Η επαρχία Αγίου Βασιλείου εκτός από τις υπέροχες ακρογιαλιές, το πλούσιο υδάτινο στοιχείο, το θαυμάσιο γεωλογικό ανάγλυφο και το ανθρώπινο δυναμικό, που διαχρονικά γεννήθηκε και ανδρώθηκε σ' αυτήν, δύναται εισέτι να επαίρεται και για τον μνημειακό της πλούτο, τα πολλά και αξιόλογα μνημεία της υστεροβυζαντινής περιόδου που διαθέτει.
Ο Θεόδωρος Στ. Πελαντάκης (1) σε μια πρωτοποριακή για την εποχή εκείνη προσπάθεια κατέγραψε τα διάσπαρτα αυτά μνημεία απ' άκρου εις άκρον της επαρχίας και η εργασία αυτή εκδόθηκε σε βιβλίο με τον τίτλο “Βυζαντινοί Ναοί της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου”. Σήμερα, με κάποια συμπληρωνατικά στοιχεία, οι ναοί αυτοί υπολογίζονται από τον ίδιο σε ογδόντα ένας (81), αριθμητικό μέγεθος δυσανάλογο με τα πληθυσμιακά κλπ στοιχεία της επαρχίας και το οποίο σήμερα τουλάχιστον εντυπωσιάζει. Οι ναοί αυτοί έχουν, ωστόσο, κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Όλοι τους ,στην αρχική τους κατασκευή, ήταν μονόχωροι, μικρών ή μετρίων διαστάσεων, καμαροσκεπείς, ενίοτε με ελαφρά οξυκόρυφη απόληξη κι έφεραν τοιχογραφικό διάκοσμο βυζαντινής τεχνοτροπίας και ο οποίος κατά κανόνα αντανακλούσε την ανατολική ορθόδοξη θεολογία, ενώ οι περισσότεροι απ' αυτούς κατασκευάστηκαν κατά τον 13ο – 14ο αιώνα. Εξαίρεση από τον προαναφερόμενο “κανόνα” αποτελεί ο εμβληματικός ναός της Παναγίας της Λαμπηνής (σταυροειδής με τρούλο), που είναι το σημαντικότερο βυζαντινό μνημείο της επαρχίας Αγίου Βασιλείου κι ένα από τα σημαντικότερα της Κρήτης, ο οποίος, όμως, είναι μνημείο του 12ου αιώνα, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους.(2)
Ωστόσο, την εποχή αυτή (1204 – 1645/69). η Κρήτη τελούσε υπό Βενετική κυριαρχία. Μάλιστα, τους δύο πρώτους αιώνες (13ος και 14ος), τη λεγόμενη και πρώιμη βενετοκρατία, ένεκα των έντονων αντιπαραθέσεων και της αφόρητης καταπίεσης από τους κατακτητές, οι επαναστάσεις διαδεχόταν η μία την άλλη. Οι ιστοριογράφοι της εποχής εκείνης κατέγραψαν τουλάχιστον 27 επαναστάσεις, που οι σημαντικότερες απ' αυτές έγιναν κατά την περίοδο της πρώιμης βενετοπκρατίας Αυτήν την εποχή και κάτω από αυτές τις συνθήκες η Βυζαντινή τέχνη στην μνημειακή αγιογραφία γνωρίζει μεγάλη άνθηση, επίσης η λατρευτική εθιμοτυπία, τα ήθη και έθιμα διατηριόταν αναλλοίωτα, που υποδηλώνουν και τη διατήρηση σε υψηλό βαθμό της εθνικής συνείδησης. Την περιοχή του Αγίου Βασιλείου τότε την βοήθησε και η συγκυρία, που ήταν η παραχώρηση από τους Βενετούς με τη συνθήκη των Δύο Συβρίτων το έτος 1234 μεγάλων εκτάσεων γης, κατά το φεουδαρχικό σύστημα, στις Βυζαντινές αριστοκρατικές οικογένειες των Σκορδίληδων, των Μελισσηνών και των Αρκολέων. Κάτι ανάλογο έγινε και στην επαρχία Αμαρίου.
Όσο και αν είμαστε σήμερα αντίθετοι με τη φεουδαρχία ως κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα, το σύστημα αυτό λειτούργησε θετικά τότε στη συγκεκριμένη περιοχή. Ο Ελληνορθό-δοξος πληθυσμός της Κρήτης, ως ακρωτηριασμένο μέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ένιωθε πιο βολικά και προτιμούσε τον “δικό” του φεουδάρχη, από τον οποιοδήποτε ξενόφερτο Λατίνο. Πάντα, βέβαια, οι δεσμοί της Κρήτης με το Βυζάντιο παρέμεναν ισχυρότατοι και οι σκλαβωμένοι πρόγονοί μας τότε προσδοκούσαν στην απελευθέρωσή τους από τους κατακτητές Βενετούς και στην ενσωμάτωσή τους με την Αυτοκρατορία, αλλά τ' όνειρο αυτό δυστυχώς δεν πραγματοποιήθη-κε ποτέ.
Σύμφωνα με νεότερη ιστορική έρευνα (3) οι Σκορδίληδες με τη συνθήκη των Δύο Συβρίτων το έτος 1234 πήραν ως φέουδο το βορειοδυτικό τήμα της Κάτω Συβρίτου, δυτικά του Σπηλίου μέχρι την Καλή Συκιά και κατέστησαν ως διοικητικό τους κέντρο το χωριό Άη Γιάννης Καμένος. Οι Μελισσηνοί πήραν εκτάσεις στο κεντρικό τμήμα της επαρχίας. Πήραν τη Δρύμισκο, τον Βάτο και τον Άρδακτο, τον οποίο κατέστησαν ως διοικητικό τους κέντρο και ίσως και το νοτιότερο των χωριών αυτών τμήμα, δηλαδή τα Κεραμέ, τις Λίγκρες,τ' Αγαλιανού και τον οικισμό Άγιος Ιωάννης Αλοτός.. Οι Αρκολέοι πήραν όλο το βορειοανατολικό τμήμα της επαρχίας, πλην των Μελάμπων. Από τον Κισσό μέχρι την Ορνέ, τα Σακτούρια μέχρι την Ακουμιανή Γιαλιά, τ' Ακούμια και τις Βρύσες. Σε αυτούς ,όμως, πρέπει να προσθέσομε και το φέουδο των Φωκάδων (μετέπειτα Καλλέργηδων- Τσουδερών), οι οποίοι από τα Βυζαντινά χρόνια είχαν πάρει την περιοχή δυτικά του Μέγα ή Κουρταλιώτη ποταμού, από το χωριό Ασώματος -που ήταν και το διοικητικό τους κέντρο- μέχρι τα Σφακιά και οι οποίοι διατήρησαν το φέουδό τους και στα χρόνια της βενετοκρατίας. Είχαμε δηλαδή τέσσερις ισχυρότατες Βυζαντινές αριστοκρατικές οικογένειες με μεγάλες εκτάσεις γης (φέουδα) στην επαρχία Αγίου Βασιλείου κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα. Οι άρχοντες αυτοί ήταν αρκετά δημοφιλείς στην τοπική κοινωνία, η οποία περίμενε απ' αυτούς βοήθεια, αλλά και οι ίδιοι είχαν ανάγκη από τη στήριξη της “δικής” τους κοινωνίας, του Ελληνορθόδοξου, δηλαδή, στοιχείου. Η ανασφάλεια ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής και κανείς από τους δύο δεν ήξερε...τι τέξεται η επιούσα! Ως καρπό αυτής της συμπόρευσης και ως έκφραση εθνικής μαρτυρίας και ομοψυχίας πρέπει να θεωρήσομε σήμερα τα συγκεκριμένα μνημεία (13ου – 15ου αιώνα) στην επαρχία μας Εξάλλου κάποια απ' αυτά πιστώνονται εξ' αρχής στους Βυζαντινούς άρχοντες της εποχής εκείνης. Το μοναστήρι του Πρέβελη πιστώνεται, για παράδειγμα, στους Καλλέργηδες, το μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος στον Κισσό στους Αρκολέοντες (η αρχόντισσα ή Αιγιδού Μαρία ήταν το γένος Αρκολέου), ο ναός της Παναγίας στη θέση Μελισσηνιάκω στη Δρύμισκο στους Μελισσηνούς, ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στον Κισσό (β΄μισό του 13ου αιώνα) και ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στ' Ακούμια (αρχές του 14ου αιώνα) στους Αρκολέοντες, αλλά δυστυχώς στα περισσότερα δεν γνωρίζομε σήμερα τους κτήτορές τους. Μετά, τη σκυτάλη φαίνεται να πήραν και άλλες προσωπικότητες της περιοχής, όπως η Βυζαντινή οικογένεια Φινοκάλη, η οποία, απ' ότι φαίνεται, άφησε το αποτύπωμά της στις Μέλαμπες (βλέπε φω-το: ο Άγιος Γεώργιος ο Φινικάλης(4)).
Πολλά από τα μνημεία αυτά βρίσκονται ακόμα σε χρήση. Ορισμένα παραμένουν και σήμερα ως καθεδρικοί ναοί και η ενορία του χωριού αναφέρεται με το όνομα του εορταζόμενου Αγίου. Ωστόσο, η αξία τους δεν είναι μόνο θρησκευτική και αρχαιολογική, είναι και ιστορική. Είναι “το πνεύμα” του Βυζαντίου, που επιμένει.στο χρόνο και μέσα από τα μνημεία αυτά...... παραμένει ζωντανό!
ΣΗΜΕΙΩΣΗ¨. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τον Β΄τόμο των Πρακτικών του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την Επαρχία Αγίου Βασιλείου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Πελαντάκης 1973: Θεόδωρος Στ. Πελαντάκης,
“Βυζαντινοί Ναοί της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου” Ρέθυμνο 1973.
2. Ανδριανάκης 2014: Μιχ. Ανδριανάκης “Τα χριστιανικά μνημεία της επαρχίας Αγίου Βασιλείου”. Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την Επαρχία Αγίου Βασιλείου, τόμος Β', Ρέθυμνο 2014, 13-50.
3. Τσιγδινός 2019: Γεώργιος Ν.Τσιγδινός “Στα χνάρια της Βυζαντινής Αρχόντισσας ή Αιγιδούς Μαρίας”, Περιοδικό ΝΕΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΡΗΤΗ,, τεύχος 37, Ρέθυμνο 2019, 151-182.
4. Ψιλάκης 1993: Νίκος Ψιλάκης,”Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης” τομ. Β΄, Ηράκλειο 1993, 427.