ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Τση ζήλειας τ’ αποτέλεσμα της Κατερίνας Βοτζάκη

0

Η ομίχλη τον εμπόδιζε να δει που βρισκόταν. Είχε χάσει τον προσανατολισμό του, μα έπρεπε να βρει το δρόμο του πάλι. Τον κυνηγούσαν και οι ελπίδες του να σωθεί, ήταν λιγοστές. Η ομίχλη μπορεί να ήταν η σωτηρία του , αλλά και η καταστροφή του. Οι φωνές από τους εχθρούς του, ακουγόταν δυνατές και γεμάτες μίσος, διψασμένες για εκδίκηση. Οι χοντρές μπρόκες από τα στιβάνια τους ακουγόταν να χτυπούν στις πέτρες. Αν ήταν μέρα θα τον πρόδινε το αίμα που έτρεχε από την πληγή του, μα ήταν νύχτα χωρίς φεγγάρι και το φαράγγι, δε φαινόταν από την κατσιφάρα.

Στα καλά καθούμενα τον βρήκε, το κακό, του είχαν στέσει ενέδρα και τον μπαλώταραν, μα κι’ αυτός ανταπόδωσε τα πυρά και χτύπησε κάποιον από την παρέα… Παλιές ιστορίες, πάππου προς πάππου. Είχε φύγει από το χωριό του, μικρό παιδί ακόμα μαζί με τους γονείς και τ’ αδέρφια του για να σωθούνε, μα και από σεβασμό  για τους εχθρούς τους, οι άλλοι δεν είχαν ηρεμήσει ακόμη, όπως φαίνεται. Ένας παραπάνω νεκρός από τη μεριά τους και έπρεπε να πατσίσουν και ας έφταιγαν και ας είχαν περάσει τόσα χρόνια. Ο πατέρας του, ήταν ήσυχος άνθρωπος, μα άλλαξε σε ένα λεπτό όταν είδε τον μεγάλο αδερφό  του νεκρό από τη μπάλα ενός άντρα που μέχρι χθες ήταν φίλοι… Ούτε που θυμάται το λόγο που ξεκίνησε το κακό…και τώρα πάλι τα ίδια…

Πίεζε το μαντήλι του πάνω στην πληγή, να σταματήσει την αιμορραγία και στο μυαλό του ήταν τα λόγια του πατέρα του, για τη, τρύπα του Όφη, αφού για να μπεις έπρεπε να συρθείς σαν το φίδι για να μπεις μέσα, αλλά όταν έμπαινες, το σπηλιάρι ήταν  σαν ένα μεγάλο σπίτι. Δεν την ήξεραν πολλοί και είχαν σώσει πολλές φορές τον πατέρα του, στην κατοχή από τους Γερμανούς.

Λίγο πριν δεχτεί τη σφαίρα, άρχισε να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, γιατί από όπου περνούσε, δεν υπήρχαν πουλιά, κάποιος είχε περάσει πριν από εκείνον, είχαν φοβηθεί και είχαν πετάξει… Λόγια του πατέρα του, ήταν αυτά, που του είχαν μείνει,  από τις χιλιάδες ιστορίες που έλεγε για βεντέτες και για τους Γερμανούς… Δεν έδωσε σημασία, δεν είχε λόγους να φοβάται, κι’ όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του και ακούστηκε ο πυροβολισμός.

Η ομίχλη άρχισε να διαλύεται σιγά σιγά, μα οι αντοχές του άρχισαν να μειώνονται…

Η τρύπα του Όφη δεν ήταν μακριά, έπρεπε να φτάσει, έπρεπε να κρυφτεί…

Λίγο ακόμα και θα έφτανε, όταν ακόμα ένας πυροβολισμός τον έριξε στο χώμα και ένας άλλος στο κεφάλι, χαριστική βολή, τον αποτελείωσε.

Στην κηδεία ο κόσμος ήταν  πολύς, γνωστοί συγγενείς και φίλοι, μαυροφορεμένοι όλοι αναρωτιόταν γιατί και ποιος…

Η μάνα του, δεν καταλάβαινε ποιος ερχόταν, ποιος της μιλούσε. Τα μοιρολόγια της, έσκιζαν τις καρδιές του κόσμου, αλλά το βλέμμα της ήταν στο δεμένο με άσπρο μαντήλι, κεφάλι του γιού της, εκεί στο σημείο της πληγής…

Τρεις  αδερφοί, φίλοι του νεκρού, μπήκαν  στο δωμάτιο, στάθηκαν από πάνω του και σταυροκοπήθηκαν…

Τότε ήταν που το άσπρο μαντήλι άρχισε να κοκκινίζει και το αίμα έτρεχε λες και ήταν νερό…

‘’Όντε ν- ο φονιάς, βρίχνεται στον- ίδιο ν-τόπο με τον σκοτωμένο, η πληγή του ποθαμένου, αρχινά να τρέχει αίμα, σα να θέλει να μαρτυρήσει’’, άκουγε τον άντρα της να λέει μέσα στις χιλιάδες ιστορίες του…

Σήκωσε τα μάτια της και τους κοίταξε και κατάλαβε, είχε μπροστά της τους  φονιάδες του γιού της. Ανατρίχιασε ολόκληρη γιατί δεν ήταν ξένοι, δεν ήταν οι παλιοί εχθροί, ήταν φίλοι του παιδιού της…

-Γιάντα εφάετε το κοπέλι μου σκύλοι, ήντα σας σε καμε; Αστυνόμε, άμε να βγάλεις τσ’ άλλους όξω, μα δε φταίνε, οι φονιάδες είναι επαέ.

Τον ζηλεύανε, είπαν στο δικαστήριο γιατί ήταν σε όλα πρώτος…

 

Οι μαντινάδες και οι στίχοι που ήρθαν με τη λέξη, αργαδινή, αργαντινή:

 

Αραπλή Βούλα (Ρέθεμνος)

Εβγήκες  μιαν αργαδινή τ΄ ονείρου μου τη σκάλα

κι’ ως την αυγή ‘χες θρονιαστεί, μες  στση καρδιάς τη σάλα.

 

Λεώνης  Γιάννης (Αθήνα)

Έφυγε μιαν αργαδινή, με χάσικο φεγγάρι

Θε μου και καλοβλέπε τη, κακή στραθιά  μη μ-πάρει.

 

Σκουντριδάκης Σήφης  (Κουρνάς Αποκορώνου  Χανιά)

Με το παλαμηδόφιαρο, το κάδιο μάζωνα το

κ’ έσπασε μια ν-αργαδινή, που ‘ρθαν τα πάνω κάτω.

 

Λεουνάκης  Νεκτάριος( Συρίλι  Χανιά)

Εσύ δεν είσ’ ανατολή, μα το θλιμμένο δείλι

που ‘ναι με την αργαδινή, του μισεμού σου, φίλοι.

 

Φανουράκης  Ηλίας (Αγιοι  Δέκα Μεσσαράς  Ηράκλειο)

Δεν είσαι μιας αργαδινής, όνειρο να περάσει

μα ‘σαι σεβντάς κι’ ρίζες σου, το σώμα έχουν πιάσει.

 

Λιονής Γιάννης (Ατσιπόπουλο Ρέθεμνος)

Σε κάθε μου αργαδινή, στο νου σ’ αποσπερίζω

και φέρνω σε στσ’ αθιβολές, κι’ ομπρός μου σ’ αντικρύζω.

 

Χατζόπουλος  Ι. Δημήτριος  (Λείβαδος  Ρεθύμνης)

Τση Παρασκής  μι’ αργατινή, απού  ‘ψελλαν αγγέλοι

στην εκκλησιά σε θώρουνα, τση άνοιξης μαργέλι*.

μαργέλι=στολίδι

 

Κιουρτσιδάκη Νίκη (Φρατζεσκιανά Μετόχια Ρέθεμνος)

Δεμένες ειν’ οι θύμησες, στση σκέψης το λιμάνι

μα πνίγουνται τσ’ αργαδινές, που τρικυμία πιάνει.

 

Σηφάκης  Λευτέρης (Αθήνα)

Όντε  θα ‘ρθει  αργαντινή, με πιάνει και δακρύζω

γιατί  θρουλούνε  όνειρα, π’ όλη τη μέρα χτίζω.

 

Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)

Σα θέτω τσιαργαδινές, ο ύπνος δε με παίρνει

σανε γιαγιέρνουνε στο νου, χρόνοι  τυραγνημένοι.

 

Κορνάρου-Σκυβάλου Κατερίνα (Μουρτζανά Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)

Μι’ αργαδινή τη ν-έπαιξα, στα ζάρια τη γ-καρδιά μου

κι έβαλες που στα ν-τότεσας, φωθιά στα σωθικά μου.

 

Μουλουδάκης  Γιώργης (Αλόιδες Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)

Με τη γ-κερά μ’ από παλιά, έχω καλά περάσει

τη μ-πρώτη μας αργαδινή, ποτές δε θα ξεχάσει.

 

Καλλέργης Γ. Κωστής-Κ.Ι.Γ.Κ. (Λούτρα Ρέθεμνος)

Ρέγομαι μιας αργαδινής, απ’ όξω να χιονίζει

και μέσα η παρέα μου, να λυρομπαντουρίζει.

 

Λίτσα  Άρτεμη (Φιλιατρά Μεσσηνίας)

Την ώρα την αργαδινή, ήρθες κι’ αυτό μου φτάνει

για δε μπορούσε ολημερίς, ο πόνος μου να γιάνει.

 

Πρικάκη Μαρία (Φιλιατρά Μεσσηνίας)

Ποτέ μην απελπίζεσαι, αργαδινή θλιμμένη

γιατί χαρούμενη αυγή, πάντα σε περιμένει.

 

Γαριπαντώνης (Νύβριτος Μεσσαράς  Ηράκλειο)

Ώρα τση μέρας δε μ-περνά, να μην αναστενάξω

και μια στιγμή τσ΄ αργαντινής, για σένα να μη γ-κλάψω.

 

Ζουρμπάκης  Γιώργος (Ρέθεμνος)

Δε θέλω τσι αργαδινές, που θέτω κι’ ησυχάζω

να ‘ρχεσαι εις τη σκέψη μου, γιατί αναστενάζω.

 

Πλοκαμάκη Χρυσούλα (Αθήνα)

Τσ’ αργαντινές, η σκέψη μου, μ’ ένα καΐκι μοιάζει

στο πέλαγο τσ΄ αγάπης σου, αύτανδρο* που βουλιάζει.

αύτανδρο= μαζί με τους άντρες του, με το πλήρωμα

 

Βεργετάκη Κατερίνα (Βόλος)

Τα όνειρα κατάφερε, οψάργας να μου κλέψει

η πιο γλυκιά και τρυφερή, αργαδινή σου σκέψη.

 

Γλυνιαδάκη Δήμητρα (Χανιά)

Ήθελα μια ν-αργαντινή, στ’ ονείρου τη ν-αγκάλη

να θέσουμε κι’ οι δυο μαζί, στο ίδιο μαξελάρι.

 

Πυρουνάκης Μιχάλης (Αθήνα)

Ρέγομαι κάθ’ αργαδινή και τσ’ ώρας που σιμώνει

ως θα περάσ’ η προσμονή, που θα βρεθούμε μόνοι.

 

Ψαθόπουλος Λεωνίδας (Αθήνα)

Αργαντινή και η καρδιά, δε λέει να μερώσει

γιατί δεν εκατάφερε, κοντά σου να σιμώσει.

 

Μυντιλάκη Μαρία (Χανιά)

Ταχιά το ‘κάνε να σε δω, αργαδινή, το ‘κανε

τα λόγια σου τα συχωρώ και μπλιο δε με πονάνε.

 

Ζαχαριουδάκης Γιάννης (Γαλιά Μεσσαράς Ηράκλειο)

Άφηκε αγιάτρευτη πληγή, στη μ-πλάτη το μαχαίρι

που ‘πεψε μιαν αργαδινή, δίμουρου φίλου, χέρι.

 

Σηφάκης Γιώργης –Σιμισακογιώργης (Ρέθεμνος)

Του έρωντα μας τσι παλιές, αργαδινές θυμούμαι

κι’ εδά που λύπεις καθ’ αργά, θέτω και δεν κοιμούμαι.

 

Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθεμνος)

Τη μέρα η σκέψη μου ‘κλουθά, τσ’ αργαδινές τη χάνω

στου Άδη τα πλατύσκαλα, αποκοιμιέται ‘πάνω.

 

Το επόμενο μας θέμα είναι  οι λέξεις, έχω σύρει, έχω σερμένα και το μεθεπόμενο, σκαμπίλι (χαστούκι).

Στέλνετε μέχρι Τετάρτη βράδυ στα τηλέφωνα  6981572714   6977185491.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ