ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Η θεία δίκη (Της Κατερίνας Βοτζάκη)

0

Ανεμάθρωπος ο άντρας της Βαγγελιώς από πάντα του. Το μόνο που τον ένοιαζε, ήταν να βρει παρέα και να πίνει μέχρι το πρωί. Πολλές φορές είχε ξυπνήσει τη γυναίκα του, μέσα στα άγρια χαράματα για να μαγειρέψει, να φάει αυτός και η παρέα του, χωρίς να ρωτήσει, αν θα είχανε να φάνε τα παιδιά του, την επόμενη μέρα. Χόρτα τα τάιζε μέρες πολλές και ο κύριος ήθελεαυγουλάκια  και κανένα κοψίδι, που αγόραζε μόνο για τον εαυτό του. Τα παιδιά μαζευόταν γύρω από το τραπέζ,ι όταν έτρωγε ο πατέρας τους, με τα σάλια τους να τρέχουν. Εκείνος τα έβριζε και τα έδιωχνε, γιατί του έκοβαν την όρεξη και  έτρωγαν και καμιά σφαλιάρα αδέσποτη. Τον τελευταίο καιρό, στην παρέα των μπεκρήδων ήταν και μια γυναίκα…

-Χήρα είναι η ατσιποδιαρέ, και τηνε παίρνουμε  να περνά η γι-ώρα τζη. Είναι καλή και σοβαρή γυναίκα και να τηνε σέβεσαι… είπε στη Βαγγελιώ, ο άντρας της ….Χρυσή τηνε λένε…

-Ήντα σοβαρή γυναίκα, μου λες άντρα μου, που  κλουθά τω –ν-αντρώ τσι βραδιές και μπεκροπίνει… και τσιπροάλες είδα και το Μιχελή και τσιπιανε τα μ-πούθια…

- Ετούτονα να μη ντο ξαναπείς, μωρή βρωμιάρα που είσαι ικανή, να πεις εσύ για κεινη να, τη γυναίκα, μαγάρι να τσι ‘μοιαζες στο μικιότζη δαχτυλάκι…

Μέρες είχε να της μιλήσει και είχε βρει την ησυχία της, ούτε παρέες, ούτε ξυπνήματα μέσα στη νύχτα. Αλλά τα ωραία κρατάνε λίγο…

Παραμονή του Ευαγγελισμού ήτανε… Η πόρτα άνοιξε και ο άντρας της με τη γνωστή παρέα, στρογγιλοκάτσανε και περιμένανε τη Βαγγελιώ να σηκωθεί  και να τους περιποιηθεί.

-Γυναίκα, θέλανε να  κοπιάσουνε στο σπιτικό μας, για να σου ευκηθούνε για τη γιορτή σου που ξημερώνει.

-Δε ν-εχω πράμα να τονε ψήσω, γιάντα μου τσι ‘φερες, δε ντο κάτεχες πως δε ν-έχουμε να φάμενε; Να τσι πάρεις και πιαίνεται  από ‘πα, ακούεις; ...του είπε όσο πιο σιγά μπορούσε η Βαγγελιώ.

-Ηντα  μ’ απηλογάσαιμωρή, ε, κατέειςπιου μιλείς; Του άντρα σου μιλείς ετσά; Βγες όξω να τσι τρατάρεις να μη σε κάμω μαύρη στο ξύλο.

Βγήκε η Βαγγελιώ με το χαμόγελο όπως πάντα, τηγάνισε αυγά, έφερε ελιές και ότι άλλο θα έτρωγαν τα παιδιά της την επομένη. Πονέσανε τα πόδια της να ανεβοκατεβαίνει στο υπόγειο να γεμίζει κρασί τις κανάτες…

Την τελευταία φορά όταν ανέβηκε είχαν φύγει όλοι, μόνο  ο άντρας της ήταν πεσμένος στον καναπέ, αγκαλιά με τη χήρα…

-Δε ντρέπεσαι, ήντα άντρας είσαι ‘συ, μέσα στο κονάκι σου κάνεις τέθοια πράματα, δε σέβεσαι ούτε ‘μένα ούτε τα κοπέλια σου;… Και ‘συ μωρή, ετσά μπαίνεις ανάμεσα στσι οικογένειες και τσι χαλάς;

-Πως τσι μιλείς ετσά, ετούτηνε είναι η γυναίκα μου από ‘πα και πέρα και σύ όξω από το κονάκι μου.

-Ήντα λες άντρα μου και που θα τα πάω τα κοπέλια;

-Να τα πάρεις και φύγεις από επαέ, μα γω θα κάμω άλλα, με τη καινούργια γυναίκα μου.

Έξω την πέταξε το πρωί μαζί με τα παιδιά του  και έκλεισε την πόρτα με δύναμη. Βοηθούσε και η χήρα σε όλη τη διαδικασία, με μεγάλη της χαρά.

Κανένας δε βρέθηκε να τη βοηθήσει, γιατί όλοι φοβόταν την αντίδραση του ανεμαθρώπου.

Κανείς δεν ήθελα να τα βάλει με έναν άθρωπο, που χωρίς λόγο έβγαζε τα μπιστόλια και πυροβολούσε εδώ κι’ εκεί…

Περπατούσε δυο μέρες μαζί με τα παιδιά, η Βαγγελιώ και έφτασε στη χώρα επιτέλους. Τα παιδιά ήταν πεινασμένα και το μικρότερο είχε και πυρετό. Την βοήθησε μια γυναίκα που την είδε έτσι απελπισμένη να πάει στο νοσοκομείο και στο δρόμο της είπε όλη την ιστορία της  και για ποιο λόγο βρίσκεται με τα παιδάκια της στους δρόμους… Η άγνωστη γυναίκα συγκινήθηκε με αυτά που άκουγε, συμπάθησε την όμορφη νέα μάνα που δεν είχε στον ήλιο μοίρα…

-Μη στεναχωριέσαι κοπέλα μου, της είπε, κάτι θα κάνω για την περίπτωση σου, εγώ είμαι δικηγόρος και γνωρίζω πολύ κόσμο… κάπου θα βρούμε μια δουλειά, θα μεγαλώσεις και θα σπουδάσεις τα παιδιά σου και όσο για τον κύριο, άστο πάνω μου, θα τον περιποιηθώ εγώ...

Μέσα σε πολύ λίγο καιρό, η Βαγγελιώ  είχε βρει δουλειά,με τη βοήθεια της δικηγορίνας, που της είχε παραχωρήσει ένα παλιό σπίτι και έμενε με τα παιδιά της. Τα μικρά είχαν τρελαθεί από τη χαρά τους, για όλα αυτά που  έβλεπαν και ζούσαν και ποτέ δεν αναζήτησαν το χωριό και τον πατέρα τους.

Το διαζύγιο δεν το αρνήθηκε ο λεγάμενος, γιατί είχε ζόρι να αποκαταστήσει, το όνομα της χήρας…

Η ζωή της Βαγγελιώς πήγαινε από το καλό στο καλύτερο και είχε κάνει πολλές φίλες, που την αγαπούσαν πού. Τα παιδιά προόδευαν στο σχολείο και σε διάφορες δραστηριότητες και η δικηγορίνα, η κυρία Ελένη, ήταν σαν οικογένεια τους πια.

Έκτακτο περιστατικό είχαν στο νοσοκομείο που δούλευε η Βαγγελιώ, ως καθαρίστρια. Ένας άντρας και μια γυναίκα από το διπλανό χωριό, ήταν νεκροί.

Νιόπαντρη, είπαν ήταν εκείνη, αλλά τους τσάκωσε ο άντρας της, με τον καλύτερο του φίλο και τους σκότωσε. Έγκλημα πάθους… έλεγε ο κόσμος… αυτή ήταν χήρα του Γιωργικού, και την  λέγανε Χρυσή και ο άλλος ήτανε ο Μιχελής του Αποστοστολογιάννη, ο γιος…

Η Βαγγελιώ ανατρίχιασε στο θέαμα και έκαμε το σταυρό της. Εδώ είναι η κόλαση και ο παράδεισος σκέφτηκε και συνέχισε τη δουλειά της .

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΟΤΖΑΚΗ

 

οι μαντινάδες και οι στίχοι που στείλατε με τη λέξη, νάμι:

Μπακιρτζής Δημήτρης-Τζανοδημήτρης (ΠεμόνιαΑποκορώνου Χανιά)

Το νάμι σου εφτερούγησε και βγήκεν’ απ’ τη γ- Κρήτη

και τσι καρδιάς σου οι γι-ομορφιές, καλύψαν το μ-πλανήτη.

 

Ζαχαριουδάκης Γιάννης (Γαλιά Μεσσαράς Ηράκλειο)

Χρωστώ τα πάντα στσι γονείς, που μου ‘χουνε συντράμει

και μου ‘δωκαν κληρονομιά, σα θησαυρό, το νάμι.

 

Βαρδιδάκη Ερήνη (ΑλώνεςΡέθεμνος)

Σε τούτη φως μου τη ζωή, πρόσεξε ποιος σ΄αγγίζει

ο καθαής το νάμι ντου, αμοναχός το χτίζει.

 

Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφατσίου Ηράκλειο)

Ένα το νάμι στο χωριό, τα κάλη τα δικά σου

και ξεκουζουλαθήκανε, τα συνομήλικα σου.

 

Γαριπαντώνης (ΝύβριτοςΜεσσαράς Ηράκλειο)

Σα ν-έχει νάμι ο άθρωπος,  ευγένια και τρόπους

είναι και πάντα σεβαστός ανάμεσα στσ’ αθρώπους.

 

Σκυβάλου-Κορνάρου Κατερίνα (ΜουρτζανάΜυλοποτάμουΡέθεμνος)

Σε ξένο ν-τόπο βρέθηκα , μα ‘ναι το νάμι μ’ ένα

γιατί δε γ-κάκιωσε ποτές, με άθρωποκιανένα.

 

Ζουρμπάκης Γεώργιος, Ρέθυμνο

Είναι γυναίκες έξυπνες που νου δεν έχουν δράμι

αυτές ποτέ ώστε να ζουν δε θ’ αποχτήσουν νάμι.

 

Πρικάκη Μαρία (Φιλιατρά Μεσσηνίας)

Τι να τα κάνεις τα λεφτά, τα κάλη και τα πλούτη

αν’ είν’ το νάμι σου κακό, εις τη ζωή ετούτη.

 

Πλεμένος Γιώργος-Μαυρόλυκος (Αγιά ΜυλοποτάμουΡέθεμνος)

Όπου βρεθούν θα τους κλουθά, σ’ ούλης τση γης τσι τόπους

το νάμι που ‘ποφάνισετσ’ αδυνατούς, αθρώπους.

 

Πυρουνάκης Μιχάλης (Αθήνα)

Καθάρια την παλάμη σου, κράθιε και την καρδιά σου

να ‘ναι καλό το νάμι σου π’ αφήνεις στα παιδιά σου.

 

Ψαθόπουλος Λεωνίδας (Αθήνα)

Το νάμιαπού οι πράξεις σου, σου έχουνε δοσμένο

θαρρώ αγγέλοι τ’ ουρανού, σου το ‘χουν ξομπλιασμένο.

 

Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανιά)

Δακρύζω κι’ έρχεται η βροχή, στο κλάημα να συντράμει

γι’ αυτό ‘χει στο χατίρι τση, η μοναξιά μου, νάμι.

 

Φανουράκης Ηλίας (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηράκλειο)

Ένα είναι το νάμι σου, από ‘που κι’ αν περάσεις

γιατί ‘βρες τρόπο ευωδιές, αθέ μου να μοιράσεις.

 

Σπυριδάκης Μιχάλης (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηράκλειο)

Κιανείς σε τούτη τη ζωή, παντοτινά δε μένει

γι’ αυτό ν’ αφήνει καθαρό, το νάμι που πομένει.

 

Λιονής Γιάννης (ΑτσιπόπουλοΡέθεμνος)

Έβγαλες νάμι καθαρό στο διάβα τση ζωής σου

γιατί βαστάς τη ν-αθρωπιά συνέχεια μαζί σου.

 

Γλυνιαδάκη Δήμητρα (Χανιά)

Από τα βάθη τση ψυχής, να έχεις τη ν-ευκή μου

νάμιν΄αφήνεις όπου πας, κι’ όπου βρεθείς, παιδί μου.

 

Λεώνης Γιάννης (Αθήνα)

Ντρέτα, πορπάθειε στη ζωή και μη λοξοστρατίσεις

καλλιά ‘ναι κι’ απ’ τ’ ασημικά το νάμι που θ’ αφήσεις.

 

Σηφάκης Λευτέρης (Αθήνα)

Ο καθαής στη ν-αθρωπιά,καλο ‘ναι να συντράμει

ν’ αφήσει αξοπίσω ντου, καλό για ‘κείνον, νάμι.

 

Πολιτάκη Χαρούλα( ΚάλυβοςΜυλοποτάμουΡέθεμνος)

Το μερακλή στσι χάρες του, άλλος δε ντο ‘ναι φτάνει

έχει αθρωπιά και σεβασμό και του κλουθά το νάμι.

 

Νικηφόρος Νικόλαος (ΑξόςΜυλοποτάμουΡέθεμνος)

Νάμι ‘χει δώσει στο χωριό, κι’ όπου κι’ ανε μ-προβάλει

την αποκαμαρώνουνε, ούλοι μικροί μεγάλοι.

Σηφάκης Γιώργης – Σιμισακογιώργης (Ρέθεμνος)

Όταν θα φύγει ο άθρωπος, πάει η ζωή χαράμι

σα δεν αφήσει πίσω του, ένα σπουδαίο νάμι.

 

Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)

Αφού δε ν-εκατάφερα, στη ζήση να πλουτίσω

κληρονομιά το νάμι μου, στσι γόνους μου θ’ αφήσω.

 

Μιχελάκης Μανόλης (Αθήνα)

Νάμι αν έχεις στη ζωή, πολλά καλά αν κάνεις

ούλοι για σένα θα μιλούν, μετά που θα ποθάνεις.

 

Καλλέργης Γ,Κωστής –Κ.Ι.Γ.Κ (Λούτρα)

Κάθε που φεύγει μια ψυχή, σαν δεν αφήνει νάμι

όλη η ζωή τζη πέρασε, άδικα και χαράμι.

 

Αραπλή Βούλα (Ρέθεμνος)

Το νάμι κάθε λουλουδιού, είναι η μυρωδιά ντου

τ’ αθρώπουειν’ τ’ άρωμα, που έχει τ’ όνομα ντου.

 

ΒοτζάκηΚατερίνα(Ρέθεμνος)

Σ-χαράς τονεαπού πατεί, στη ξέρα και αθίζει

κι’ απού βαστά απ’ τη χέρα ντου, το νάμικαι βαδίζει.

 

Το επόμενο μας θέμα είναι η λέξη, κέντησα ( άναψα σαν τη φωτιά) και το μεθεπόμενο , σώχωρο (περιβόλι έξω από το σπίτι).

Στέλνετε στα τηλέφωνα  6981572714   6977185491.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ