Εις του Ρεθέμνου τσι κορφές
στο πλιά ψηλό χαράκι
έστεκε και καμάρωνε
περήφανο γεράκι
Δε βρίχνει αγρίμια να δειπνά
κρυγιό νερό δεν πίνει
η ομορφιά τση πόλης του
παρηγοριά του δίνει.
Απ’ άκρη σ’ άκρη αγνάντευε
Και βίγλιζε την πόλη
και τη στολίζει μουσικά
και τση ζηλεύουν όλοι
Κι όσο κι αν την εξάνοιγε
δεν την αποχορταίνει
σαν να ‘ναι κόρη λυγερή
και ομορφοκαμωμένη
Θέτει φτερό και κάθεται
απάνω στη Φορτέτζα
και το μεθεί το γιασεμί
τ’ αγιόκλιμα κι φρέζα
Επέταξε στον Ευληγιά
στον κήπο στο λιμάνι
και στα σοκάκια τα στενά
εμπήκε για σεργιάνι
Την ένδοξη ιστορία τση
στέκει και συλλογάται
τσοι τιμημένους ήρωες
κλαίει κι αναστοράται
Τσοι ποιητές τσοι συγγραφείς
τσοι άντρες των γραμμάτω
αλλά και κείνους του σπαθιού
τση μάχης, των αρμάτω
Τροφή ‘χει την παράδοση
νερό την ιστορία
αυτά τα δυό του δείχνανε
και χάραζε πορεία
Ταίρι να κάμει δε ζητά
και συντροφιά δε θέλει
και ζει σαν το μοναχικό
κι αντάρτικο κοπέλι
Δεν είν’ ένα-ν-απλό πουλί
ετούτο το γεράκι
ειν’ η ψυχή του μουσικού
του ΝΙΚΟΥ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗ
Που δεν αρνήθηκε ποτέ
Ετούτητνε την πόλη
Και την ανέβασε ψηλά
Και τη θωρούνε όλοι
Το χώμα που σε γέννησε
και το ‘χεις τιμημένο
εδά σου το ‘χει το κορμί