ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Όταν ο Μούρμουρας...άρχισε να μουρμουρίζει!!! (3)

0

ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΙΔΡΥΣΗ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΑΪΚΟ ΖΩΓΡΑΦΟ ΜΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΕΡΓΙΑΚΗ – ΜΟΥΡΜΟΥΡΑ

Άρχισα να νοιάζομαι που θα ξημερωθώ, όταν περάσει η νύχτα. Που θα αρχίσω πάλε να κρυώνω... Και πάλε άρχισα να σκέφτομαι και να κάνω σχέδια για την αυτοσυντήρησή μου. Πήρα την απόφαση και πήγα εκεί που πετάνε τα σκουπίδια και ανάβω χαρτιά και εφημερίδες για να ζεσταίνουμαι μέχρι να ξημερωθώ. Με αυτόν τον τρόπο διατήρησα την φωτιά, όσο μπορούσα.

Ένα χρονικό διάστημα έζησα με τα φρούτα που έβρισκα εις τα βουνά, αλλά χωρίς ψωμί και φαγητό υποφέρει ο άνθρωπος. Και σαν παιδί υπέφερα κι εγώ. Έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να αγοράζω ψωμί, αλλά όπως ήμουνα πολύ μικρός, στη δουλειά δε με παίρνανε. Ένα βράδυ, σε ένα πεζούλι ήταν παιδιά λίγο μεγαλωπά. Πήγα κι εγώ και κάθησα κοντά τους. Πέρασε ένας οικοδόμος και γύρευε έναν εργάτη για να κάνει λάσπη. Ρώτησε τα παιδιά, αλλά κανένας δεν ήταν πρόθυμος για δουλειά. Τότε εγώ του λέγω:

- Θα έλθω εγώ!!!

Αυτός με κοίταξε, αλλά με είπε:

- Είσαι πολύ μικρός και δεν μπορείς.

Τότε τον λέγω:

- Πάρε με και όταν δεν θα μπορώ να μην με πλερώσεις!!!

Έφυγε... Και όταν η ώρα παρήλθε όλα τα παιδιά έφυγαν κι εγώ έμεινα με την πείνα μου που με έδερνε και την δυστυχία που είχα. Ίσως να είχαν περάσει τα μεσάνυχτα, να και κατέβαινε το σοκάκι. Αφού με είδε, με είπε:

- Ε!!! Θα έλθεις πολύ πρωί και θα με περιμένεις εδώ που κάθεσαι.

- Ναι, του απάντησα, αφεντικό!!!

Έφυγα με την ελπίδα πως βρήκα δουλειά και πως θα φάγω και ψωμί!!!

Το βράδυ ο καιρός είχε αλλάξει. Έκανε λίγο κρύο. Εκεί κοντά στο σπίτι μας ήταν μια γυναίκα χωρίς άντρα. Ειχε στην αυλή της έναν φούρνο και όλοι οι πρόσφυγες γυναίκες πήγαιναν και έψηναν τα ψωμιά τους εκεί. Η κάθε γυναικούλα της έδιδε λίγο ψωμί και με αυτόν τον τρόπο ζούσε τα τέσσερα παιδιά της. Αλλά κάθε μέρα ο φούρνος άναβε!!!

Εγω σκέφτηκα να σκαρφαλώσω τον τοίχο της αυλής και να έμπω μέσα στον φούρνο, καθότι είχα πάγει πολλές φορές. Αλλά ατυχώς!!! Είχαν ψήσει την ημέρα ψωμί και το βράδυ που εγώ πήγα ήταν πολύ ζεστός και δεν μπορούσα να έμπω μέσα. Ήμουν υποχρεωμένος να κάθομαι στην πόρτα και μάλιστα να αλλάζω πλευρό, όταν καιγόμουνα πολύ. Αυτή τη βραδιά ήταν φεγγάρι πανσέληνος. Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και ως φαίνεται θα πήγαινε στο μέρος για κατούρημα. Αλλά ως φαίνεται δεν προλάβαινε και κάθησε μπροστά στην πόρτα της. Καθώς έριξε τη ματιά της στο φούρνο, με είδε και άρχισε τις φωνές. Καλούσε σε βοήθεια τους γειτόνους. Εγώ φοβήθηκα και σκαρφάλωσα τα ντουβάρια και αμέσως χάθηκα τρέχοντας μέσα στη νύχτα.

Ήλθε το πρωί και πήγα στον τόπο που είχα συμφωνήσει με τον εργολάβο να τον περιμένω. Σε λίγη ώρα ήρθε.

- Έλα πάμε, με είπε.

Τότε εγώ, τον παρεκάλεσα να με δώσει ένα γρόσι (τέσσερις δεκάρες) και αγόρασα ψωμί και μία δεκάρα ντομάτες. Τον ακολούθησα καταχαρούμενος και φτάσαμε σε ένα αμπέλι. Εκεί κτίζανε ένα μικρό σπιτάκι. Ήλθαν και άλλοι τρεις μαστόροι. Τότε, αυτός που με πήρε, είπε:

- Παιδιά, εργάτη δεν εύρηκα. Μεγάλον βρήκα. Αυτό το παιδί και πρέπει όλοι να βοηθήσουμε να κάνουμε λάσπη και το παιδί να μας κουβαλάει.

Άρχισαν και κουβαλούσαν νερό, το οποίο έξω από το αμπέλι έτρεχε ένας ποταμός με πάρα πολύ νερό. Με έκαναν λάσπη πολύ για να φτάσει όλη την ημέρα και κατόπιν άρχισαν την δουλειά.

Εγώ έτρεχα για να προλαβαίνω για όλους την λάσπη. Έτσι έφτασε το μεσημέρι. Το νερό του ποταμού δεν ήταν για πιόσιμο. Με έστειλαν σε ένα πηγάδι και γέμισα ένα λαγίνι. Ήμουνα αξυπόλυτος και ήταν πολλά αγκάθια και άργησα να γυρίσω. Αυτοί είχαν φάγει και όταν πήγα έκαναν τσιγάρο. Τότε έκατσα και έτρωγα λαίμαργα και βιαστηκἀ για να προλάβω να μη με περιμένουν. Με λίγα λόγια, την έβγαλα καλά!!!

Όμως, άμαθος εις την δουλειά, σύγκαψα. Πολύ κουράστηκα. Με την αύριο, ήμουν πιο καλά.

Σιγά σιγά έβγαλα δύο εβδομάδες. Με πλήρωσαν δύο δραχμές την ημέρα. Μέσα σε δύο εβδομάδες κατόρθωσα και αγόρασα ένα παντελονάκι, ένα σακάκι και παπούτσια. Την τρίτη εβδομάδα, άλλαξα αφεντικό γιατί βρέθηκε άλλος και με έδινε τέσσερις δραχμές την ημέρα σε προαύλιο μιας εκκλησίας.

Αυτή τη φορά κουβαλούσανε δύο λασπητζήδες. Δουλεά πολύ. Εις την εκκλησία τώρα, άρχισα να φαίνομαι σαν ένας καλός εργαζόμενος.

Ύστερα, είχα μια θεία. Της μάνας μου μια αδελφή, που είχε παντρευτεί από το Παπαζλί, ένα χωριό του Αδραμιτίου, έναν ηλικιωμένο, ξαναπαντρεμένο, με δύο παιδιά από άλλη γυναίκα. Ήταν ένας πολύ καλός τεχνήτης και έβγαζε πολλά χρήματα. Ζούσαν καλά, αλλά ήταν μέθυσος. Όταν έμαθαν το κατάντημά μου, ήρθαν και με βρήκαν. Προπαντώς η θεία μου και έκλαψε πικρά και με παρακάλεσε να πηγαίνω στο σπίτι της για να κοιμούμαι.

Εγώ, παρηγορήθηκα και πήγαινα!!!

Όπως είχε φτάσει ο χειμώνας, ήρθε ένας τρατάρης και με έπιασε για να πηγαίνω στη θάλασσα και να γίνω θαλασσινός. Στο καΐκι θα έτρωγα, θα κοιμόμουνα και ότι ψάρια θα βγάζαμε θα έπαιρνα το μερτικό μου.

Εγώ συμφώνησα και έδωκα το λόγο μου να πάω εις την τράτα. Εκεί ήταν πολύ κόσμος, περί τους 25 ανθρώπους. Εκεί ξεχνούσα την ορφάνια και τη δυστυχία μου.

Στην θάλασσα, έμεινα δεκατέσσερα χρόνια. Έδωσα μεγάλη προσοχή και σε λίγα χρόνια ανέλαβα να κυβερνώ αυτή την εργασία. Έμαθα να ράβω, να αρματώνω δίχτυα, να φτιάχνω τράτες και όλη τη δουλειά της ψαρικής. Εργαζόμουνα και κάθε δεκαπέντε μέρες σχολούσαμε για να επισκεφθεί κάθε εργαζόμενος στην τράτα το σπίτι του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του.

Εγώ πήγαινα στο σπίτι της θείας μου και έμενα. Με έπλυνε τα ρούχα μου και εγώ από την πλευρά μου, όταν ήθελα να πάγω, πάντα επήγαινα με την μερίδα που όλοι επαίρναμε (το μερτικό μου από τα ψάρια). Έτσι κι εγώ. Και μάλιστα αγόραζα και μια δυο οκάδες, γιατί μαζευόμαστε πολλοί και για να φάμε έπρεπε να φτάσουν τα ψάρια.

Πολλές φορές έβρισκα και τον αδελφό μου στο δρόμο και πάντα ήθελα να τον βοηθήσω. Του έκανα πρόταση να έλθει μαζί μου στην τράτα ως μούτσος, να μαζεύει τα σχοινιά. Αυτό το πρότεινα στον καπετάνιο και με πολύ ευχαρίστηση με είπε να τον πάρω και τον πήρα. Εργαστήκαμε μαζι για δεκαπέντε μέρες. Ήλθε ένα Σάββατο και σχολάσαμε. Ο κάθε άνθρωπος του έδωσε δυο οκάδες ψάρια και μάλιστα μπαρμπούνια. Εγώ, επειδή είχα υποχρέωση και ήθελα να δώσω και στην θεία μου, γι’ αυτό αγόρασα ακόμα δυο οκάδες. Και όταν περνούσαμε, διάλεξα μερικά μεγάλα και τα έδωσα στη θεία μου. Άλλωστε τα ψάρια ήταν έξι οκάδες όλα μαζί. Πάντως αυτά που της έδωκα, δεν ήταν πάνω από μία οκά!!!

 

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ