέλαιο και μας μυρώνει ο παπάς με το Άγιο Μύρο, που γίνεται στο Πατριαρχείο από σαράντα ουσίες αρωματικές κάθε δέκα χρόνια και το στέλνουν σ’ όλες τις εκκλησίες.

Το βράδυ τση Μ. Πέφτης επιαίναμε και ακούαμε τα δώδεκα Ευαγγέλια. Είχαμενε μια κόκκινη κλωστή όντε ν-ετελείωνενε το κάθε Ευαγγέλιο εδέναμενε ένα κόμπο. Αυτό το κόκκινο κορδονάκι με τσι δώδεκα κόμπους εδέναμε στο χεράκι μας σα ν-το βραχιολάκι για να μη μα σε μαυρίζει ο ήλιος.

Αναστορούμαι παιδάκια μου τη Μ. Παρασκή εστολίζανε οι μεγάλες τον επιτάφιο και μεις εκουβαλούσαμενε λουλούδια. Η μάνα μου με στόλιζε με μαύρα ρούχα και κρατούσα ένα πανιέρι με λουλούδια, ήμουνα μυροφόρα και έρανα το ν-τάφο του Χριστού.

Ότα ν-ετελελειώνανε τα μοιρολόγια που λέγανε στο Χριστό, δηλαδή μετά τη «Ζωή εν τάφω» παίρνανε τον επιτάφιο και τονε περιφέρανε σ’ όλο το χωριό, στα νεκροταφία και στις στάνες. Μετά τη μ-περιφορά στη μπόρτα τσ’ εκκλησίας τέσσερεις άντρες κρατούσανε τα τέσσερα πόδια του τάφου και οι άνθρωποι περνούσανε από κάτω, αυτό εξασφάλιζενε θεϊκή προστασία και ευλογία.

Τη Μ. Παρασκή δε ν-εκάνανε δουλειές μόνο γυρίζανε τσ’ εκκλησίες και στα ερημοκκλήσια και προσευχόντανε.

Ούλη δα τη Μεγαλοβδομάδα τα κοπέλια αναμαζώνανε ξύλα λιανά και κάνανε ένα μεγάλο στοίβο(11) το μ-πέργιαυλο τσ’ εκκλησίας, ετσά δε ν-το κάνετε και δα κοπελάκια μου;

-Ναι γιαγιά, κάθε σπίτι μα σε δίνει δυο δεμάθια όποιος είναι τσιφούτης και δε μα σε δίνει πάμενε τη νύχτα και του τα κλέβομενε… να δει αυτός!

-Το Μ. Σάββατο γιαγιά νηστέγουνε; ερώτηξενε το Καλλιώ

«…Ανάθεμα που νήστεψε του χρόνου τα Σαββάτα

χωρίς το Μέγα Σάββατο που ‘ναι μεγάλη μέρα,

απού ‘χει πέντε κολατσιά και πέντε μεσημέρια

και πέντε αποτσακίσματα ώστε να κλείσει η μέρα…»

Ετσά τόλεγενε η λαλά μου, μόνο το Μέγα Σάββατο νηστεύεται το λάδι τσ’ απάντησε η γιαγιά Μαριγώ.

Εγώ αναστορούμε πως μας εμάθαινενε η λαλά(12) μου τα κάλαντρα τση Παναγίας και η φωνή τζη ετρεμούλιαζε και τρέχανε απού τα μάθια τζη δάκρυα, εκλαίγαμενε και μεις απού την ακούγαμε.

-Γιαγιά αναστοράσετα να μας τα πεις να τα μάθομενε να τα πούμενε οπουγιά(13) στο χωριό, τη μ-παρακάλεσενε η πια μική τζη εγγόνη Δέσποινα.

-Ου εσύ κοιμάσαι ολόρθη, ειντ’ απόταν οψές τα λέμενε στο χωριό, γιατί μας τάπενε η γιαγιά μας απόντα μέρες και τα γράψαμενε, είπανε με μια φωνή τ’ αδερφάκια τζη.

-Εγώ θέλω να τα’ ακούσω απού τη γιαγιά μου!

Δε θα τση χαλάσω το χατήρι θ’ αρχινήξω κι όπου ξεχνώ θα μου λέτε…

«Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα

σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται

Σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι

για να σταυρώσουν το Χριστό τον πάντω βασιλέα.

Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,

να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι.

Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή τζη

τας προσευχάς της έκανε για το Μονογενή τζη.

Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:

-Σώνουν, Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες

και τον υιό σου πιάσανε και στου χαρκιά τον πάνε

και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε.

-Χαρκιά, χαρκιά, φθιάξε καρφιά, φθιάξε τρια περόνια

Κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάχνει πέντε.

-Συ, Φαραέ, που τα ‘φτιαξες, πρέπει να μας διδάξεις.

-Βάλτε του δυο στα χέρια ντου και τ’ άλλα δυο στα πόδια,

το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά ντου,

να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά ντου.

Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα

και του Ιακώβου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα,

επήραν το στρατί - στρατί, στρατί το μονοπάτι

και το στρατί τις έβγαλε εις του ληστού την πόρτα

Βρίχνουν την πόρτα σφαλιχτή και τα κλειδιά παρμένα

και τα πορτοπαράθυρα διπλομανταλωμένα.

-Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου.

κι η πόρτ’ απού το φόβο τζης ανοίγει μοναχή τζης.

Τηρά δεξά, τηρά ζερβά, κιανένα δε γνωρίζει

τηρά και δεξιότερα, βλέπει τον Άι Γιάννη.

-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε, και βαφτιστή του γιου μου,

μην είδες τον υγιόκα μου και σε διδάσκαλό σου;

-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,

δεν έχω χειροπάλαμο, για να σου τονε δείξω

θωρείς εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,

απού φορεί ποκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,

απού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;

Εκείνος ειν’ ο γιοκας σου κι εμέ διδάσκαλός μου.

Η Παναγιά ως τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη.

Σταμνί νερό την παρεχού, τρια κανάτια μόσκο

και τρια με ροδόσταμο για να ‘ρθει ο λογισμός τζης.

Κι απήτις τσ’ ήρθ’ ο λογισμός κι απήτις τσ’ ήρθε ο νους τζης

ζητά μαχαίρι να σφαχτεί, φωθιά να πάει να πέσει,

γκρεμό να πα να γκρεμιστεί ν’ αδικοθανατίσει.

-Κάνε, Κερά μου, υπομονή κάνε, Κερά μου, αμάχη.

-Και πώς να κάμω υπομονή και πώς να κάμω αμάχη

που ‘χω υιό μονογενή και κείνο σταυρωμένο.

-Κάμε, Κερά μου, υπομονή, να τηνε κάμουν κι άλλες,

Να κόβγουν τα μαλλάκια ντως κι άλλα μαλλιά να βγάνου,

να σκίζουνε τα ρούχα ν-τως κι άλλα να ξαναράβου.

Κι η Παναγιά του σίμωσε γλυκά τον ερωτούσε:

-Δε μου μιλείς, παιδάκι μου, δε μου μιλείς, παιδί μου.

Κι ο γιόκας τζη την ξάνοιξε κι ο γιόκας τζη τση λέει:

-Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχει,

Μόνο το Μέγα Σάββατο, κοντά το μεσημέρι

που δα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες,

ετότες να με καρτερείς και να με περιμένεις.

-Ω τέκνο μου γλυκύτατο και πολυαγαπημένο,

δεν ήξερα τα που θωρώ ν’ αδικοθανατίσω.

-Μάνα, μη δείξεις θάνατο να μην το κάμουν κι άλλες

μόνο να δείξεις ‘πομονή στσι πικραμένες μάνες.

Μάνα, να πάρεις το στρατί, στρατί να πας στο σπίτι

Να βάψεις μαύρα να φορείς, να κόψεις τα μαλλιά σου.

Βάλε νερό στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι

κάλεσε τσι γειτόνισσες να το γευτείτ’ ομάδι

κάλεσε τσι γερόντισσες να σε παρηγορούνε

και τα κοπέλια τ ’αρφανά να τρων να μακαρίζου

και τσι γειτονοπούλες σου να βάλουνε λιβάνι.

Ετοτεσάς επέρασε και η Αγιά Ελένη:

-Ποιος είδε γιον εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;

-Άψαλτη κι αλειτρούητη να ‘σαι, κερά Ελένη,

γιατί δε παρηγόρησες τη μάνα την καημένη.

Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσημέρι

σημαίνει ο Θιός, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα ουράνια

σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το μέγα μοναστήρι

με τετρακόσα σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες.

Όποιος τα’ ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει

κι όποιος το καλοφρουκαστεί παράδεισο θα λάβει.

Παράδεισο και λίβανο απού το Άγιο Τάφο»

-Γιαγιά, για το «Φανό», γιαγιά πε μας.

-Είντα να σας σε πω, μετά το «Χριστός ανέστη», εκαίγανε το ν-Ιούδα όπως κάνετε και σεις σήμερα;

-Πε μας γιαγιά για το μ-Πιλάτο τη μπαρακάλεσενε ο Γιακουμής…

-Αυτό δε ν-το κάνουνε σήμερα στο χωριό μας, δε γ-κατέω α γίνεται αλλού ποθές και θυμούμαι είντα χαρά και αγαλλίαση ενιώθαμενε. Να σας το πω. Τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου απής κάμει ο παπάς τη ν-Ανάσταση στη ν-αυλή τσ’ εκκλησίας και πει τρεις φορές το «Χριστός Ανέστη» ξεκινά να μπει στη ν-εκκλησία. Βαστά στη δεξιά ν-του χέρα το Ευαγγέλιο και στη ζερβή τη λαμπάδα τσ’ Ανάστασης.

Τη μ-πύλη(15) όμως βρίχνει κλειστή και σταματά. Οπίσω απού τη πύλη, μέσα στην εκκλησία απού είναι σκοτεινά, στέκει ένας χωριανός που κάνει το μ-Πιλάτο.

Ο παπάς χτυπά με το δεξιό ν-του πόδα και λέει αυστηρά:

-«Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσητε ο βασιλεύς της δόξης».

Ο Πιλάτος από μέσα αποκρίνεται:

-«Τις έστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;»

Ο παπάς απόξω λέει:

-«Κύριος κραταιός και δυνατός. Κύριος δυνατός εν πολέμω».

Ξαναχτυπά πάλι με το δεξιό ντου πόδα, και ξαναλέει:

-«Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνια και εισελεύσητε ο βασιλεύς της δόξης».

Ρωτά πάλι ο Πιλάτος:

-«Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;»

Και του ξαναλέει ο παπάς:

-«Κύριος των Δυνάμεων, αυτός εστίν ο βασιλεύς της δόξης» και σπρώχνει με δύναμη τη μ-πύλη. Ο Πιλάτος πέφτει, η πύλη ανοίγει ορθάνοιχτη και περνά Λαμπροφορεμένος ο παπάς, ίδιος Χριστός, τα εξαφτέριγα, οι Χριστιανοί με τσ’ αναμμένες λαμπάδες, η εκκλησία φωτίζεται, το φως νικά το σκοτάδι.

-Εμείς παιδιά μου τα παλιά χρόνια δε ν-είχαμενε ηλεκτρικά και τηλεοράσεις, όπως είμαστονε κουρασμένοι απού τσ’ εξωτερικές δουλειές εκοιμούμαστονε νωρίς και ξυπνούσαμε αποδιαφώτιστα(14). Ρολόγια δε ν-είχαμενε. Έπρεπε να πάμενε στην εκκλησία τα μεσάνυχτα, εχτύπανε ο παπάς τη γ-καμπάνα αλλά πολλοί δε ν-τηνε ακούγανε. Ένας χωριανός εκρατούσενε μια μπαστούνα και κουρκούνανε τσ’ οξώπορτες τω σπιθιώ και φώναζενε αδυνατά και ξύπνανε τσ’ αθρώπους. Τη ν-ημέρα του Πάσχα επερνούσενε απού τα σπίθια και λεγενε «Χρόνια πολλά» κι ούλοι τονε καληχερίζανε με καλολοείδια. Αυτό τονε λέγανε «σημαντηρά». Ύστερα δα απού επλησιάνανε τα ρολόγια και κάθε σπίτι είχενε το δικό ν-του, εκαταργηθήκανε και οι σημαντηράδες.

-Άντε δα γιατί κουράστηκα, του χρόνου πάλι, επά θα μαστονε!

1 επεψε = έστειλε

2 γερά - γερά = γρήγορα

3 ελυσσιάξαμενε τση πείνας = ελιγουρευτήκαμε

4 απόης = μετά

5 θολόσταση = (θόλος + στάξη)

χυλός από νερό - αλεύρι και ζάχαρη

6 χρειγιδάκι = πήλινο σκεύος

7 κότσι = (μεταφ.) δύναμη

8 κενώνω = σερβίρω

9 ασκάκια = (μεταφ.) = στομαχάκια

10 καλοπίταγα = υπάκουα

11 στοίβος= σωρός

12 λαλά = γιαγιά

13 οπουγιά = ύστερα

14 αποδιαφώτιστα = αυγή, πριν φέξει

15 πύλη = πόρτα

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ