ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Το καλοαναθρεμμένο (Της Κατερίνας Βοτζάκη)

0

Ο Μιλτιάδης, δεν περίμενε να λαλήσει ο πετεινός για να ξυπνήσει.

Έπρεπε να προλάβει την μάνα του πριν αρμέξει τις κατσίκες. Ήθελε να πιει ζεστό , ζεστό  το γάλα του. Βοηθούσε τη μάνα του, να φτιάξουνε τα ‘’ζούμπερα’’ και  μετά πηγαίνανε στο σπίτι. Μέχρι να βράσει το γάλα η μάνα του, ο Μιλτιάδης ξυπνούσε τη μικρότερη αδερφή του και ντυνόταν για το σχολείο.

Η Αρετούλα ήταν έτοιμη με τη μπλε ποδίτσα της, με το άσπρο γιακαδάκι και τα ξανθά σγουρά μαλλάκια της πιασμένα με κορδελίτσα. Την καμάρωνε την αδερφή του και την έβαζε με το ζόρι να πιεί το ζεστό γάλα της, μα εκείνη στραβομουτσούνιαζε.

-Αρετούλα μου, άλλα κοπέλια, δε ν-έχουνε τούτονε το ζεστό γαλατάκι,να το πιούνε και συ κάνεις τα κακορέξια σου;

-Καλά σου λέει ο αδερφός σου Αρετή μου, άντε κοπελιά μου, να μη ν-αργήσετε για το σκολειό…Μη ξεχάσετε το κολατσιό σας, σας έχω βράσει αυγουλάκια, έχω βάλει και ψωμάκι.

-Μάνα να σου πω ένα μ-πράμα;

-Ήνταπεθυμάς κοπέλι μου, να μου πείς;

-Άμα σου περισσεύει γάλα το πρωί, να μου το βάνεις σε ΄να μπουκάλι και κιανέναπαξιμαδάκι και αυγουλάκια παραπάνω, δε κατέω μάνα ήντα με πιάνει στο σκολειό και λυσσιώτση πείνας.

-Να σου βάλω το γάλα κοπέλι μου, άμα πεινάς τόσονα πολύ. Αυγουλάκια αύριο , δε μ-προλαβαίνω εδά.

Φύγανε για το σχολειό τα πιτσιρίκια και η μάνα για τα χωράφια με τον άντρα της.

Κάθε πρωινό γινόταν το ίδιο, ο Μιλτιάδης έπαιρνε το παραπάνω κολατσιό για το σχολείο, αλλά τα, μεσημέρια που, γυρνούσε στο σπίτι, ήταν τόσο πεινασμένος που έτρωγε και πέτρες.

Ένα μήνα γινόταν αυτό το βιολί και η μάνα ήταν χαρούμενη που το παιδί της είχε όρεξη και έτρωγε το καταπέτασμα.

-Μόλις φύγουνε τα κοπέλια για το σκολειό, άντρα μου θα πάω στη Μαρούλα, να τση πάω λιγάκι κρέας από το χοίρο που σφάξαμε ψες, να το ψήσει τω γ-κοπελιώτζη. αύριο που ‘χουμε Αποκρές. Από τότες που πόθανε ο κακομοίρης ο άντρας τση, τσηλείβουνται πολλά πράματα.

-Να πάεις γυναίκα και όντε ξεμπλέξεις, έλα να με βρείς , στο χωράφι. Βάστα τση και κιανένα όσπριο, κατέεις εσύ ήντα σου περισεύγει.

Φορτωμένη έφτασε στο σπίτι της Μαρούλας, η Χρυσή…

-Να ΄σαι καλά Χρυσή μου, κι’ ο Θεός να σας σε  βλέπει κι’ εσάς και τα κοπέλια σας. Απ’ όντα έχασα το ν-άντρα μου, έχασα τη γης κάτω από τα πόδια μου, μα που θα πάει σιγά σιγά θ’ αναντρανίσω.

-Ότι χρειαστείς Μαρουλιώ μου , επαέ είμαστε, όπου μπορούμε.

-Δ ε γ-κάνεις και λίγα Χρυσή μου, μόνο το γάλα και το φαί που τρώνε τα κοπέλια μου στο σκολειό, φτάνει και περισεύγει.

-Μα ήνταλέειςεδάΜαρουλίω μου, δε γ-κατέω πράμα.

-Δε γ-κατέεις πράμα; Μα δε μπορεί, αφού κάθε πρωί το δίδεις στο Μιλτιάδη και στη ν-Αρετούλα σου και το ντο πιαίνουνε στο σκολειό και τρώνε τα κοπέλια μου. Είχα μια αίγα μα μου ψόφησε και το στερούνται τα κοπέλια μου το γάλα, η αλήθεια είναι.

-Εδά κατάλαβα γιάντα γυρίζουνε από το σκολειό, λυσσιασμένα τσηπείνας…πίστεψε μου Μαρουλιώ μου δε ντο κάτεχα , πως τα κοπέλια μου, το κάμανε ετούτονα το πράμα. Είδες κιαμιά φορά τα κοπέλια , σκέφτουνται καλλιά από τσι μεγάλους.Ανέ ντο κάτεχα Μαρουλιό μου, θε να σου το φέρνω το γάλα, στο κονάκι σου να το διαρμηστείς του λόγου σου, όπως έπρεπε, μα δε ντο σκέφτηκα και να με συμπαθάς…

Η μάνα δεν είπε τίποτα στα παιδιά της, όμως ήταν πολύ χαρούμενη για όλο αυτό που σκέφτηκαν, μόνο στον άντρα της το είπε και αποφάσισαν να κάνουν κάτι καλύτερο.

Όταν γύρισε ο Μιλτιάδης από το σχολείο, είδε τη μια κατσίκα τους δεμένη στο φράχτη του σπιτιού.

-Μάνα, γιάντα έχεις δεμένη τη ροδομάγουλη, όξω;

-Τι μέρα έχουμε σήμερο, Μιλτιάδη μου;

-Τ’ Αγι’ Αντωνιού, μάνα.

-Και ποιος γιορτάζει, γιέ μου;

-Ο Αντώνης ο φίλος μου, μάνα,τσηκερα-Μαρουλιώς.

-Λέω να του κάμεις ένα δώρο, να του πάεις τη ροδομάγουλη, να τη ν-αρμέγει η Μαρούλα και να πίνει το γάλα ο Αντώνης  με το Σταυράκη. ‘Ηνταλέεις και συ, αφού έχουμε και τη ν-άλλη την –ν-αίγα, του λόγου μας και θα έχουμε το γάλα μας,γιάντα να μη ν- έχουμε κι’ αυτοί το δικό ντονε.

Χοροπηδούσε από τη χαρά του ο Μιλτιάδης αλλά και η Αρετούλα και το απογευματάκι, πήγαν την κατσίκα στο σπίτι της Μαρούλας, την έδεσαν στη λεμονιά και μπήκαν νακάνουν τα χρόνια πολλά στο φίλο τους.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΟΤΖΑΚΗ

Οι μαντινάδες και οι στίχοι που στείλατε με τη λέξη, κέντησα:

Σπαντιδάκη Χρυσούλα (Ρέθεμνος)

Εκέντησε  το μπέτη  μου, η φλόγα  του  σεβντά σου

και ‘καμαν στάχτη τη  γ-καρδιά  τα  κατορθώματα σου.

Τσιτσιγιάννης Γιάννης (Βόλος)

Είσ’ η φωθιά που άρπαξα  και  μου κεντά το σώμα

που άθο με κατάντησες, μα σε ζητώ ακόμα.

Αραπλή Βούλα (Ρέθεμνος)

Εκέντησε μου η καρδιά,στσ’ αγάπη σου το πάθος

κι’ εγίνηκε στο στεναγμό, κάουδο, στάχτη κι άθος.

Πυρουνάκης Μιχάλης (Αθήνα)

Μέσα στον κρύγιο και κεντώ, που ‘χω τη θύμησή σου

ώφου που να ‘σαι και κοντώ τι ‘ναι στη ν-εδική σου.

Ψαθόπουλος Λεωνίδας (Αθήνα)

Ξερά τα φύλλα τση καρδιάς, κεντήσαν στο σεβντά σου

και ανέ φύγεις πες μου ποιος, θα σβήσει τη φωθιά σου.

Ζαχαριουδάκης Γιάννης (Γαλιά Μεσσαράς Ηρακλείου)

Λόγος κακός , απού κεντά και μια φωθιά ανάφτει

αγάπη, έρωντα, φιλιά, πληγώνει και τα βλάφτει.

Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφατσίου  Ηράκλειο)

‘Αψεφωθιά και κέντησε, κι’ ότι ‘χαμε το  ‘καψε

δε θα ‘ναι η πρώτη σου φορά, να με πεδεύγεις, πάψε.

Ζουρμπάκης Γιώργης (Ρέθυμνο)

Εκέντησε μου τη γ-καρδιά η λαύρα η μαθιά σου

και εδά θα κατηγορηθώ για εμπρησμό και ξάσου.

Σκουντριδάκης Σήφης (Κουρνάς Αποκορώνου)

Ακοίμηση κι αδλαμαστη τση νιότης σου η τίγρη

κι οντέ βριχά, κεντά ουρανούς και γίνεται η τύρβη.

Καλλιτσουνάκη Γιάννα (Ρουμπάδο Ρέθεμνος)

Ποιανής το δάκρυ σκούπιζες, σταλιά μη μ-πέσει χάμε

και το δικό μου έκαμες, καντήλι και κεντάμε.

Μουλουδάκης Γιάννης (Αλόιδες Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)

Βεζίνα να με λούσουνε, δε θα κεντήσω, φως μου

άμα σε δω παίρνω φωθιά, μικρή μου μοναχός μου.

Γαριπαντώνης (Νύβριτος Μεσσαρά Ηράκλειο)

Εκέντησές μου το κορμί, κι’ έλιωσε όπως λιώνει

στο μανουάλι το κερί και στη γ-κορφή το χιόνι.

Σκυβάλου-Κορνάρου Κατερίνα (Μουρτζανά Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)

Εκέντησα και δε μπορώ, τη λαύρα μου να σβήσω

μόνο τ’ αγγέλου  π’ αγαπώ, τα χείλια να φιλήσω.

Αλεβυζάκη Ειρήνη (Αλώνες Ρέθεμνος)

Εκέντησε νε ο σεβντάς, τα φύλλα τση καρδιάς μου

κι’ εσύ ‘σ’ αιτία κι’ αφορμή, μικιό μου τσηφωθιάς μου.

Λιονής Γιάννης (Ατσιπόπουλο Ρέθεμνος)

Επέρασες και κέντησες φωθιά, πάνω στο σώμα

και σιγοκαίει με ο σεβντάς, εις το κορμί ακόμα.

Πρικάκη Μαρία (Φιλιατρά Μεσσηνίας)

Λυπήθηκα που έμαθα, πάλι για νέους φόρους

γέμισ’ ο τόπος άστεγους, άνεργους και απόρους.

Μα όταν έρθει η στιγμή, που ο Έλληνας κεντήσει

τότες κανείς δε θα μπορεί, να τονε σταματήσει.

Χατζόπουλος Ι. Δημήτριος (Λείβαδος  Ρεθύμνης)

Τα μέσα μου κεντήσανε με τ’ αναντράνισμά σου

πράμα δε γ-καίει πλιότερο εδά  ‘που το σεβντά σου.

Σπυριδάκης Μιχάλης (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηράκλειο)

Στο ν-έρωντα σου κέντησα και η φωθιά με λίωνει

κι’ όμως δε θέλω με νερό, άθρωπος να σιμώνει.

Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)

Εις του σεβντά σου τη φωθιά, κέντησα και με λειώνει

και πράμα απ’ το θάνατο, μπλιό μου δε με γλιτώνει.

Σηφάκης  Λευτέρης  (Αθήνα)

Στο ν-έρωντατζηεκέντησα σα τζη Λαμπρής λαμπάδα

κι’ όνειρα έκαμα πολλά, κι’ αληθινά δε ντα ‘δα.

Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανιά)

Αφού ‘ναι η αγάπη τζη, φωθιάγι’ αυτό ελπίζω

το ερωντικό μου αύριο, μέσα τζη να κεντίζω.

Σηφάκης Γιώργης – Σιμισακογιώργης (Ρέθεμνος)

Ρίξε  να γ-ξύλο στη φωθιά, να ιδείς πως θα κεντήσει

μοιάζει καρδιάς που καίγεται, κρυφά σαν αγαπήσει.

Καλλέργης Κωστής Κ.Ι.Γ.Κ (Λούτρα Ρέθεμνος)

Ω, το μπαντέμο το σεβντά, μα με τη τρέλα μοιάζει

με δίχως φλόγα σε κεντά, δίχως μαχαίρι σφάζει.

Λεώνης Γιάννης (Αθήνα)

Το φύλαγες στη φεύγα σου, ετσαλοής, ραέτι

το γειά σου, τέλος, για χαρά, να μου κεντούν το μπέτη.

Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθεμνος)

Με μια φυσέσιοκέντησα, σεβντά στη  μάνιτά  σου

κι’ εδά  ‘μαι  ‘να  ξερόκλαδο στο τσαλοπάτημά σου.

Το επόμενο μας θέμα είναι η λέξη,σώχωρο και το μεθεπόμενο, τσάχαλος-τσαχαλητό.

Στέλνετε μέχρι Τετάρτη βράδυ στα τηλέφωνα  6981572714    6977185491.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ