ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο ερευνητής Κώστας Ράλλης: δημόσιος έπαινος και παροτρύνσεις

0

Πριν από μερικά χρόνια είχα στείλει μια συγχαρητήρια επιστολή στο «Ρέθεμνος» για τη συμπερίληψη στους συνεργάτες της εφημερίδας τού Μάνου Γοργοράπτη. Ο χρόνος έδειξε ότι οι προσδοκίες που ανέφερα σ’ αυτήν όχι μόνο εκπληρώθηκαν αλλά και αποδείχτηκαν κατώτερες από τη μετέπειτα εξέλιξή του. Το ίδιο έπραξα πέρυσι και στην περίπτωση του Γρηγόρη Παπαδοπετράκη, ο οποίος οδεύει στον ίδιο δρόμο, της επίμονης και αθόρυβης έρευνας. Σήμερα ο καλός λόγος έρχεται να τριτώσει, με τον Κώστα Ράλλη, ο οποίος εννοείται ότι δεν έχει ιδέα για το σημερινό δημοσίευμα, άλλως η σεμνότητά του θα μου ζητούσε να το αποσύρω..

Και στην περίπτωσή του ισχύουν όσα έγραψα για τους δύο άλλους: «…Οι συνεργασίες τους μέχρι σήμερα είναι διαλεκτές και πολυδουλεμένες, προϋποθέτοντας εκτεταμένες έρευνες σε πηγές διάσπαρτες και συχνά δυσπρόσιτες. Πολλές από τις έρευνές τους είναι εξαιρετικές και αποτελούν στέρεες βάσεις για ευρύτερες διατριβές».

Κι όμως, τίποτα δεν έδειχνε μέχρι πριν από λίγα χρόνια ότι ο Κώστας Ράλλης θα μετατρεπόταν σ’ ένα σοβαρό ερευνητή. Η δασκάλα του στο Πέραμα Αμφιθέα Ουγιάρογλου  δεν θα το είχε ποτέ φανταστεί (γι’ αυτήν βλ. την εισήγησή μου στην έκδοση του Σχολικού Μουσείου «Η εκπαίδευση στο Ρέθυμνο κατά και μετά την έλευση των προσφύγων»). Ο υπό εκκόλαψη ερευνητής εμφανίζεται πάντως στην αναμνηστική φωτογραφία σε παιδική ηλικία τρίτος από δεξιά. Οπωσδήποτε, ούτε κι οι συνάδελφοί του αργότερα στις κουζίνες που δούλεψε επί πολλές δεκαετίες ως σεφ θα είχαν φανταστεί την εξέλιξή του αυτή.

Είναι μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που η σύνταξη γήρατος δεν φέρνει στην επιφάνεια συσσωρευμένα σωματικά προβλήματα αλλά αντίθετα ο άνθρωπος ανανεώνεται. Ο Κώστας Ράλλης με το που έγινε συνταξιούχος αναγεννήθηκε. Κι όχι μόνο αυτό αλλά είχε τον απαιτούμενο χρόνο να εξελιχτεί σε ακούραστο ερευνητή. Πέραν αυτού όμως, και αυτό είναι το πιο ευοίωνο στην περίπτωσή του, δεν έγινε ένας ακόμα παντογνώστης, αλλά, μετά από ένα σύντομο διάστημα  περιπλάνησης, βρήκε τον τομέα αναφοράς του και εστιάστηκε,  ασχολούμενος με την ιστορική περίοδο της οθωμανικής κατοχής. Παράλληλα παραμένει σεμνός και δοτικός, μερικές φορές υπέρ το δέον.

Αρχικά ασχολήθηκε, όπως ανέφερα, με πολλά θέματα. Η φαρέτρα του δεν άφησε στην ησυχία τους τον Γαληνό (φωτογραφία), την Καλλιόπη Γιουλούντα, τον Γκιουζέπε Γκερόλα, την Κυρία των Αγγέλων, το «Τσιλόνερο», το Πάνορμο (Καστέλλι Μυλοποτάμου), τον Γιάννη Σπανδάγο, το κινηματοθέατρο «Ιδαίον Άντρον», τους Χατζημπεκηράκηδες, ακόμη και τη διδασκαλία της τοπικής ιστορίας στα σχολεία. Για τον Γαληνό μάλιστα γνωρίζω ότι συνεχίζει τις έρευνές του και έχει θέσει ως στόχο την έκδοση ενός λευκώματος, ενώ για το Γιαννούδι και την οικογένεια Γιουλούντα προετοιμάζει σχετική εκδήλωση.

Εκεί πάντως που αποδείχτηκε ακαταμάχητος είναι στην οθωμανική ιστορία του Ρεθύμνου, πόλης και υπαίθρου. Η περίοδος αυτή ήταν και παραμένει το σκοτεινό κεφάλαιο του Ρεθύμνου. Αρκεί να σκεφθούμε ότι η σημαντικότερη πηγή που διαθέταμε γι’ αυτήν, η βάση δεδομένων «Ψηφιακή Κρήτη» (digitalcrete.ims.forth.gr) του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών, είναι ανενεργή εδώ και πολύ καιρό. Στον τομέα αυτό ο Κ. Ράλλης μέχρι στιγμής μας έχει προσφέρει μελέτες για τον οικισμό Νταλαμπέλος (φωτογραφία), για τα τζαμιά στο Ρέθυμνο και στα χωριά του, για την οθωμανική εκπαίδευση και για την δικαιοσύνη επί οθωμανικής κατοχής.

Επαρκέστατος αποδείχτηκε και στην έρευνα της ιστορίας του σεισμού του 1856, μ’ ένα μεγάλο άρθρο, που δημοσιεύτηκε τιμητικά και στα «Χανιώτικα Νέα». Να σημειώσουμε ότι η πολυσέλιδη αυτή δημοσίευση έγινε παρότι η πάγια πολιτική της εφημερίδας αυτής είναι να μη δημοσιεύει εκτεταμένες συνεργασίες. Το ίδιο συνέβη με το άρθρο του «Σε συγχρονισμό με τους ουρανούς. Το χρονοσκοπείο του Ρεθύμνου με βάση το Σαλναμέ του 1875».

Εξαιρετική είναι η εργασία του και για τον Αλή Βαφή Σελιανάκη, για τον οποίο οι «Ημέρες Ρεθύμνου» μας πρόσφεραν πέρυσι μια όμορφη βραδιά, με συνεισηγητές την Ελένη Τζέτζου και τον Ηλία Κοπανάκη. Το θέμα του ήταν ο «Αλή Βαφής Εφένδης Σελλιανάκης: Από τα Πεταλάδικα στην Πόλη» και αναφερόταν στις εμπορικές του δραστηριότητες, ιδιαίτερα με τη Λιβύη και τη Σμύρνη, στο αρχοντικό του στην Μπουνιαλή και στη συνέχιση της δραστηριοποίησής του μετά την Ανταλλαγή των Πληθυσμών στην Κωνσταντινούπολη.

Πρόσφατα παρουσίασε στο «Ρέθεμνος» μια παλιότερη μελέτη του, σήμερα εκτενέστερη και περισσότερο θεμελιωμένη, με θέμα τον τεκέ του Χασάν Μπαμπά και τίτλο «Η έξωθεν της πόλεως δερβίσικη στοά. Ο τεκές της αίρεσης των Μπεκτασίδων στο Ρέθυμνο». Αναδημοσιεύτηκε σε δύο γλώσσες και σε τουρκοκρητικό site (φωτογραφία), όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο. Να σημειώσω με την ευκαιρία ότι διαφωνώ με τον όρο «αίρεση» που χρησιμοποιεί, αφού πρόκειται για θρησκευτικό τάγμα, όπως για παράδειγμα οι Ιησουίτες, οι Δομινικανοί και οι Αυγουστινιανοί στο δυτικό δόγμα του χριστιανισμού. Στον ορθόδοξο βίο κάτι αντίστοιχο είναι τα ιδιόρρυθμα και τα κοινοβιακά μοναστήρια αλλά και η αφιέρωσή τους σε διαφορετικούς αγίους.

Στην εργασία για τον τεκέ Χασάν Μπαμπά προσπάθησε επιτυχώς ν’ «ανακαλύψει» την εικόνα του τεκέ σε φωτογραφικές απεικονίσεις της πόλης, με πρώτη εκείνη του Berinda, την οποία χρονολογούμε (αναπόδεικτα) στο 1870. Ως ελάχιστη συνεισφορά κι εγώ σήμερα με τη σειρά μου του προσθέτω την εικόνα του τεκέ σε μια απεικόνιση του Richard Krueger και αναφέρω ότι παρόμοια απεικόνιση, δυστυχώς και πάλι από μακριά, υπάρχει και σε φωτογραφία από τη Φορτέτζα. Σ’ όλες διακρίνονται στοιχειωδώς τα κτήρια και ευκρινέστερα ο εκτεταμένος ασπρισμένος αυλότοιχος, ο οποίος προφανώς έπαιζε ρόλο προστασίας του τεκέ όχι μόνο από τα αιγοπρόβατα αλλά και από κακόβουλους και θρησκόληπτους της εποχής. Κι αυτό παρότι ο Χασάν Μπαμπάς υπήρξε ευεργέτης της πόλης, με προσφορά πολλών οικοπέδων, μεγαλύτερο από τα οποία ήταν εκείνο του Γυμναστηρίου, έκτασης σχεδόν 20 στρεμμάτων, που παραχώρησε στον Δήμο Ρεθύμνης έναντι συμβολικού τιμήματος. Το γεγονός ότι χρειαζόταν να οπλοφορεί δείχνει ότι οι ευεργεσίες δεν ήταν αρκετές για να κατασιγάσουν τα εθνοτικά και θρησκευτικά μίση της εποχής.

Ως προς το ζήτημα του πότε και σε ποια έκταση κατεδαφίστηκε ο τεκές και ανεγέρθηκε το Ορφανοτροφείο, σώζονται αρκετές φωτογραφίες, μία από τις οποίες παραθέτω, που δείχνουν ότι για την ανέγερση του μεγαλειώδους για τα μέτρα της εποχής κτηρίου χρειάστηκε η κατεδάφιση του κεντρικού κτηρίου του τεκέ, το οποίο φαίνεται ότι ήταν τριώροφο. Από τα οπτικά αυτά τεκμήρια φαίνεται ότι αρκετά μικρότερα κτήρια στα δυτικά τουλάχιστον του Ορφανοτροφείου παρέμειναν με την μορφή ερειπίων, μέχρι τουλάχιστον την Κατοχή, οπότε αποτυπώθηκαν και σε φωτογραφίες Γερμανών στρατιωτών.

Ελπίζω στο μέλλον ο Κώστας Ράλλης ν’ αποφασίσει να ασχοληθεί αναλυτικά με το θέμα του Εβλιγιά. Σημαντικό μέχρι και σήμερα για την πόλη. Παραθέτω με την ευκαιρία τα λίγα που γνωρίζω γι’ αυτόν. Αμέσως μετά την κατάληψη του Ρεθύμνου από τους Οθωμανούς, το έτος 1650 είχε έρθει από Χορασάν ένας εβλιγιάς (όσιος, προφήτης), ο Αλί Μπαμπά (κατά τον Μ. Παπαδάκη Χοχλίδης), ο οποίος εγκαταστάθηκε στον ομώνυμο σήμερα λόφο. Εκεί χρησιμοποίησε για τη διαμονή του ένα θολωτό ενετικό κτίσμα με στέρνα νερού (φωτογραφία σημερινής κατάστασης), η οποία τον βοήθησε να διαμορφώσει κήπο, με δέντρα και λουλούδια. Πέθανε και τάφηκε επιτόπου το έτος 1680. Αμέσως οι Τουρκορεθύμνιοι κατασκεύασαν ένα νεκρικό τουρμπέ, τον οποίο στη συνέχεια περιτείχισαν και ασφάλισαν με μια μικρή πύλη.

Το μνημείο αυτό αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα μουσουλμανικά προσκυνήματα του Ρεθύμνου. Στο «Χρονικό μιας πολιτείας» ο Παντελής Πρεβελάκης περιγράφει παραστατικά την καθιερωμένη ανά Παρασκευή άνοδο των μουσουλμάνων γυναικών της πόλης μέχρις εκεί, για θρησκευτικούς λόγους αλλά και για την αναψυχή τους. Στη διπλανή carte postale απαθανατίζεται μια παρόμοια περίπτωση από τα Χανιά. Η ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου ονοματοδοτήθηκε από τον εβλιγιά πολύ πρώιμα, αφού το τοπωνύμιο αναφέρεται σε έγγραφο ήδη από το έτος 1743. Τα οστά αποκομίστηκαν μετά από εκταφή από τους Τουρκορεθύμνιους που αναχώρησαν τα έτη 1924-25 με την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή ο Κ. Ράλλης θα ερευνήσει και την περίπτωση του Σκουλή Μπαμπά, τον οποίο αναφέρει στις μελέτες του ως Ατζίκ Μπαχ Μπαμπά. Ο γνωστότερος στους Ρεθεμνιώτες ως Σκουλή Μπαμπάς καταγόταν κατά τον Μιχάλη Παπαδάκη από την Μπουχάρα της Περσίας και διετέλεσε κατηχητής του Ισλάμ. Ζούσε ασκητικό βίο, μόνος, χωρίς μόνιμο τόπο διαμονής. Στο δεξί του αφτί είχε κρεμασμένο ένα χάλκινο σκουλαρίκι, σημάδι παρθενίας. Δεχόταν φιλανθρωπίες όχι τόσο τον εαυτό του όσο για άλλους ενδεείς, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Ονομαστή ήταν η αγάπη του για τα ζώα. Οι Τουρκορεθύμνιοι τον είχαν «αγιοποιήσει» εν όσω ακόμα ζούσε. Όταν γέρασε, έχτισαν για τη στέγασή του στη νοτιοανατολική άκρη των μουσουλμανικών νεκροταφείων ένα σπιτάκι, το οποίο και μετέτρεψαν μετά το θάνατό του σε τουρμπέ. Σε θήκη πάνω από τον τάφο του τοποθέτησαν τα μοναδικά του υπάρχοντα, το σκουλαρίκι, ένα πράσινο μαντίλι και ένα μικρό πέλεκυ και απ’ έξω ανήρτησαν δύο επιγραφές. Τα οστά του βρίσκονται σήμερα στο μουσουλμανικό νεκροταφείο της Σμύρνης.

Με την ευκαιρία θα υπενθυμίσω ότι στη γειτονιά μου (Σχολή Χωροφυλακής)  σώζεται, χάρη στην ευαισθησία του Μανόλη Βογιατζάκη, η απόληξη μιας επιτύμβιας μουσουλμανικής στήλης από τον τεκέ Χασάν Μπαμπά με μορφή τουρμπανιού. Τον περασμένο μήνα βρέθηκα στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας (Konya) και συγκινήθηκα όταν είδα πολλά αλλά πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων τουρμπάνια, όμοια όμως με το ρεθεμνιώτικο, στον τάφο του ιδρυτή του δερβισισμού Mawlana Jalal Al-Din-Rumi. Όμως για τον δερβισισμό και για τα όσα είδα κι έμαθα εκεί επιφυλάσσομαι για το μέλλον.

Έγραψα στην αρχή της στήλης ότι ο Ράλλης διακρίνεται για τη δοτικότητά του, ένα καλό κριτήριο επιστημοσύνης. Οι σοβαροί ερευνητές δεν κρύβουν για τον εαυτό τους αρχειακά υλικά, με την ελπίδα της χρησιμοποίησής τους σε κάποιο αδιόρατο μέλλον, αλλά τα κοινοποιούν σ’ εκείνους που πιστεύουν ότι έχουν την ικανότητα και την ετοιμότητα να τα χρησιμοποιήσουν. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και μ’ αυτόν, ο οποίος μου κοινοποιεί οτιδήποτε πιστεύει ότι θα μπορούσε να μου χρησιμεύσει, και ασφαλώς δεν θα το κάνει μόνο σε μένα. Προσωπικά υπολογίζω ότι μου έχει στείλει περισσότερα από εκατό ηλεκτρονικά μηνύματα, στα περισσότερα από τα οποία μου προσφέρει οπτικό υλικό για τις ξεναγήσεις μου και σε ελάχιστα μου ζητάει αν έχω κάτι σχετικό με τις έρευνές του. Για παράδειγμα, μου έχει κοινοποιήσει έναν πολυτιμότατο κατάλογο των μουσουλμάνων Ρεθεμνιωτών που ανταλλάχτηκαν το 1923-24 (στη φωτογραφία μία από τις σελίδες του, καταχωρισμένοι κατά χωριά και με τα επαγγέλματά τους στη δεξιά στήλη).

Οι αναγνώστες θα μου επιτρέψουν σήμερα να του κάνω κι εγώ ένα δώρο-αίνιγμα, όπως το είχα κάνει παλιότερα με τον Μάνο Γοργοράπτη, με μια φωτογραφία κουρείου στην περίπτωση εκείνη, από την οποία είχε καταφέρει να αναγνωρίσει ποιος ήταν ο επαγγελματίας που είχε απαθανατιστεί. Σήμερα θα του χαρίσω μια φωτογραφία από την προβολή-παρουσίαση που έκανε προ ημερών ο καλός δημοσιογράφος του Economist Brus Clark στο Βρετανικό Συμβούλιο (γι’ αυτόν, βλ. Καθημερινή, φ. 15-10-2023) με θέμα την ιστορία μιας από τις ιστορικότερες μουσουλμανικές οικογένειες του Ρεθύμνου, που συνέχισε τη ζωή της μετά την Ανταλλαγή στη Μικρασία. Το ερώτημα-κουίζ στον Κ. Ράλλη είναι ποια ήταν αυτή η οικογένεια, από τη ζωή της οποίας είναι παρμένη η παράπλευρη φωτογραφία, και ποιους δείχνει. Είμαι σίγουρος ότι θα το απαντήσει ταχύτατα, αφού φροντίζει να διατηρεί και να ενισχύει στη Μικρασία ένα ευρύ δίκτυο πληροφορητών, με τους οποίους αλληλοτροφοδοτείται.

Οι αναγνώστες θα μου επιτρέψουν να του κάνω και μια παραίνεση, ως αρχαιότερος στον χώρο της έρευνας και πολύ πιθανόν και στην ηλικία. Χαίρομαι σαν να είναι δική μου επιτυχία τις δημοσιεύσεις του σε τουρκικά περιοδικά, όπως αυτή της εικόνας. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί θα του εφιστούν την προσοχή στο να μη χρησιμοποιούνται προπαγανδιστικά οι εργασίες του στην Τουρκία, όπως κι ότι δεν θα λείπουν κάποιοι συνωμοσιολόγοι που θα του μιλούν για δήθεν διατύπωση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων από τους απογόνους των Τουρκορεθυμνίων, μερικοί από τους οποίους επισκέπτονται ανελλιπώς τον γενέθλιο τόπο (η περίπτωση του Αλή Βαφή Σελιανάκη είναι οπωσδήποτε ιδιάζουσα). Ας κλείσει τ’ αυτιά του κι ας συνεχίσει απτόητος τον δρόμο του, όντας βέβαιος ότι εκείνοι που ξεχωρίζουν τους ανθρώπους είναι οι εθνικισμοί, κι όχι βέβαια η ιστορία, η μόνη που έχει τη δύναμη να τους μονιάσει. Κι αν τον καλέσουν σε ισλαμικά συνέδρια τέχνης ή ακόμη από το Ίδρυμα «Mevlana Museum» για ομιλία, όπως εμένα παλιότερα, που αρνήθηκα και το μετάνιωσα στη συνέχεια, ας μην αρνηθεί. Οι έρευνες και η αλληλογνωριμία των ανθρώπων είναι τελικά οι μοναδικές γέφυρες που μπορούν να χτιστούν επάνω από την κοινή θάλασσα που μας χωρίζει με τους Τούρκους και που μας έχει στο παρελθόν θαλασσοπνίξει.

Θα κλείσω με την υπενθύμιση της υπόσχεσης που μου έχει δώσει να συνδιοργανώσουμε έναν ιστορικό περίπατο στα χωριά της Αμπαδιάς. Κι αυτό γιατί πιστεύω ότι την εποχή μας οι ατομικές συνεισφορές έχουν πεπερασμένα όρια και περισσότερο απαραίτητες και κρίσιμες είναι οι συνέργειες. Κι επίσης, επειδή είναι από τους πιο πιστούς συμμετέχοντες και ανατροφοδότες στις ξεναγήσεις μου (ακόμα και επί κορωνοϊού!) και κάποια στιγμή θα πρέπει κι εκείνος ν’ ανακαλύψει εναλλακτικούς τρόπους προσφοράς των πορισμάτων των ερευνών του, πιο ενδιαφέροντες και διαδραστικούς από τα γραπτά κείμενα. Θα τον παροτρύνω επίσης και από αυτή εδώ τη θέση να φροντίσει να περάσει τις πιο ολοκληρωμένες από τις εργασίες του σε. μορφή βιβλίων, αφού εκείνη των εφημερίδων είναι, όπως ακριβώς το λέει η λέξη, «εφήμερη». Θα συνοδεύσω τέλος τα παραπάνω με μια διαπίστωση, ανάλογη μ’ εκείνη που είχα διατυπώσει για τους Μ. Γοργοράπτη και Γ. Παπαδοπετράκη, ότι δηλαδή είναι ένας ερευνητής «…μεθοδικός, ακούραστος, οργανωτικός κι έχει καλή κατανομή δυνάμεων». Απ’ αυτόν περιμένουμε πολλά ακόμη, για την πιο άγνωστη ιστορική περίοδο του Ρεθύμνου.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ