ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το ιδανικό της αυτάρκειας στους Τρεις Ιεράρχες

0

Στην πατερική σκέψη σταθερή και βέβαιη πεποίθηση αποτελεί η διδασκαλία ότι η κοινωνική ανισότητα ενέσκηψε στη ζωή του ανθρώπου μετά τη δημιουργία του κόσμου, επομένως δεν είναι δυνατόν να ευθύνεται γι’ αυτήν ο Θεός. Ο Θεός, παρατηρεί ο ι. Χρυσόστομος, δεν δημιούργησε τον έναν άνθρωπο πλούσιο και τον άλλο φτωχό, ούτε μετά τη δημιουργία στον έναν έδειξε θησαυρούς από χρυσάφι, από τον άλλο δε στέρησε αυτήν τη δυνατότητα να ανακαλύψει και εκείνος παρόμοιους θησαυρούς, αλλά την ίδια γη παραχώρησε σε όλους τους ανθρώπους[1] και βρέχει εξίσου επί δικαίους και αδίκους. Ο Θεός δεν επεμβαίνει άμεσα στα θέματα της κατανομής των βιοτικών αγαθών, αφήνοντας τους ανθρώπους να τα ρυθμίσουν μόνοι τους, σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις του ηθικού νόμου που τους κληροδότησε.

Έτσι, o Χριστιανισμός, μέσω της Πατερικής σοφίας, καταδικάζοντας τόσο τον πλούτο όσο και την φτώχεια, σαν δυο ακραίες και εξίσου νοσηρές καταστάσεις του μεταπτωτικού ανθρώπου, προβάλλει το ιδανικό της αυτάρκειας[2], της μετρημένης δηλαδή χρήσης των βιοτικών αγαθών στα πλαίσια των πραγματικών αναγκών του ανθρώπου, όπως αυτές διαμορφώνονται υπό το πρίσμα της χριστιανικής πνευματικότητας.

Ο Χριστιανισμός, λοιπόν, μέσω των Γραφών και της Πατερικής Διδασκαλίας, διδάσκει να επιδιώκουμε στη ζωή μας μόνο τα αναγκαία για μια δίκαιη και αξιοπρεπή συντήρησή μας. Γιατί όταν ο άνθρωπος από την «αναγκαία» προς το ζην τροφή ευρεθεί στην καλοφαγία, εύκολα θα γλιστρήσει, στη συνέχεια, και στην υπόλοιπη εξεζητημένη πολυτέλεια, οπότε, αναπόφευκτα, θα καταλήξει στην πλεονεξία και στην αδικία. Γιατί, κατά τον Μέγα Βασίλειο, η πολυτελής διαβίωση προϋποθέτει μεγάλα εισοδήματα, οπότε θα πρέπει να κλάψει ο ένας άνθρωπος και να στενάξει κάποιος άλλος και πολλοί περισσότεροι να εξαθλιωθούν, στερούμενοι και αυτών των αναγκαίων αγαθών της ζωής, για να εξασφαλιστεί με τα δικά τους δάκρυα η δική σου πολυτελής διαβίωση.

Ο μεγάλος, λοιπόν, πλούτος καθίσταται, κατά τον Μ. Βασίλειο και τους Πατέρες της Εκκλησίας, αθέμιτος, προϊόν και όργανο αδικίας, αυθάδειας, καταπίεσης και εξαχρείωσης των ατόμων και γενικότερα των κοινωνιών. «Ἕως πότε, αναρωτιέται ο Βασίλειος, χρυσὸς, τῶν ψυχῶν ἡ ἀγχόνη, τοῦ θανάτου τὸ ἄγκιστρον, τὸ τῆς ἁμαρτίας δέλεαρ;… Διὰ τοῦτον συγγενεῖς ἀγνοοῦσι τὴν φύσιν, ἀδελφοὶ κατ´ ἀλλήλων φονικὸν βλέπουσι· διὰ τὸν πλοῦτον αἱ ἐρημίαι τοὺς φονευτὰς τρέφουσιν, ἡ θάλασσα τοὺς καταποντιστὰς, αἱ πόλεις τοὺς συκοφάντας»[3].

Τις παραπάνω αγιογραφικές και πατερικές θέσεις του Χριστιανισμού, που εξασφαλίζουν την αρμονική συμβίωση των ανθρώπων πάνω στη γη, η χριστιανική θεολογία και κοσμοθεωρία αναλύει ακόμα περισσότερο και με εξαιρετική, ομολογουμένως, στοχαστική και φιλοσοφική διάθεση διεισδύει βαθύτερα πάνω στο θέμα της ιδιοκτησίας και του πλουτισμού. Ο χριστιανός, λέγει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, δεν πρέπει ποτέ του να ξεχνά ότι κι αν οπωσδήποτε του ανήκει η χρήση του σπιτιού του και γενικά όλων των υλικών αγαθών που χρησιμοποιεί, όμως και αυτή η χρήση είναι όλως αβέβαιη και ασταθής «οὐ διά τόν θάνατον μόνον, ἀλλά πρό τοῦ θανάτου διά τό τῶν πραγμάτων εὐρίπιστον»[4].

Ο απόστολος Παύλος, περαιτέρω, στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή του, παραγγέλλει προς τους πλουσίους της παρούσας πρόσκαιρης ζωής να μην υψηλοφρονούν, ούτε και να έχουν στηριγμένες τις ελπίδες τους στον πλούτο, του οποίου η κατοχή είναι τόσον αβέβαιη και άδηλη[5], αλλά να έχουν τις ελπίδες τους στηριγμένες στον Θεό, που δεν είναι άψυχος σαν τον μαμμωνά, αλλά Θεός ζωντανός, που γενναιόδωρα μάς παρέχει τα πάντα.

Έτσι, λοιπόν, ο Χριστιανισμός, θέλοντας να προστατεύσει τον άνθρωπο από τη μονομερή και υπερβολική προσκόλλησή του στα υλικά αγαθά του παρόντος αιώνος- τα οποία, πάντως, γι’ αυτόν και την επίγεια ευδαιμονία του δημιούργησε ο Θεός- παράλληλα προς τα υλικά προτείνει και τα πνευματικά αγαθά και τις αρετές του ανθρώπου, στα οποία και δίνει ιδιαίτερη έμφαση και βαρύτητα, αφού είναι η μόνη βέβαιη και σταθερή ιδιοκτησία[6].

Ο Ιησούς, στο σημείο αυτό, στην επί του Όρους Ομιλία[7], δίδαξε ποια, ακριβώς, πρέπει να είναι η στάση του πιστού απέναντι στον επίγειο πλουτισμό, δεδομένου ότι ο πλούσιος είναι πολύ δύσκολο να παραμείνει σώφρων: «Μὴ θησαυρίζετε, είπεν, ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διαρύσσουσι καὶ κλέπτουσι,θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ,… ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν». Ο Ιησούς με τις λέξεις: «Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς» απαγορεύει τους επίγειους θησαυρούς ή, μάλλον, απαγορεύει τον άπληστο επίγειο πλουτισμό και την απόλυτη εξάρτηση του ανθρώπου από το χρήμα και στρέφει το ενδιαφέρον του σε θησαυρούς ουράνιους («θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ»). Διδάσκει, έτσι, ο Κύριος, γιατί ο τρόπος με τον οποίο, συνήθως, αποκτούνται οι γήινοι θησαυροί καταντά βλασφημία και ύβρις κατά του ονόματος του Θεού, γιατί χρησιμοποιείται τόση αδικία και ποικίλη ανομία για την απόκτησή τους, ενώ, αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο θησαυρίζονται οι ουράνιοι θησαυροί αποτελεί τιμή και δόξα για τον Θεό. Για την απόκτηση των τελευταίων χρησιμοποιούνται τα παντοδύναμα όπλα της δικαιοσύνης, της φιλανθρωπίας, η καθαρότητα της καρδιάς, η ειλικρίνεια, η αγάπη. οι αρετές, δηλαδή, εκείνες δια των οποίων προάγεται και επεκτείνεται στον κόσμο η βασιλεία του Θεού[8].


[1]P. G. 62, 562.

[2] Την αυτάρκεια επιζητούσαν με κάθε τρόπο και οι αρχαίοι Έλληνες, αρνούμενοι καθετί το περιττό και εφαρμόζοντας τη γνωστή αρχή τους «παν μέτρον άριστον». Περιφρονούσαν την πολυτέλεια και την τρυφή και δεν θεωρούσαν τον πλουτισμό ως σκοπό της ζωής τους και ιδανικό, όπως αντίθετα έκαναν οι Ασιάτες στο πρόσωπο του περίφημου βασιλιά των Λυδών Κροίσου. 

[3] P. G. 31, 297.

[4] Εὐρίπιστον= για την αστάθεια των όρων της επίγειας ζωής (Ιωάννου Χρυσοστόμου, 10η Ομιλία στην Α΄ Κορ., P.G. 61,  86-87.

[5]«Τοις πλουσίοις παράγγελε μη υψηλοφρονείν, μηδέ ηλπικέναι επί πλούτου αδηλότητι…» (Α΄ Τιμ. στ΄17). Πβ. και Καθολική Επιστολή Ιακώβου, όπου χαρακτηριστικά σημειώνεται: «ὁ δὲ πλούσιος ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ὅτι ὡς ἄνθος χόρτου παρελεύσεται (Καθολ. Ιακ. Α΄ , 10)

[6] Ματθ. στ΄ 19-20. Λουκ. ιβ΄, 33. Επίσης, «λάβετε παιδείαν, συμβουλεύει ο Παροιμιαστής, καὶ μὴ ἀργύριον, καὶ γνῶσιν ὑπὲρ χρυσίον δεδοκιμασμένον. Κρείσσων γὰρ σοφία λίθων πολυτελῶν, πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστιν» (Παροιμ. η΄, 10-11) και παρακάτω: « Αἱρετώτερον ὄνομα καλὸν ἢ πλοῦτος πολύς, ὑπὲρ δὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον χάρις ἀγαθή» (Παροιμ. κβ΄, 1)

[7] Ματθ. στ΄, 19- 21.

[8] Πβ. Σεραφείμ Παπακώστα, Ἡ ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία, Αθήναι 19482, 350, 354.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ