Η πλατεία του χωριού είχε ένα μεγάλο πλάτανο και όσες γενιές και αν έζησαν τον θυμόταν. Εκεί μαζευόταν οι άντρες τα απογεύματα του καλοκαιριού, κάτω από τον παχύ ασκιανιό και τα κουβεντολόγια βαστούσαν μέχρι τα ξημερώματα.
Οι γυναίκες, έβγαζαν τις καρέκλες έξω από τις αυλές και έπλεκαν.
Στο συνορισιό το είχαν ρίξει, πια θα έκανε το καλύτερο ξόμπλι...Αν είχαν και κόρες, ε τότε, άλλη δουλειά δεν κάνανε. Πολλές φορές είχαν άλλο εργόχειρο όταν ήταν μόνες τους στα σπίτια τους, ειδικά άμα ήταν κάποιο σχέδιο που δεν το είχαν οι άλλες, το έκρυβαν και το φανέρωναν όταν πάντρευαν τις κόρες τους, για να μπούν στο μάτι των αλλωνών κυράδων...
Οι άντρες δεν είχαν τέτοια προβλήματα Είχε ακούσει ο παντέρμος ο πλάτανος, ιστορίες ψεύτικες και αληθινές, στα τόσα χρόνια της ζωης του που δε θα χωρούσαν σε 300 βιβλία.
Σχολίαζαν την κάθε γυναίκα που περνούσε, αλλά όταν περνούσε η διπλομπαλκονάτη και διπλοκαπουλάτη χήρα του συχωρεμένου του Αριστείδη, τους έπιανε λύσσα...
Τα σάλια τους τρέχανε, από το ανοιχτό τους στόμα και αυτή που τους είχε πάρει χαμπάρι, κουνιότανε σαν τη βάρκα στο λιμάνι με πολλά μποφόρια. Όλοι ονειρευότανε κοιμισμένοι και ξυπνητοί, τη χήρα στο κρεβάτι τους...
Ο παπάς που έμενε ακριβώς δίπλα από τον πλάτανο, είχε κολαστεί να ακούει και η παπαδιά του μουρμούριζε, πως δεν είναι σωστά πράγματα αυτά και πως οι χωριανοί τους έχουν πάρει το δρόμο του σατανά, οικογενειάρχες ανθρώποι...
-Παπά μου πρέπει να κάμει πράμα, ήντα λοής ρεζιλίκια είναι ετούτανε, να ασχολιούνται ούλοι με τη χήρα; Κατέεις ήντα μου λεγε οψές, η κακομοίρα;
-Ήντα σου 'λεγενε παπαδιά;
-Ο Στρατής, ο σύντεκνο μας ήτονε στη ν-αυλή τζη και παρακάτσευγε από το παραθύρι, μέσα στο σπίτι τζη, παντρεμένος άθρωπος με μέγαλα κοπέλια, ντροπής πράματα.
-Ήντα λέεις παπαδιά, ήντα 'ναι ετούτα που γροικώ, ήμαρτον Παναγία μου, φωθιά θα πέσει να μα σε κάψει...
-Σκαρφίσου, πράμα παπά, να κάμουμε, γιατί ξεφτιλίκια ανεμίζουμε...
Την άλλη μέρα , πάει ο παπάς στον πλάτανο, που ήταν μαζεμένοι όλοι και τους λέει:
-Τέκνα μου, να σα σε πω ήντα είδα στο ν-ύπνο μου ψές το βράδυ...
-΄Ηντα δες μπρε παπά Χαραλάμπη;
-Το ν-Αριστείδη, το συχωρεμένο...
-Και ήντα 'θελε παπά, ανε σου γύρεψε πράμα να του δώσεις δε ν-είναι καλό χαμπάρι...
-Όι όι, δε μου γύρεψε πράμα, μόνο είπε μου, πως μέσα στην αυλή ντου είδε πατές στα χόρτα και να το πω εκείνου να που πιένει, να κόψει τα βολταράκια για να μη ντου κόψει με το μαναράκι τα ποδαράκια.
-Μα ήντα μπουνταλές λέεις μωρέ παπά, ποιος βολτέρνει εκειά μέσα και που τον είδε του λόγου ντου από τα κυπαρισάκια;
-Δε γ-κατέω, μπρε Αντώνη , ήντα να σου πω, ότι μου 'πε σα σε λέω...Εκειά μέσα είπε μου πως γυροφέρνει η ψυχή ντου και τα θωρεί ούλα...Ακούει λέει και τση κουβέντε σας για τη κερά ντου και πικραίνεται, επαέ κάθεται τα βράδια μα δε ντο νε θωρούμε, εκειέ δίπλα στου συντέκνου μου του Στρατή, στη μ-πεζούλα, ε, σύντεκνε επήρες το χαμπάρι του λόγου σου;
Ο Στρατής, δεν έβγαλε άχνα, μόνο σηκώθηκε αναψωκοκκινισμένος και έκαμε το σταυρό του.
Από τότε τα χόρτα στην αυλή του μακαρίτη, βλαστήσαν και πατιές δεν ξαναφάνηκαν και όταν περνούσε η χήρα από τον πλάτανο, είχαν τα μάτια χαμηλά και τις κουβέντες μετρημένες...
Ο παπάς, είπε εκατό φορές το ''πιστεύω'', για να τον συχωρέσει ο Θεός για το ψέμα του...
Οι μαντινάδες και οι στίχοι , που στείλατε με το θέμα, συχνομιλώ:
Κουτσελάκης Αντώνης - Νέλος (Ιεράπετρα)
Συχνομιλώ, τση σκέψη σου, στιγμές που η μοναξιά μου
αργεί σα πέφτει η σκοτεινιά, να'ρθει στην αγκαλιά μου.
Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανιά)
Στο συναλίκι τση καρδιάς, με κάποιες αναμνήσεις
συνομιλούμε κι' ας ζητάς, με τη σιωπή να ζήσεις.
Φανουράκης Ηλίας (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηράκλειο)
Συχνομιλώ τσ' αργαντινές, με τη ν-αμοναξά μου
για χάρη μιας μελαχροινής, απού 'χω στη γ-καρδιά μου.
Μουλουδάκης Γιάννης (Αθήνα)
Αθρώποι, μοίρα κι' ο Θεός, μ' έχουνε στραπατσάρει
γι' αυτό και γω συχνομιλώ, μόνο με το φεγγάρι.
Λεώνης Γιάννης (Αθήνα)
Συχνομιλώ τση πένας μου κι' αυτή απηλογάται
με μαντινάδες στο χαρτί, τσ' αγάπης μου, δηγάται.
Σπυριδάκης Μιχάλης (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηράκλειο)
Συχνομιλώ τση σκέψης μου, για μιας μικρής τα κάλη
μα μια μιλιά η γλώσσα μου, μπρος τση δε ν-έχει βγάλει.
Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)
Δε θέλω να συχνομιλώ, για ότι με πληγώνει
και έχω μάθει τη γ-καδιά, μέσα τζη να τα χώνει.
Αλεβυζάκη Ειρήνη (Αλώνες Ρέθεμνος)
Συχνομιλώ με τση καημούς, με τη χαρά ποτέ μου
γιατό ο Χάρος προτιμά, δικούς μ' αθρώπους, Θε μου.
Χατζόπουλος Ι.Δημήτριος (Λείβαδος Ρεθύμνης)
Συχνομιλώ του μεθυστή, τ΄ Άη Γιώργη του Νοέμβρη
βαστώ ντου και καλό κρασί, ώρα κακή μη μ' εύρει.
Κιουρτσιδάκη Νίκη (Φρατζεσκιανά Μετόχια Ρέθεμνος)
Συχνομιλώ τση μοναξιάς κι' ώρες μαζί περνούμε
κι' ετσά περνάει ο καιρός, εδά που χώρια ζούμε.
Σηφάκης Λευτέρης (Αθήνα)
Πολλές φορές, πραγματικά, μοίρα συχνομιλώ σου
και καλημέντο εγώ ποτές, δε ν-είδα εδικό σου.
Γαριπαντώνης Αντώνης (Νύβριτος Μεσσαράς Ηράκλειο)
Συχνομιλώ στη σκέψη σου, πάντα στα όνειρά μου
κι' άμα ξυπνήσω, βρίχνεσαι, χιλιόμετρα μακριά μου.
Πρικάκη Μαρία (Φιλιατρά Μεσσηνίας)
Με το Θεό συχνομιλώ, σε κάθε πρόβλημά μου
γιατ' οι αθρώποι δε μπορούν, να νοιώσουν τη γ-καρδιά μου.
Πλοκαμάκη Χρυσούλα (Αθήνα)
Με τον καημό συχνομιλώ,του λέω, τα μυστικά μου
απ' τη στιγμή που έφυγες, μανούλα μου μακριά μου.
Τσιτσιγιάννης Γιάννης (Βόλος)
Τση σκέψης μου συχνομιλώ, άμε κοντά τζη , μείνε
γιατί την έχω στη γ-καρδιά, μεταλαβιά, να είναι.
Πυρουνάκης Μιχάλης (Αθήνα)
Συχνομιλώ σου αμοναχός, ώρες α' που δε' σ' έχω
θαρρώ γιαγέρνει μ' ο αχός*, πώς είσαι να κατέχω.
αχός= αντίλαλος
Λαζάρου Ευγενία (Αθήνα)
Τση σκέψης μου συχνομιλώ και λέμε μαντινάδες
γι' αγάπες, έρωντες παλιούς και δυνατούς σεβντάδες.
Καλλιτσουνάκη Γιάννα (Ρουμπάδο Ρέθεμνος)
Συχνωμιλώ σου σκέψη μου, μη λησμονήσεις τόπους
εκειά που μα σε θέλουνε, πλια γελαστούς αθρώπους.
Γαγάνης Γιώργης (Ατσιπόπουλο Ρέθεμνος)
Του φεγγαριού συχνομιλώ, εδά που χώρια ζούμε
στσ' όρκους μας ήταν μάρτυρας και του απιλογούμαι.
Γλυνιαδάκη Δήμητρα (Χανιά)
Του φεγγαριού συχνομιλώ, γροικά με και σωπαίνει
κι' ότι του πω άλλος κιανείς, ποτές δε ντο μαθαίνει.
Πλεμένος Γιώργος - Μαυρόλυκος (Αγιά Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Εμίσεψες κ' εχάθηκενε, γ -η κάθε ευτυχία
κι' εμεινα να συχνομιλώ σε μια φωτογραφία.
Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθεμνος)
Συχνομιλώ με τη σιωπή, σε κείνη να, τη γλώσσα
απού δε βγαίνουν συλλαβές, κι΄όμως σου λέει, τόσα.
ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΜΑΝΤΙΝΆΔΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΊΟΥ ΧΑΤΖΌΠΟΥΛΟΥ
Να 'χεν ο Χάρος πρόσωπο, σκαμπίλια να του παίξω
να φύγω χαμογελαστός, μαζί ντου σαν παλαίψω.
Το επόμενο μας θέμα είναι η λέξη, ξιπούμαι και το μεθεπόμενο, ποθαίνω.
Στέλνετε στα τηλέφωνα 6981572714 6977185491.