Άρεσε το φαγητό του μπάρμπα-Βαγγέλη και δεν ήξερε πότε έπρεπε να σταματήσει.
Πολλές φορές κόντεψε να έχει σκάσει από το πολύ φαί. Η Ερασμία, η γυναίκα του, όλο τον μάλωνε.
-Βαγγέλη μου, αναμάζωξε λιγάκι τη γ-κοιλιά σου άντρα μου, θα σκάσεις κιαμμιά ν-ώρα , από το πολύ φαί και θα γελά ο κόσμος. Δε σκέφτεσαι που θα μ’ αφήκεις μοναχή σε τούτονε τον κόσμο, συγγενείς δε ν-έχουμε, κοπέλια δε μας έμπαιψε ο Θιος, ήντα θα γενώ η έρημη, παντέρμη;
-Γυναίκα εσύ φταίεις, που μαγερεύεις, ετσά νόστιμα φαητά.
-Άντρα μου, δε θωρείς τη γ-κοιλιά σου που αγγίζει στα γόνατα, μαντινάδες σου ‘χει βγαρμένες, ο Λευτέρης από το περαχώρι…
-Άσε μπρε γυναίκα τον κόσμο να γελά, εγώ κατέεις πως δε μ-πιάνω κακοσύνη, κι’ απόης ας ξανοίγει, ο Λευτεράκης τα δικά ντου, κι’ ύστερις να γελά με τσ’ άλλους…
Καλός άνθρωπος ο μπάρμπα-Βαγγέλης, αγαπούσε όλο τον κόσμο. Παντρεύτηκε πολύ μικρός, πριν πάει στο στρατό την έκλεψε την Ερασμία και την πήγε στη μάνα του. Αναγκάστηκε γιατί δεν τον ήθελε για γαμπρό του, ο πατέρας της, και την προξενεύανε με το γιο πλούσιου τσιφλικά. Παιδιά δεν έκαναν, μα δεν τον ένοιαζε, του έφτανε η αγαπημένη του γυναίκα, που τη λάτρευε.
Η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς ξημέρωνε και στο καφενείο του χωριού, θα κάνανε ρεφενέ.
Η Ερασμία πάντα φοβόταν στις σκολάδες, γιατί δε μπορούσε να ελέγχει τον άντρα της και τον πάλευε καμιά βδομάδα μετά, άρρωστο, πρησμένο και γκρινιάρη. Όλοι πήγαιναν τα φαγητά του, και αυτός ως καλοφαγάς, δοκίμαζε απ’ όλα, κι’ επειδή δεν μπορούσε να καταλάβει αν του άρεσε με τη μία, δοκίμαζε και δυο και τρεις…
Έτσι και σήμερα, έφαγε , με τη ψυχή του, όλα του αρέσανε, κι’ αυτά που μείνανε, αμαρτία να μείνουνε είπε, αύριο είναι Καθαρά Δευτέρα, πρέπει να τα καθαρίσουμε.
-Βαγγέλη, ήντα σου ‘πα πρι φύγουμε από το σπίτι, ε, γιάντα δε μου γροικάς, θα σκάσεις όπου νάναι… τον μάλωνε η Ερασμία…
Μα αυτός το χαβά του!
Αγκομαχούσε το βράδυ στον ύπνο του και η γυναίκα του νευριασμένη, σκέφτηκε πως θα ονειρεύεται το υπόλοιπο φαί που δεν τον άφησε να φάει, η τα αυριανά Σαρακοστιανά…
-Άχβρε Βαγγέλη που θα φτάξει το χάλι σου, κιαμιάν-ώρα θα ακουστεί το μπουμ από το Ψηλορείτη. Ο Θεός να μα σε λυπηθεί και τσι δυο.
Μα ο Θεός του είχε δώσει πολλές αναβολές, είχε προσθέσει πολλές φορές λάδι στο καντήλι του, μα τώρα στο μπουκάλι ήταν δυο σταγόνες ίσα ίσα.
Ένα αναστεναγμό, έβγαλε ο Βαγγέλης και ρούφηξε τις δυο σταγόνες λάδι, κι’ αποχαιρέτησε τα εγκόσμια…
Απαρηγόρητη η Ερασμία, την ώρα της κηδείας, έκλαιγε τον άντρα της με μαύρα δάκρυα και δεν καταλάβαινε τι περνούσανε οι κακομοίρηδες οι χωριανοί …
Σαν είκοσι άντρες τον σηκώσανε και ζοριστήκανε άσχημα. Και καλά, κακά τον πήγανε ως την εκκλησία, μα από την εκκλησία ως το νεκροταφείο, πως θα τον πηγαίνανε που ήταν ανηφόρα και έξω από το χωριό…
Πάνω σε τάβλες τον είχαν δεμένο μα και πάλι ξεσομάριζε, πότε από δω και πότε από κει… και η Ερασμία….
-Άντρα μου κι’ αντράκι μου, έφυγες Βαγγελάκη μου… και μείνανΣαρακοσθιανά, και θα τα δώκω του Μηνά… (του σκύλου).
Λες και το κατάλαβε ο συχωρεμένος, αναπήδησε η κοιλιά του στην ανηφόρα και κόντεψε να τους φύγει από τα χέρια και να πάρει κάτω το ρίζωμα, μα το γλιτώσανε την τελευταία στιγμή.
-Θωρώ εγώ να στοιχειώσει και να πάει να κρούψει το κακομοίρη το σκύλο κιανένα βράδυ…
είπε ένας από το πλήθος…
Πέρασε καιρός και η Ερασμία δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί τα πρωινά, έβρισκε τον σκύλο, πάνω στην ελιά, να κλαουρίζει και να αρνείται τα παρακάλια της, για να κατέβει, κάτω…
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΟΤΖΑΚΗ
Οι μαντινάδες και οι στίχοι που στείλατε με τη λέξη, σόχωρο:
Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανιά)
Καλιά ‘χω ένα σόχωρο και να ’μαι στη γ-καρδιά σου
παρά χιλιάδες στρέμματα, μέσα στη λησμονιά σου.
Σηφάκης Λευτέρης (Αθήνα)
Εγώ το σόχωρο, σαφή, θα το περιποιούμαι
γιατί θωρώ πιο άσκημους, καιρούς θα μα σε βρούνε.
ΣκουντριδάκηςΣήφης (ΚουρνάςΑποκορώνου Χανιά)
Θυμούμαι εις τα σόχωρα, στα λιόφυτα στσι γύρους
διαόλια, σκαρνέματα και πιάναμε τζιτζίρους.
Φανουράκης Ηλίας ( Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηράκλειο)
Σόχωρο κάνω τη γ-καρδιά και βιόλες θα φυτεύω
να σ’ αποδείξ’ αγάπη μου, το πόσο σε λατρεύω.
Κιουρτσιδάκη Νίκη (Φρατζεσκιανά Μετόχια Ρέθεμνος)
Στο σόχωρο σε φύτεψα και έχεις μαραζώσει
γιατί σε κήπους, όμορφους, βιόλα ‘χεις μεγαλώσει.
Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)
Στο σόχωροτση σκέψης μου, εγώ εφύτεψά σε
κι’ ούτε με νοιάζει πως εσύ, δε με αναστοράσαι.
Λιονής Γιάννης (ΑτσιπόπουλοΡέθεμνος)
Σα ντο καλό το σόχωρο, π’ ότι κι’ αν σπείρεις βγαίνει
ετσά ‘ναι κι’ καλή πρεπειά κι’ όπου περάσεις γιαίνει.
Πυρουνάκης Μιχάλης (Αθήνα)
Στο σόχωρο του μπέτη μου, σ’ έχω κανακεμένη
να ‘ναι πολλά τα έτη σου, ως είσαι θρονιασμένη.
Νικηφόρος Νικόλαος (ΑξόςΜυλοποτάμουΡέθεμνος)
Πως έχει ένα σόχωρο, μ’ αμπέλι κοτσυφάλι
ξανοίγει εις το ν-ταραχτά, σάικα να με βάλει.
Τσιτσιγιάννης Γιάννης (Βόλος)
Στο σόχωρο μες στση καρδιάς, μια βιόλα έχω βάλει
εσένα, τη ν-αγάπη μου, σαφή τη πιο μεγάλη.
Πλεμένος Γιώργος –Μαυρόλυκος (Αγιά ΜυλοποτάμουΡέθεμνος)
Σπόροι να ν-ήτον’ γη χαρές, να ‘χες να κάμεις Θέ μου
να φύτευγα στο σόχωρο, γέλιο να ιδώ ποτέ μου.
Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφατσίου Ηράκλειο)
Καλοσασμένοσόχωρο, γυρομπεντενιασμένο
είναι’ η καρδιά του μερακλή, κάθε φορά που μπαίνω.
Ψαθόπουλος Λεωνίδας (Αθήνα)
Έσαξα ένα σόχωρο μες στση καρδιάς τα μέρη
π’ ανθούν ερωντολούλουδα, χειμώνα, καλοκαίρι.
Μπακιρτζής Δημήτρης –Τζανοδημήτρης (ΠεμόνιαΑποκορώνου Χανιά)
Ζάλο το ζάλο, επάντηξα, το σόχωροτσ’ αγάπης
μα δε ν-εμάζωξα καρπούς, γιατί ‘μουν ξενομπάτης.
Καλλιτσουνάκη Γιάννα (ΡουμπάδοΡέθεμνος)
Στο σόχωροτσ’ αγάπη μας, βγαίνειχαράς φιντάνι
αποκρατεί ολοχρονίς, το γέλιο μη μ-ποκάνει.
Γλυνιαδάκη Δήμητρα (Χανιά)
Στση σκέψης μου το σόχωρο, στου νου το φράχτη αρχίζει
ένα πετροχελίδονο, νέα φωλιά να χτίζει.
Βίκτωρας – Ξενιτεμένος (Βυζάρι Αμαρίου Ρέθεμνος)
Με βάτους είν’ το σόχωρο, που σ’ έχουνε ζουμπούλι
και δε θα δεις τσι κλώνους σου, να βγαίνουν στο μαξούλι.
Αραπλή Βούλα (Ρέθεμνος)
Το σόχωρο έχει η σκέψη σου, μπαξέ του νου μου ,κάνει
κι μυρωδιά πα’ τα ρόδα ντου, στα σωθικά μου φτάνει.
Χατζόπουλος Ι.Δημήτριος (Λείβαδος Ρεθύμνης)
Δε θέλω τα ξωχώραφα, μουδε το σόχωρό σου
μα μονομιάς να πεις το ναι, να θέτω στο πλευρό σου.
Βαρδιδάκη Ελένη (ΑλώνεςΡέθεμνος)
Ποιο είναι Θέ μου το σωστό και ποιο είναι το λάθος
ούλοι στο ίδιο σόχωρο, μα καθαής μονάχος.
Λεώνης Γιάννης (Αθήνα)
Στο σόχωρο ‘ντε σμίγαμε γι’ αγάπες μου μιλούσες
και ‘δα τα ξελησμόνησες, πως τσαμπουρολογούσες.
ΕρήνηΒαρδιδάκη (ΑλώνεςΡέθεμνος)
Στο σόχωροτσ’ αγάπης μου, τσι ταχινές καθίζω
και με περίσια δάκρυα, τη βιόλα μου ποτίζω.
Μυντιλάκη Μαρία (Χανιά)
Όντε περνάς στο σόχωρο, μικιό μου και πηγαίνεις
‘ναμάζωξε το βλέμμα σου, γιατί καρδιές μαραίνεις.
Σκυβάλου – Κορνάρου Κατερίνα (ΜουρτζανάΜυλοποτάμουΡέθεμνος)
Στο σόχωρο σου βρέθηκα, μι‘ αργαδινή κερά μου
και κάμανε τα μάθια σου, κομμάθια τη γ-καρδιά μου.
Πρικάκη Μαρία (Φιλιατρά Μεσσηνίας)
Εις τση ψυχής το σόχωρο, αηδόνια κελαϊδούνε
και ομορφαίνουν τη ζωή, εκείνων π’ αγαπούνε.
Ζουρμπάκη Γιώργος (Ρέθυμνο)
Τα σόχωρα ρημάξανε και βάτοι τα ‘χουν πνίξει
κι Τρόικα τους ‘Ελληνες , στη φτώχεια έχει ρίξει.
Μιχελάκης Μανώλης (Αθήνα)
Το σόχωρό μου ανοιχτό, άφησα κοπελιά μου
να μπαίνεις να μυρίζεσαι, τ’ άνθη απ ‘τη καρδιά μου.
Γαριπαντώνης ( ΝύβριτοςΜεσσαράς Ηράκλειο)
Στο σόχωρο που σμίγαμε, έχω φυτέψ’ ελπίδες
και το ΄φραξα για να μη μπει βοργιάς και καταιγίδα.
Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθεμνος)
Σ’ενιούςσοχώρου, τσ’άκριγιες, που θέργιεψαν οι βάτοι
εκειά μου στρώνει η μοίρα μου, να κοιμηθώ, κρεβάτι.
Το επόμενο μας θέμα είναι η λέξη, τσάρχαλος, τσαρχαλίζω, και το μεθεπόμενο, μετά από επιθυμία παραγόντων της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, που στεγάζεται στο Ρέθυμνο και επί της οδού Νεοφ. Πατελάρου 14, στην μικρή Παναγία,σταλαγμίτης, σταλακτίτης, και το παραπάνωνυχτερίδακαι σπήλαιο, σπήλιο. Οι μαντινάδες σας θα υπάρχουν, στον τοίχο και στο αρχείο του συλλόγου Στον χώρο διατηρείται έκθεση, ανοικτή για το κοινό, κάθε Τετάρτη 6- 8.30μμ. Για την δράση του συλλόγου θα μιλήσουμε την μεθεπόμενη εβδομάδα.Πληφορορίες στο τηλ. 6932820332 κ. Γιώργο Καλούδη.
Στέλνετε στα τηλέφωνα 6981572714 6977185491.