Η γέφυρα του Σίμα και ο Αμαριώτικος δρόμος
Οι δρόμοι από και προς την επαρχία Αμαρίου.
Η επαρχία Αμαρίου είχε ανέκαθεν πρόβλημα οδικής επικοινωνίας με το Ρέθυμνο, την πρωτεύουσα του νομού. Ενώ στις άλλες τρεις επαρχίες υπάρχει σχετικά ομαλή πρόσβαση από και προς το Ρέθυμνο, στην επαρχία Αμαρίου δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, λόγω της ανώμαλης γεωμορφολογίας της περιοχής. Έτσι τα παλιά χρόνια, πριν ακόμη ο τροχός φτάσει στην περιοχή, η επικοινωνία γινόταν πεζή ή με φορτηγά ζώα μέσω των λεγόμενων ημιονικών δρόμων. Μέχρι περίπου το 1930 τρεις ήταν οι διαδρομές μέσω των οποίων μπορούσε κάποιος να πάει από το Ρέθυμνο στην επαρχία Αμαρίου και αντιστρόφως.
Ο Νικόστρατος Καλομενόπουλος στα Κρητικά[1] του το 1894 τις περιγράφει αναλυτικά με παράλληλη περιγραφή του τοπίου και αναφορά των τότε τοποσήμων, άγνωστων σήμερα.
(Μεταγράφω στη δημοτική): Ο δρόμος ξεκινά από την περιτειχισμένη[2] πόλη από την Πύλη της Άμμου και κατευθύνεται ανατολικά, αρχικά αμαξιτός μέχρι τα Περιβόλια, αφού περάσει τη μεγάλη λιθόχτιστη γέφυρα του Κόρακα[3]. Αμέσως μετά τα Περιβόλια συνεχίζει ανατολικά, ημιονικός πια, και περνά από την τρίτοξη λιθόχτιστη γέφυρα του Πλατανιά[4] και φτάνει σε χάνι με πηγάδι[5]. Από εκεί στρέφεται ΝΑ και αφού περάσει μικρή λιθόχτιστη γέφυρα εισέρχεται στο χωρίο Άδελε. Από το Άδελε υπάρχουν δύο επιλογές αν ο προορισμός είναι η επαρχία Αμαρίου. Η μια είναι μέσω Πηγής και Μονής Αρκαδίου και η άλλη μέσω Μέσης και Καβουσίου.
Διαδρομή 1: Από την πριν το Άδελε διακλάδωση ο δρόμος προχωρά σε ανώμαλο και δασώδες έδαφος, περνά ανατολικά από το χωριό Αγία Παρασκευή και αφού περάσει την κοίτη του χειμάρρου της Αγίας Τριάδας, αφήνει πίσω του το χωριό Άγιος Δημήτριος και εισέρχεται στο χωριό Πηγή. Μετά την Πηγή και αφού περάσει μονότοξη λιθόχτιστη γέφυρα, εισέρχεται στο χωριό Λούτρα. Μετά την Λούτρα περνά από βαθιά ρεματιά στην οποία υπάρχει ρυάκι. Μετά ο δρόμος διασταυρώνεται με μονοπάτι που προς Β οδηγεί στο Κόκκινο Μετόχι και προς Ν στο χωριό Κυριάννα. Μετά από αρκετή ώρα ο δρόμος φτάνει στο χωριό Αμνάτος, απ’ όπου μέσα από αγρούς κατεβαίνει σε χαράδρα η οποία οδηγεί σε βαθύ φαράγγι. Στο φαράγγι ο δρόμος συναντά κρήνη με άφθονο νερό και μετά 100 βήματα μονότοξη λιθόχτιστη γέφυρα. Από εκεί μετά από απότομη ανάβαση 20 λεπτών φτάνει στην ιστορική Μονή Αρκαδίου. Από τη Μονή ο δρόμος κατευθύνεται νότια και διασχίζοντας πολύ ανώμαλο και υψηλό έδαφος, μετά από 45 λεπτά φτάνει στη θέση «Αρμοί» όπου συναντά τον δρόμο της άλλης διαδρομής, που περιγράφεται κατωτέρω.
Διαδρομή 2: Από την πριν το Άδελε διακλάδωση ο δρόμος προχωρά ανατολικά σε ανώμαλο και δασώδες έδαφος, περνά δυτικά του χωριού Άγιος Δημήτριος και φτάνει μετά από 25 λεπτά στο χωριό Μέση. Μετά την έξοδο από τη Μέση ανεβαίνει τις απότομες και βραχώδεις πλαγιές της Μεσιανής Χαλέπας και φτάνει μετά από 45 λεπτά στη θέση Κουμπές, όπου υπάρχει κουμπές[6] με δεξαμενή ομβρίων υδάτων. Από τη θέση αυτή ο δρόμος φτάνει στο Χάνι του Καβουσιού, το οποίο βρίσκεται μεταξύ των χωριών Πάνω και Κάτω Καβούσι και από εκεί κατεβαίνει στη μικρή κοιλάδα «Ακροβατές» όπου υπάρχει πηγάδι ανάμεσα σε πλατάνια και σε απόσταση 10 λεπτών από το Χάνι του Καβουσιού. Από εκεί ανεβαίνει στην κορυφή του υψώματος «Αρμοί» και μετά κατεβαίνει και συναντά πηγή και μετά από αυτήν τον άλλο δρόμο που έρχεται από το Αρκάδι (Διαδρομή 1).
Ο Καλομενόπουλος περιγράφει και τη διαδρομή από το σημείο συνάντησης των δύο διαδρομών στους «Αρμούς» μέχρι τη Μονή Ασωμάτων ως εξής:
Από το σημείο συνάντησης των δύο δρόμων στους «Αρμούς», ο δρόμος κατεβαίνει με απότομες κλίσεις τις ΝΔ χαράδρες της Ίδης και μετά 5 λεπτά συναντά «του Τσαούση τη Βρύση». Από εκεί συνεχίζει πάντα κατηφορικά και μετά από 20 λεπτά συναντά βρύση με άφθονο νερό, η οποία ονομάζεται «Της Πέτρας το Νερό» μετά την οποία κατεβαίνει στη μεγάλη κοιλάδα του Αμαρίου και μετά 1 ώρα φτάνει στη μεγάλη και πλούσια Μονή Ασωμάτων.
- Συνολικός χρόνος της διαδρομής από το Ρέθυμνο μέχρι τη Μονή Ασωμάτων μέσω Αρκαδίου, 6 ώρες και 35 λεπτά.
- Συνολικός χρόνος της διαδρομής από το Ρέθυμνο μέχρι τη Μονή Ασωμάτων μέσω Καβουσίου, 5 ώρες και 45 λεπτά.
Διαδρομή 3: Η τρίτη διαδρομή που περιγράφει ο Καλομενόπουλος είναι αυτή μέσω Πρασών και της κοιλάδας των Ποταμών:
Ο δρόμος ξεκινά από την περιτειχισμένη πόλη του Ρεθύμνου και κατευθύνεται ανατολικά και αφού περάσει τα Περιβόλια στρίβει προς Ν και μετά από 1,5 ώρα φτάνει στο χωριό Πρασές. Από τον αυχένα που υπάρχει πιο πάνω από το χωριό κατεβαίνει στις δασώδεις χαράδρες των Ποταμών και μετά από 2,5 ώρες φτάνει στο χωριό Αντάνασος (σήμερα Παντάνασσα). Από εκεί ανεβαίνει στο Μερωνιανό όρος και μετά από 1 ώρα 10 λεπτά φτάνει στο χωριό Μέρωνας. Από εκεί σε 40 λεπτά κατεβαίνει στη Μονή Ασωμάτων.
- Συνολικός χρόνος της διαδρομής από το Ρέθυμνο μέχρι τη Μονή Ασωμάτων μέσω Πρασών, 5 ώρες και 40 λεπτά.
Ο δρόμος προς Αμάρι μέσω Ποταμών
Από την εποχή της Κρητικής Πολιτείας προκρίθηκε ως η καταλληλότερη διαδρομή για την επαρχία Αμαρίου, η διαδρομή μέσω Πρασών και της κοιλάδας των Ποταμών. Έτσι βλέπουμε στον προϋπολογισμό της Κρητικής Πολιτείας του έτους 1903 να εγγράφεται πίστωση 10.000 δραχμών «Προς κατασκευήν της οδού από Περιβολίων μέχρι Βολιώνες Αμαρίου»[7]. Το 1905 δημοπρατείται το πρώτο τμήμα του δρόμου Περιβόλια-Πρασές μήκους έξι χιλιομέτρων[8] με προϋπολογισμό 10.000 δρχ. Δεν γνωρίζουμε αν το δημοπρατούμενο τμήμα των πρώτων έξι χιλιομέτρων εκτελέστηκε, επειδή δυο χρόνια αργότερα βλέπουμε να δημοπρατείται το ίδιο τμήμα με τον ίδιο προϋπολογισμό[9]. Το 1910 βλέπουμε να δημοπρατείται ένα μεγαλύτερο τμήμα προϋπολογισμού 30.000 δρχ. Το 1913, χρονιά που η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα το τμήμα Περιβόλια-Πρασές δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, αφού στον προϋπολογισμό του 1913 βλέπουμε να εγγράφεται πίστωση 55.000 δρχ. για τμήμα 5 χιλιομέτρων.
Για πάνω από δέκα χρόνια δεν έχουμε καμιά πληροφορία για την τύχη του Αμαριώτικου δρόμου. Η ανώμαλη κατάσταση της εποχής (πόλεμοι, διχασμός, μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή) δεν επιτρέπει την ενασχόληση με ειρηνικά έργα. Φαίνεται όμως ότι ο δρόμος μέχρι τους Ποταμούς χαράχτηκε και διανοίχτηκε σε μήκος 18 χιλιομέτρων, χωρίς όμως να σκυροστρωθεί, όπως προκύπτει από δημοσίευμα του 1923[10]. Στα τέλη του 1923 δημοπρατείται το έργο της σκυρόστρωσης του τμήματος Περιβόλια – Πρασές.
Τον Ιούλιο του 1925 εγκαθίσταται ο εργολάβος του έργου Περιβόλια – Μονή Ασωμάτων, αλλά η έναρξη των εργασιών γίνεται τον Μάρτιο του 1926. Το έργο αναλαμβάνει η εταιρεία «Δερμιτζάκης[11]-Φωτιάδης» και άρχισε να εκτελείται ταυτόχρονα και από τα δύο άκρα με αντίστροφη φορά. Δηλαδή το τμήμα Περιβόλια – Ξαβελόνη[12] και το τμήμα Μονή Ασωμάτων - Απόστολοι. Και τα δυο αυτά τμήματα περατώθηκαν τον Αύγουστο του 1927 και έμεινε το τμήμα Ξαβελόνη – Απόστολοι, που ήταν και το δυσκολότερο, επειδή απαιτούσε νέα χάραξη σε παρθένο και δύσβατο έδαφος. Μπορούμε να κατανοήσομε τις δυσκολίες ενός τέτοιου έργου αν αναλογιστούμε ότι σχεδόν όλες οι εργασίες γίνονταν χειρωνακτικά από εκατοντάδες εργάτες. Παρόλα αυτά το κομμάτι αυτό τελείωσε σχετικά σύντομα, δηλαδή από την άνοιξη του 1928 μέχρι τον Αύγουστο του 1929.
Έτσι στις 25 Αυγούστου 1929 έφτασαν για πρώτη φορά αυτοκίνητα στη Μονή Ασωμάτων, όπου την ίδια ημέρα έγιναν τα επίσημα εγκαίνια του δρόμου παρουσία του Γενικού Διοικητή Κρήτης Γεωργίου Κατεχάκη, πολλών επισήμων και πλήθος Αμαριωτών από τα γύρω χωριά, που έβλεπαν το όνειρό τους να γίνεται επιτέλους πραγματικότητα[13].
Ο δρόμος συνεχίστηκε με άλλη εργολαβία προς την Αμπαδιά, δηλαδή για το τμήμα Μονή Ασωμάτων – Λοχρία, αλλά και για άλλα μικρότερα τμήματα προς τα γύρω χωριά.
Βέβαια η κατασκευή αμαξωτού δρόμου προς την επαρχία Αμαρίου ήταν ένα μεγάλο βήμα προς την πρόοδο, όμως μη νομισθεί ότι λύθηκαν όλα τα προβλήματα. Οι αμαξωτοί δρόμοι εκείνης της εποχής ήταν σκυροστρωμένοι, δηλαδή με χαλίκια και χώμα, που στην πρώτη νεροποντή γίνονταν αδιάβατοι. Πέραν αυτού η χάραξη του τμήματος Ποταμοί – Απόστολοι (παρά την ομορφιά της διαδρομής) ήταν προβληματική με πολλές στροφές. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές σοβαρές προσπάθειες επίλυσης των διαφόρων προβλημάτων και έχουν δημιουργηθεί εναλλακτικοί δρόμοι πρόσβασης στην επαρχία Αμαρίου, όπως από το Αρκάδι και το Σπήλι. Βέβαια η διαδρομή μέσω Ποταμών είναι η ομορφότερη και μάλιστα μετά τη δημιουργία του φράγματος.
Η καμάρα του Σίμα
Λίγο πιο πάνω από τις Πρασές υπάρχει μια φανταστική θέα προς τα ανατολικά με την κοιλάδα των Ποταμών να απλώνεται σε όλο της το μεγαλείο μπροστά στα μάτια όποιου βρεθεί στο σημείο. Όμως η πρόσβαση προς τους Ποταμούς είναι πολύ δύσκολη λόγω της απόκρημνης πλαγιάς που βλέπει ανατολικά. Δυστυχώς ο Ν. Καλομενόπουλος στη διαδρομή 3, που περιγράφεται πιο πάνω, είναι πολύ λακωνικός και δεν μας λέει από πιο σημείο κατέβηκε στις δασώδεις χαράδρες των Ποταμών. Πιθανολογούμε ότι κατέβηκε λίγο πριν το σημείο όπου σήμερα υπάρχει η γέφυρα του Σίμα, επειδή είναι το μόνο σημείο όπου η κατάβαση είναι λίγο πιο εύκολη. Το σημείο είναι το νότιο άκρο του Πρασανού φαραγγιού και ονομάζεται Κακοσκάλι, που σημαίνει δύσκολο πέρασμα.
Εκεί αποφάσισαν οι μηχανικοί της Κρητικής Πολιτείας να κατασκευάσουν γέφυρα για διευκολυνθεί η πρόσβαση προς την κοιλάδα των Ποταμών και το Αμάρι ευρύτερα. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο λόγω της μορφολογίας του εδάφους και μάλιστα για τους τότε μηχανικούς το συγκεκριμένο σημείο ήταν τελείως αδύνατον να υποταχθή εις τον τροχόν.
Τον Μάρτιο του 1912 δημοπρατείται[14] η κατασκευή της γέφυρας με προϋπολογισμό 43.000 δραχμές. Η κατασκευή της γέφυρας πρέπει να άρχισε το ίδιο έτος πάνω σε μελέτη του Λουίτζι Φιγγάρι, του ιταλικής καταγωγής μηχανικού και Γενικού Επιθεωρητή Δημοσίων Έργων της Κρήτης και κατ’ άλλους πάνω σε μελέτη του νομομηχανικού Μιχάλη Σαββάκη. Η κατασκευή πρέπει να κράτησε πάνω από τρία χρόνια, αφού σε δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας[15] τον Σεπτέμβρη του 1914 δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, παρ’ ότι πλησιάζει προς την ολοκλήρωσή της. Είναι ένα δείγμα εξαίρετης αρχιτεκτονικής τόσο από αισθητική όσο και από στατική άποψη, αφού έχει συμπληρώσει πάνω από 110 χρόνια ζωής χωρίς ποτέ να παρουσιάσει κάποιο πρόβλημα. Ο Α. Χατζηδάκης και η Ζ. Εύδου[16] την χαρακτηρίζουν μοναδικό παράδειγμα στον νομό για τη μεγαλοπρέπεια, την κομψότητα και το μέγεθός της, η δε Χρ. Τζομπανάκη[17] τη χαρακτηρίζει εξαίρετο έργο των χρόνων της κρητικής αυτονομίας που χαρακτηρίζεται για την εξαιρετική δόμησή της και τις ραδινές αναλογίες της.
Το όνομα
Η γέφυρα αναφέρεται και ως γέφυρα των Πρασών ή γέφυρα των Ποταμών, αλλά η πλέον συνηθισμένη ονομασία της είναι: Γέφυρα ή καμάρα του Σίμα. Σίμας ή Σήμας πρέπει να ήταν κάποιος οικιστής της περιοχής πιθανόν της περιόδου της Ενετοκρατίας. Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη ενός μετοχιού στην περιοχή με το όνομα το μετόχι του Σίμα. Το μετόχι αυτό το αγνοούσαμε αφού δεν αναφέρεται στις απογραφές, μέχρι που κυκλοφόρησε το 2007 Το Οθωμανικό κτηματολόγιο του Ρεθύμνου[18], όπου αναφέρεται: Karye-i metoh-i Sima, der kurb-i karye-I Mirtiyo, δηλ. Το χωριό του μετοχιού Σίμα, κοντά στο χωριό Μύρθιος, μάλιστα με 16 ονόματα χριστιανών κατόχων γης . Με δεδομένο ότι το κτηματολόγιο συντάχθηκε το 1670, δηλαδή λίγο μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, συμπεραίνουμε ασφαλώς ότι το τοπωνύμιο στου Σίμα υπήρχε την περίοδο της Ενετοκρατίας και είναι ένα ακόμη δείγμα της αντοχής των τοπωνυμίων στο χρόνο. Κατά συνέπεια η στενωπός στο νότιο άκρο του Πρασανού φαραγγιού πήρε το όνομά της από το πλησιόχωρο μετόχι του Σίμα και επιβίωσε μέχρι σήμερα μέσω της γέφυρας.
Άραγε θ’ αντέξει;
Είναι καιρός να λύσω την απορία που δημιούργησε ο τίτλος «Άραγε θ’ αντέξει;» του παρόντος δημοσιεύματος. Πρόκειται για ένα περιστατικό με ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, που μου διηγήθηκε πριν πολλά χρόνια ο αείμνηστος πατέρας μου, που εργάστηκε ως νεαρός εργάτης στα έργα κατασκευής του Αμαριώτικου δρόμου. Πρέπει να ήταν το 1928 ή 1929 και είχε τελειώσει η σκυρόστρωση του τμήματος Περιβόλια – Πρασές. Αφού γινόταν η σκυρόστρωση περνούσε ο οδοστρωτήρας και πατούσε τα υλικά (χώμα και χαλίκια) για να σταθεροποιηθούν. Κάποια στιγμή ο οδοστρωτήρας έφτασε στην καμάρα του Σίμα και έπρεπε να περάσει απέναντι για να συνεχίσει το έργο του. Τότε όμως ανέκυψε το κρίσιμο ερώτημα: Θα αντέξει η γέφυρα το μεγάλο βάρος του οδοστρωτήρα, δεδομένου ότι ποτέ μέχρι τότε δεν είχε «επωμιστεί» τέτοιο βάρος. Άρχισαν οι συζητήσεις και οι ερωτήσεις στους ειδικούς, αλλά κανείς δεν ήθελε να πάρει την ευθύνη. Τότε ενώ διαρκούσαν οι συζητήσεις και το έργο καθυστερούσε ο νεαρός βοηθός του χειριστή του οδοστρωτήρα, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα ανεβαίνει στο βαρύ μηχάνημα, βάζει μπροστά και, πριν προλάβουν να τον σταματήσουν, περνάει απέναντι! Είναι κρίμα που δεν διασώθηκε το όνομα αυτού του παιδιού, γιατί ήταν ο πρώτος εποχούμενος που πέρασε τη γέφυρα του Σίμα και μάλιστα με βαρύ όχημα. Έκτοτε έχουν περάσει χιλιάδες οχήματα κάθε είδους και κάθε βάρους χωρίς να υπάρξει ποτέ κάποιο πρόβλημα.
[1] Νικόστρατος Θ. Καλομενόπουλος, Κρητικά, εν Αθήναις 1894.
[2] Μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στα 1893 και τα τείχη της πόλης υπήρχαν ακόμη.
[3] Σήμερα δεν φαίνεται ούτε ίχνος της γέφυρας, επιβιώνει όμως το τοπωνύμιο του Κόρακα η καμάρα.
[4] Η γέφυρα είναι του 1582 και σώζεται μέχρι σήμερα.
[5] Το πηγάδι πρέπει βρισκόταν εκεί που αρχίζει η διακλάδωση για τον Τσεσμέ, ήταν σκεπασμένο με θόλο (κουμπέ) γι’ αυτό ήταν γνωστό ως ο κουμπές του Πλατανιά.
[6] Ο Καλομενόπουλος σημειώνει ότι σε πολλούς από τους κυριότερους δρόμους της Κρήτης υπάρχουν κουμπέδες, οι οποίοι είναι λιθόχτιστα θολωτά στέγαστρα κοντά σε πηγές ή σε πηγάδια, που χτίζονται για τους οδοιπόρους.
[7] Επίσημος Εφημερίς Κρητικής Πολιτείας/Α/38/16-7-1903.
[9] Επίσημος Εφημερίς Κρητικής Πολιτείας /Γ/4/26-1-1907.
[10] Εφημ. Δημοκρατία, φ. 23-6-1923 και 25-8-1923.
[11] Ο Εμμανουήλ Δερμιτζάκης ήταν πολιτικός μηχανικός Ρεθεμνιώτικης καταγωγής.
[12] Ξαβελόνη ή Ξωβελόνη ή Ξεβελόνη, τοπωνύμιο λίγο μετά το φράγμα των Ποταμών δεξιά πηγαίνοντας προς Αποστόλους.
[13] Για τα εγκαίνια του Αμαριώτικου δρόμου έχω γράψει στο παρελθόν με λεπτομέρειες για την τελετή στην εφημ. Κρητική Επιθεώρηση, φ. 31-12-2009.
[14] Επίσημος Εφημερίς Κρητικής Πολιτείας/Γ/18/31-3-1912.
[15] Εφημ. Κρητική Επιθεώρησις, φ. 36/19-8-1014.
[16] Αριστόδημος Χατζηδάκης & Ζωή Εύδου, Τα λίθινα γεφύρια του νομού Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2003, σσ. 66-69.
[17] Χρυσούλα Τζομπανάκη, Η αρχιτεκτονική στην Κρήτη, [Ηράκλειο] 2005, τόμ. Α1, σ. 146.
[18] Ευαγγελία Μπαλτά – Mustafa Oğuz, Το Οθωμανικό κτηματολόγιο του Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2007, ΙΝΕ (ΕΙΕ) & ΙΛΕΡ, σ. 137.