Το ζωνάρι
Για τη μέση μας ζωνάρι, παραγγείλαμε φαρδύ
να μας σφίξει το στομάχι, μη χωρεί πολύ φαί...
Λιγιστέψαν τα λεφτά μας, τα χαράτσια μας πολλά,
με τις πενταροδεκάρες, ποιός μπορεί να φάει καλά...
Ούτε κατοχή να ήταν, που θα φτάσουμε παιδιά
πόσο ακόμη θα αντέξει, του κοσμάκη η καρδιά...
Φτάσαμε στα όρια μας, τόση 'να κακομοιριά
τι πορεία και πιο μέλλον, θα τραβήξουν τα παιδιά...
Ανεργεία, αφραγκία, πείνα κι' άγιος ο Θεός
δεν αντέχει φτάνει πλέον, ο καημένος ο λαός...
Δε μπορούνε τα παιδιά μας, στη μιζέρια μπλιο να ζούν,
και σε άλλες πολιτείες, φεύγουνε για να σωθούν...
Μη χειρότερα Θεέ μου, ούτε εσύ δε βοηθάς
μάλλον πως των κυβερνούντων, τα πατήματα ακλουθάς...
Χάσαμε το μπούσουλα μας, έχουμε εξαντληθεί
θάρρος κι' αισιοδοξία, έχουνε κι' αυτά χαθεί...
Σαν τις σκνίπες μας ρουφούνε, και το αίμα της καρδιάς
της βουλής τα λυσσασμένα, τα ανήμερα θεριά...
Τέσσερις δεκαετίες, πίσω πήγαμε ξανά
είναι σοβαρό το θέμα, όλους μας μας αφορά...
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΠΑΤΤΗ
ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ
Στο πάρκο που επαίζαμε σαν ήμασταν παιδάκια
πέρασα εχθές και κάθησα για λίγο στα παγκάκια...
Θολές εικόνες στο μυαλό πήραν πνοή και χρώμα
κι' άκουσα γέλια και φωνές μέσα απ' της γης το χώμα...
Σαράντα χρόνους μ'έφερε ο λογισμός μου πίσω
μικρό παιδί αισθάνομαι και θέλω να το ζήσω...
Δεν το αφήνω το μυαλό σκέψη άλλη να κάνει
τέτοιες εικόνες όμορφες δε θέλει να τις χάνει...
Τρέχει η φαντασία μου φέρνω στο νου και σένα
που ζήσαμε από παιδιά τόσο αγαπημένα...
Δυό χρόνια μεγαλύτερος ήσουνα από μένα
και μου λέγες εμείς οι δυό μια μέρα θα μάστε ένα...
Ντρέπομουνα μα μ' άρεσε σε είχα αγαπήσει
για σένα πρώτη μου φορά κρυφά είχα δακρύσει...
Θυμούμαι σαν με φίλησες πρώτη φορά τι είπες
πως η αγάπη μας αυτή θάχει χαρές και λύπες...
'Ετσι στ'αλήθεια έγινε μετά από δέκα χρόνια
σπάσανε απ' τσ' αγάπης μας το δέντρο όλα τα κλώνια...
'Εφυγες και με ξέχασες βρήκες αγάπη άλλη
και μ' άνοιξες μες την καρδιά πληγή πολύ μεγάλη...
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΠΑΤΤΗ
``````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````
Οι μαντινάδες και οι στίχοι που στείλατε με τη λέξη, έβγορο:
Γαρεφαλάκης Γιώργης (Άγιος Νικόλαος Λασίθι)
Σ' τσι τόπους απού εσμίγαμε, βγορίζω κάθε τόσο
να νιώθω πως σε συναντω, έστω με κάποιο τρόπο.
Κουτσελάκης Νέλος Αντώνης (Ιεράπετρα)
Στ' όβγορο τση αγάπη σου π' άνεμος δε το πιάνει
χρόνια σεργιαν' η σκέψη μου, θέλει δε θέλει κάνει.
Αλατζάς Σάββας (Ηράκλειο)
Τση πεθυμιάς μου τ' όβγορο, στο ξέφωτο του νου μου,
φτεροκοπάς, ολόλαμπρο, πουλί του λογισμού μου.
Πυρουνάκης Μιχάλης (Αθήνα)
Μίσεψα μπλιο μια χαραυγή, κι' εβγόρισα κατ' άκρη
ήμνοξα κι' ήβγαλα κραυγή, μά 'βρα καημό και δάκρυ.
Ζαχαριουδάκης Γιάννης (Γαλιά Μεσσαράς Ηρακλείου)
Αναστορούμε τση στιγμής απού 'πες θα μισέψεις
κι' αμάχη δίνουν θύμισες, στον οβγορό τση σκέψης.
Ψαθόπουλος Λεωνίδας (Αθήνα)
Κλουθώ το δρόμο για να βγω, στ' όβγορο τση σκέψης
από εκειά να σε θωρώ, στο νου να μη μισέψεις.
Καλλιτσουνάκη Γιάννα (Ρουμπάδο Ρέθεμνος)
Διαπέρασα βουνοκορφές περπάτησα σε δάση
μα δε μου βγόρισε ποθές μι' αγάπη που χω χάσει.
Τσιτσιγιάννης Γιάννης (Βόλος)
Στης σκέψης μου τη κορυφή, κάνω σεργιάνι πάλι
και μου βγορίζουνε μικροί, μπροστά σου όλοι οι άλλοι.
Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφάτσι Ηρακλείου)
Πλακώσανε τα νέφαλα, ήλιος δε μου βγορίζει
κι' έχω τα βάσανα βουνό κι' η αγάπη σου χιονίζει.
Πρικάκη Μαρία (Φιλιατρά Μεσσηνίας)
Ωραία η Πελοπόνησσος, μα δε βγορίζει Κρήτη
στο χάρτη είμαστε κοντά, μια γέφυρα μας λείπει.
Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανιά)
Αρέσει μου η σκέψη σου, σαν ήλιος να βγορίζει
όντε πατώ στση χειμωνιάς, τ' άψυχο μετερίζι.
Λεώνης Γιάννης (Αθήνα)
Μη ξεπροβάλλεις στ' όβγορο, πολλά 'ναι σου τα θάρρη
κι' ας στραβωξαμ' ο τσιφτές σα κυνηγού πρωτάρη.
Κιουρτσιδάκη Νίκη (Φρατζεσκιανά Μετόχια Ρέθεμνος)
Στο όβγορο τση σκέψης μου, σεβντά μου σε καθίζω
και κάθε λίγο τση χαράς, τα δάκρυα σκουπίζω.
Κουλιζάκη Ελπίδα (Φρες Αποκορώνου Ρέθεμνος)
Στο όβγορο τση σκέψης μου, μόνο εσένα βάνω
και την καρδιά μου ετοίμασα, δώρο και σου τη γ-κάνω.
Νικηφόρος Νικόλαος (Αξός Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Εις τη ψηλότερη κορφή θα βγώ, να μου βγορίσει
σα δε μ' αποχαιρέτιξε, μη ν-τύχει και γυρίζει.
Φανουράκης Ηλίας (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηρακλείου)
Στου λογισμού το έβγορο, η σκέψη στέκει πάλι
γιατί θωρεί την έχταση, τσ' αγάπης μας καψάλι.
Μιχελάκης Μανόλης (Αθήνα)
Στο πιο ψηλότερο βουνό, θ' ανέβω να βγορίσω
κι' όπου σε δω, στα γλήγορα, θα' ρθω να σε φιλήσω.
Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)
Λόγω τση κρίσης, στ' όβγορο, έστεσα το μιτάτο
να 'χω σαφή κριάς οφτό και γάλα τω μ-προβάτω.
Χατζόπουλος Ι.Δημήτριος (Λείβαδος Ρεθυμνης)
Ίντα γυρεύγεις στ' όβγορο, ίντα 'ναι π' ανημένεις
ούλα τα πάντα έρχουνται, μ' αμοναχός πομένεις.
Πλεμένος Γιώργος-Μαυρόλυκος (Αγιά Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Στο όβγορο βγήκα μιας τση μιας και ήντα δα Θεε μου
πάλι την μοίρα μου και επάλευγε, εμπόδια να μου βάλει.
Αραπλή Βούλα (Ρέθεμνος)
Απ' τσι περίσσες σ' όμορφιές, ζηλέυω σου τη χάρη
που σου βγορίζει και θωρείς, όπ' αγαπάς, φεγγάρι.
Δρίζου Μαρία (Αθήνα)
Τσ' αμοναξιάς μου χαίρομαι γι αυτό και τη γλεντίζω
αλαργινά τσ' αγάπης σου, το μέλλον μου βγορίζω.
Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθεμνος)
Να βγόριζέ μου τ' ουρανού η πύλη, να θωρώ σε
να σου μιλώ, να μου γελάς, να λέω σου 'γαπώ σε.
Το επόμενο μας θέμα είναι λιγωμάρα ( λυποθυμία, έντονη επιθυμία κλπ) και το μεθεπόμενο ροζονάρω (κουβεντιάζω-σχολιάζω). Στέλνετε στο τηλέφωνο 6981572714.